«Αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα, μιλάνε, ίσως, για την μελλοντική ιστορία της Ευρώπης. Δεν είναι δυνατόν να απομονωθεί το θέμα των ριζικών, των δομικών συμπτωμάτων που οδηγούν την Ελλάδα σε κατάρρευση, απ’ ότι θα συμβεί, αύριο, αλλού…». Ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη, με αφορμή το νέο του βιβλίο «Ελλάδα της λήθης και της αλήθειας», συμμετέχοντας στην ακτιβιστική Έρευνα για την Κρίση που δημοσιεύεται στο tvxs από το 2010.

Ads

Κρ.Π.: Η «Ελλάδα της λήθης και της αλήθειας», πόσο συνδέεται ή αποτελεί συνέχεια του πρώτου σας βιβλίου «The Greek Tragedy» – «Η ελληνική τραγωδία» (εκδόσεις Ολκός 1974) το οποίο είχε κυκλοφορήσει αρχικά στην Αγγλία, το 1969, από τις εκδόσεις Penguin και μεταφράστηκε σε πολλές άλλες γλώσσες; 

Κ.Τσ: Όλα τα πράγματα γεννιούνται πάντοτε μέσα από τη σύμπτωση και τη συγκυρία. Η Ελληνική Τραγωδία γράφτηκε εν θερμώ μετά τη χούντα.

Με την κατάλυση της δημοκρατίας, βρισκόμουν και εγώ όπως και άλλοι τότε άνθρωποι,  σε μία κατάσταση περίπου αλλοφροσύνης και με την περίεργη αμηχανία για το τι θα έπρεπε να κάνουμε.

Ads

Ένα από τα πράγματα που αναγκάστηκα – ψυχαναγκαστικά αν θέλετε- να κάνω και εγώ, ήταν να γράψω εκείνο το βιβλίο για το πώς έβλεπα τα πράγματα σχετικά με το πώς φτάσαμε στη χούντα.

Αντίστοιχα πράγματα συμβαίνουν τώρα. Αντίστοιχα με την εξής έννοια:

Ότι η συγκυρία είναι αποπνικτική, ότι όλοι αισθανόμαστε αιχμάλωτοι μέσα σε ένα σύστημα όπου δεν ξέρουμε ακριβώς τί πρέπει να κάνουμε, από οργή από αγανάκτηση, από αμηχανία, και ενώ ταυτόχρονα, δεν ξέρουμε καν τι πρέπει να θέλουμε. Το βιβλίο «Ελλάδα της λήθης και της Αλήθειας», είναι και αυτό μια προσπάθεια ανάλυσης της συγκυρίας που μας οδήγησε εδώ. Δηλαδή, σε αυτό το χάος που βρισκόμαστε όλοι, και σε αυτή την πλήρη αμηχανία μπροστά στα τεκταινόμενα.

Με αυτή την έννοια υπάρχει μία σαφής αναλογία ανάμεσα στην συγκυρία που οδήγησε στη γραφή της «Ελληνικής τραγωδίας», και στη συγκυρία που οδήγησε στη γραφή του «Ελλάδα της λήθης και της Αλήθειας».

Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε σε μια κρίση γενικότερη, μια κρίση της αναπαραγωγής του συστήματος μέσα στο οποίο βρισκόμαστε, μια κρίση η οποία ξεπερνάει κατά πολύ το ζήτημα της οικονομίας και επεκτείνεται σε όλα –αν θέλετε- τα πεδία του κοινωνικού και του πολιτικού γίγνεσθαι καθηλώνοντάς μας –να επαναλάβω- σε μία πλήρη –θα έλεγα- υπαρξιακή αμηχανία.

Δεν χρειάζεται να επεκταθώ στα συμπτώματα. Όλοι τα ξέρουμε:

Ανεργία, φτώχεια, άστεγοι… φαινόμενα, από τα οποία νομίζαμε ότι η κοινωνία μας είχε γλυτώσει εδώ και 30 – 40 χρόνια, επανέρχονται στο προσκήνιο καθιστώντας την επιβίωση πάρα πολλών ανθρώπων, όχι μόνο προβληματική αλλά πραγματικά έωλη.

Στα πλαίσια αυτά γράφτηκε αυτό το βιβλίο, το οποίο επιχειρεί να δώσει ορισμένες απαντήσεις σε ότι αφορά τα αίτια της σημερινή κρίσης, και σε σχέση, βέβαια, με το Ευρωπαϊκό σύστημα, μέσα στο οποίο είμαστε ενταγμένοι.

Κρ.Π.: Θα θέλατε να αναπτύξετε επιγραμματικά αυτές τις βασικές αιτίες;

Κ.Τσ.: Το ζητήματα των αιτίων και των αιτιατών στην ιστορία, είναι πολυσύνθετο, αλλά σχηματικά θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για δύο συστήματα αιτιών: 

Το ένα είναι εσωτερικό: Πώς, δηλαδή, η ελληνική κοινωνία αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια, σε σημείο να οδηγηθεί στα συμπτώματα που όλοι γνωρίζουμε, τα οποία θεωρούνται νοσηρά και δύσκολα στο να αντιμετωπιστούν.

Δεν χρειάζεται να μπούμε σε λεπτομέρειες. Ξέρουμε όλοι, ότι όλα αυτά οφείλονται:

  • Στην μη αποτελεσματικότητα της ελληνικής κοινωνίας

  • Στην διαφθορά που επικρατεί στον δημόσιο τομέα

  • Στον ανεπαρκή χωρισμό ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό

  • Στο πελατειακό σύστημα το οποίο μας καθηλώνει σε ορισμένου τύπου σχέσεις με το κράτος και το δημόσιο

  • Στην φοροδιαφυγή η οποία μαστίζει την ελληνική κοινωνία

  • Και όλα αυτά τα φαινόμενα, τα οποία θεωρούνται ότι μας οδηγούν σε μόνιμη απόκλιση από τα παγκοσμίως τεκταινόμενα.

Αυτή είναι η μία σειρά ιδεών την οποία προσπαθώ να αναπτύξω, για να καταλήξω στο τέλος, ότι υπάρχει και μία δεύτερη σειρά ιδεών, η οποία αναφέρεται στην εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα στην οποία βρισκόμαστε:

Της ΕΕ και της Ευρωζώνης, που έχει απομακρυνθεί αποφασιστικά  από το ευρωπαϊκό ιδεώδες, το ευρωπαϊκό σχέδιο, όπως είχε διατυπωθεί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με στόχο τη δημιουργία ενός ευρύτερου Ευρωπαϊκού, αλληλέγγυου συστήματος, όπου η Ευρώπη θα μπορούσε τελικώς να μεταμορφωθεί σε μία ενιαία, αλληλέγγυα και ομοιογενή κοινωνία η οποία θα αντιμετώπιζε από κοινού την πρόοδο.

Οι δύο αυτές συγκυρίες συναντώνται. Συναντώνται μέσα από την κρίση, μέσα από το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία είναι πάρα πολύ δύσκολο να αναστρέψει μία σειρά από πρακτικές τις οποίες έχει ενσωματώσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο. Και από την άλλη μεριά, είναι εξίσου δύσκολο –αν θέλετε- να αναστραφεί μία ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία εδώ και αρκετά χρόνια –  κυρίως μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ-  έχει πια μεταμορφωθεί σε μία εντελώς νεοφιλελεύθερη μεγιστοποίηση των κερδών των μεγάλων εταιρειών και κυρίως του χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων, που εδώ και πολλά χρόνια κάνουν κουμάντο σε όλο τον κόσμο.

Πιστεύω, λοιπόν, ότι αυτά τα δύο στοιχεία, όπως εξήγησα, συναντώνται, και η ιδιαιτερότητα –αν θέλετε- αυτής της συγκυρίας είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μία κοινωνία άτυπη και παρεκκλίνουσα, η οποία αναγκάζεται να υποστεί ξαφνικά, τις συνέπειες μιας νέας Ευρωπαϊκής πραγματικότητας, που βρίσκεται πάρα πολύ μακριά από την αλληλέγγυα Ευρώπη του ’50, ’60, και ’70.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, πιστεύω ότι η ελληνική κοινωνία αναπτύχθηκε και αποκρυσταλλώθηκε, κυρίως μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και μέσα στο πλαίσιο του μετεμφυλιακού συστήματος που εγκαθιδρύθηκε κατά τη διάρκεια, και αμέσως μετά τον εμφύλιο.

Όλοι ξέρουμε τις πολιτικές προεκτάσεις αυτού του ειδικού συστήματος που εγκαθιδρύθηκε, δηλαδή, με την ψευδοδημοκρατία και την αυταρχική κυβέρνηση μιας χώρας, που με τα Ανάκτορα στο στρατό και τις παρεμβάσεις των Αμερικανών, οδήγησε τελικώς στη χούντα, και ενός συστήματος το οποίον τελικά δεν κατέρρευσε παρά μόνον με τη Μεταπολίτευση το ’74.

Στο πλαίσιο αυτό, όμως, ευημερούσαν οι προϋποθέσεις για μία αλλαγή ριζική –πιστεύω- της ελληνικής κοινωνίας. Τι συνέβη;

Το ’50 η Ελλάδα ήταν μία χώρα εντελώς ασταθής. Ήταν μία χώρα η οποία ήταν ταυτόχρονα  προπύργιο του λεγόμενου ελεύθερου κόσμου, κατεστραμμένη και πάμπτωχη δίχως και να μπορεί να αναπτύξει αυτόνομες  άρχουσες τάξεις, οι οποίες θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν το καθεστώς.

Έτσι, η πρώτη δουλειά του κράτους, την εποχή εκείνη, με τα λεφτά τα οποία έπαιρνε από το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν να αποκαταστήσει τις εσωτερικές, ταξικές και κοινωνικές ισορροπίες. Τι έκανε δηλαδή;

Από τη μια μεριά, χρηματοδοτούσε αφειδώς τους ημετέρους, οι οποίοι αποτελούσαν την σπονδυλική στήλη του νέου κυρίαρχου  συστήματος, και αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους εφοπλιστές, και δεύτερον και κυρίως, αποκατέστησε όλα τα νέα στρώματα που είχαν αναπτυχθεί εκείνη την εποχή, δηλαδή τους μαυραγορίτες, τους δοσίλογους, για να τους καταστήσει συμμέτοχους του νέου συστήματος.

Από τη μία μεριά, λοιπόν, η άρχουσα τάξη δέχθηκε να έχει καθαρά συμβιωτικές σχέσεις με το μετεμφυλιακό  καθεστώς, που είχε αναπτυχθεί ως δορυφόρος του αμερικανικού συστήματος. Από την άλλη μεριά, πολύ σημαντικότερο ίσως, ήταν το γεγονός ότι και η μικρή αστική τάξη που είχε διαλυθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου και κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης, ανασυγκροτήθηκε με άμεση παρέμβασης του κράτους, είτε μέσα από τη δημιουργία πελατειακών πλεγμάτων που οδηγούσαν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της παλιάς  Δεξιάς, μέσα στο κοινωνικό σύστημα, είτε με την παροχή μικροπιστώσεων ή ευνοιών σε ένα ευρύτερο σύστημα μικρομεσαίων που και αυτό καλούνταν να υπηρετήσει την σπονδυλική μικροαστική στήλη του νέου συστήματος.

Αυτά έγιναν λοιπόν, στη δεκαετία του ‘50, και αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που ενοχοποιούνται, για όλα τα νοσηρά και παρεκκλίνοντα  χαρακτηριστικά της κοινωνίας σήμερα:

Μιλάμε για πελατειακές σχέσεις, μιλάμε για διαφθορά, μιλάμε για περίεργη και άτυπη σχέση ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος, μιλάμε για ανεπαρκή χωρισμού μεταξύ κοινωνίας και κράτους.

Όλα αυτά τα οποία υποτίθεται συγκροτούν τα αίτια και τις δυσκολίες προσαρμογής της ελληνικής πραγματικότητας στο παγκόσμιο σύστημα, βρίσκονται εκεί, και είναι δύσκολο να ανατραπούν, ήδη από τη δεκαετία του ’50.

Τώρα, το ζήτημα που τίθεται είναι, ότι όλα αυτά καθώς φαίνεται, δεν οδηγούν σε πιθανότητα εσωτερικής ανάπτυξης.

Το γεγονός ότι ο ελληνικός καπιταλισμός, μεταπολεμικά, δεν στηρίχτηκε σε μία εσωτερική συσσώρευση κεφαλαίου πάνω στη βάση της μισθωτής εργασίας, οδηγεί σε πρόβλημα.

Είναι, δε, γεγονός, ότι ακόμα και σήμερα, εκείνοι που δουλεύουν για δικό τους λογαριασμό, είναι ακόμα απείρως περισσότεροι, αναλογικά με ότι συμβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα.

Οι μισθωτοί δεν ξεπερνάνε τα δύο τρία του πληθυσμού, την ίδια στιγμή που το 1/3 είναι ακόμα αυτοαπασχολούμενοι. Αντίθετα στην Ευρώπη, οι μισθωτοί είναι 85 με 90%  του πληθυσμού.

Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που επιμένει να λειτουργεί αυτόνομα.

Κάτι τέτοιο, εκ πρώτης όψεως, θα έπρεπε να οδηγεί σε αναπτυξιακές δυσκολίες. Δεν συνέβη, όμως. Από το 1955 και πέρα, η ανάπτυξη στην Ελλάδα, υπήρξε ταχύτατη από πολλές απόψεις, και κυρίως σε ότι αφορά τις μορφές κατανάλωσεις των νοικοκυριών. Για 20 χρόνια ήταν η ταχύτερη, στην Ευρώπη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.).

Κι αυτό συμβαίνει, ουσιαστικά, μέχρι σχεδόν το 2008, όπου η ανάπτυξη συνεχίζεται ακάθεκτη.

Με αυτή την έννοια, λοιπόν, έχουμε ένα παράδοξο κοινωνικό υβρίδιο. Ένα σύστημα που δεν λειτουργεί όπως θα «όφειλε», και το οποίον μπορεί να αναπαράγεται πάνω στη βάση μιας εντελώς άτυπης μορφής καταμερισμού της εργασίας, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε συμπεριφορές, στρατηγικές και αξίες, οι οποίες δεν είναι εκείνες που τυπικά ισχύουν σε άλλες καπιταλιστικές χώρες του Καπιταλιστικού Κέντρου.

Εδώ, πιστεύω, βρίσκεται το μυστικό, ότι την ίδια στιγμή που η Ελλάδα επιμένει να μπορεί να αναπτύσσεται άτυπα, με βάση τις δικές της ειδικές ιστορικές προδιαγραφές, την ίδια αυτή στιγμή, γίνεται η κρίση, και η Ευρώπη έχει ήδη αλλάξει προς την κατεύθυνση μιας μη αλληλέγγυας Ευρώπης, η οποία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να υπακούει στα κελεύσματα των ελεύθερων αγορών της παγκόσμιας κλίμακας.

Σε αυτό το σημείο πιστεύω ότι βρίσκεται η αντινομία και η συγκεκριμένη ιστορική αιτία που οδηγεί την Ελλάδα στο να υφίσταται τις συνέπειες της κρίσης πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης.

Αυτό λίγο πολύ είναι το περίγραμμα μέσα στο οποίο αναπτύσσω τις θέσεις μου, και στα πλαίσια αυτά επιχειρώ επίσης να καταγγείλω όλες τις ιδεολογικές στρεβλώσεις στην Ελλάδα και εκτός Ελλάδας, που τείνουν να ερμηνεύουν αυτή την πραγματικότητα με βάση μια ρατσιστική, ή εν πάση περιπτώσει, μία κουλτουραλιστική ερμηνεία των Ελλήνων, ως εάν οι Έλληνες φταίνε, ως εάν οι Έλληνες υποφέρουν από εντελώς διαφορετικά σύνδρομα σε σχέση με την Ευρώπη, και ως εάν οι Έλληνες, πρέπει να μάθουν επιτέλους να συμπεριφέρονται, όπως συμπεριφέρονται και όλοι οι άλλοι.

Αυτή η δογματική – μοραλιστική τοποθέτηση, είναι για μένα εντελώς εσφαλμένη αλλά και επικίνδυνη, και επίσης αποπροσανατολιστική.

Ο τρόπος με τον οποίον θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η κρίση από τους Έλληνες και από την Ελλάδα, πρέπει να λάβει υπόψιν ταυτόχρονα, τις ειδικές μορφές με τις οποίες αναπτύχθηκε η Ελληνική κοινωνία, αλλά και τις ειδικές εξελίξεις της Ευρωπαϊκής ένωσης.

Το πάντρεμα των δύο αυτών –αν θέλετε- ασύμβατων εξελίξεων, είναι εκείνο το οποίο θα πρέπει να μπορεί να ξεπεραστεί.

Δεν ξέρω πώς, δεν έχω την πρόθεση να υποδείξω λύσεις, απλώς, αναλύοντας ή επιχειρώντας να αναλύσω τις συνιστώσες της κρίσης, πιστεύω, ότι είναι δυνατόν να βρεθούμε όλοι κοντύτερα μπροστά στη συνείδηση των ορίων μέσα στα οποία πρέπει να κινηθούμε.

Κρ.Π.: Μέσα από αυτή την ανάλυση, τα δικά σας συμπεράσματά σχετικά με το πώς θα πρέπει να κινηθούμε, ποιά είναι;

Κ.Τσ.: Δεν πιστεύω ότι είναι δυνατόν να υπάρξουνε λύσεις με απομόνωση. Μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο σύστημα που ο καταμερισμός εργασίας είναι πλέον δεδομένος παγκοσμίως, η οποιαδήποτε επιλογή πλήρους απομόνωσης είναι καταλυτική. Δεν μπορεί να πάει κανείς μόνος του να βρει έναν δρόμο, ο οποίος θα αποσπά την Ελλάδα από το παγκόσμιο σύστημα.

Αυτό δεν γίνεται. Δεν γίνεται εκ των πραγμάτων. Ούτε είναι δυνατόν να σκεφτούμε ότι μπορούμε να συμμαχήσουμε π.χ. με το Μπαγκλαντές, ή με άλλες χώρες της Νοτίου Αφρικής.

Υπάρχει αυτή τη στιγμή, μία δεδομένη γεωπολιτική και γεωπολιτιστική κοινότητα στην Ευρώπη, στην οποία εδώ και πολλά χρόνια μετέχουμε, και η οποία αποτελεί και το μόνο –πιστεύω- σύστημα συλλογικών αναφορών, μέσα στο οποίο μπορούμε να κινηθούμε.

Γι’ αυτό ακριβώς, πιστεύω, ότι το μέλλον της Ελλάδας, συναντάται από την συνάντηση της μεταβολής των εν Ελλάδι ισχυόντων και της μεταβολής των Ευρωπαϊκών πρακτικών.

Δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα, αλλά μόνο μέσα στην Ευρώπη μπορούμε να ελπίζουμε ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Διότι, η Ευρώπη είναι και η μόνη περιοχή παγκοσμίως, όπου εξακολουθούν να ισχύουν –τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως- οι μεγάλες αρχές του Διαφωτισμού, με τις οποίες είμαστε και εμείς διαποτισμένοι.

Κι όταν λέω «αρχές του Διαφωτισμού» δεν εννοώ μόνο την ελευθερία και τη δημοκρατία, αλλά εννοώ επίσης και την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως και την κοινωνική αλληλεγγύη, όπως και το μέλημα να προτάσσεται αυτής καθ’ εαυτής της οικονομικής ανάπτυξης ή διόγκωσης, το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ανακατανομής του πλούτου υπέρ των αδυνάτων. Αυτό, εάν δεν συμβεί και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, δεν μπορούμε να ελπίζουμε, ότι τα πράγματα θα πάνε προς το καλύτερο.

Και εδώ, τίθεται και το θέμα, των φόβων που υπάρχουν για κοινωνικές εκρήξεις. Είναι τέτοια η καταλυτική κατάρρευση του ελληνικού κοινωνικού συστήματος, που τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Για πρώτη φορά μετά το 1950, φτάνουμε σε ανεργία του 30%, και όπως διάβαζα χτές, οι άστεγοι έχουν φτάσει στις 24000, και οι οποίοι δεν είναι ξένοι, είναι Έλληνες που έχουν χάσει τη δουλειά τους και έχουν χάσει τη δυνατότητα να διατηρούν ένα σπίτι, μέσα στο οποίο να μπορούν να επιζούν, συγχρόνως το εθνικό εισόδημα πέφτει με ραγδαίους ρυθμούς, και αμφιβάλλω πάρα πολύ εάν τα χρήματα τα οποία ήρθαν από το εξωτερικό αυτή τη στιγμή, θα επισπεύσουν την τόνωση της οικονομίας ώστε να επιστρέψουνε στο δρόμο της ανάπτυξης και της προόδου.

Όλα αυτά, δείχνουν ότι τα κοινωνικά αδιέξοδα είναι τόσο μεγάλα ώστε να επίκεινται –ίσως- κοινωνικές εκρήξεις των οποίων ο έλεγχος είναι, αν όχι αδύνατος, τουλάχιστον δύσκολο να προσδιοριστεί, όσον αφορά την κατεύθυνσή του. Εδώ ακριβώς είναι και το δίλλημα και το πρόβλημα. Κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι θα γίνει, επίσης δεν μπορούμε να προτείνουμε λύσεις, και κυρίως, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το τι πρέπει να γίνει, ακόμα και για το τι θα έπρεπε να θέλουμε…

Στο πλαίσιο αυτό, βρισκόμαστε και πάλι στο σημείο μηδέν, και πιστεύω ότι μονάχα με ριζικές ανατροπές στον τρόπο με τον οποίον οργανωνόμαστε και στον τρόπο με τον οποίον σκεφτόμαστε, είναι δυνατόν να μιλήσουμε.

Κρ.Π.: Η ΕΕ, δεν αντιμετωπίζει την ελληνική κρίση σαν σύμπτωμα μιας γενικευμένης κρίσης που την αφορά, ώστε να προσπαθεί να αλλάξει και η ίδια. Πώς η Ελλάδα έχει μέλλον, ως μέλος ενός νοσηρού συστήματος, εάν και το ίδιο αυτό σύστημα (η ΕΕ), δεν αποδεχτεί την νοσηρότητά του, ώστε να προσανατολιστεί να το αλλάξει; Μήπως, λοιπόν, η λύση για εμάς, θα ήταν να απαλλαγούμε από  αυτό;

Κ.Τσ.: Όχι δεν είναι αυτή η λύση. Εάν μιλούσαμε για μία επιλογή εκούσιας απομόνωσης από ολόκληρο το Ευρωπαϊκό σύστημα, τότε θα είχα πολλές αμφιβολίες για το κατά πόσον αυτό το σύστημα ιδεών, πράξεων και πολιτικών θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία καλυτέρευση, ή θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω κατολίσθηση μιας ήδη καταπελτώδους αποτυχίας του ελληνικού, πια, συστήματος.

Και για να γυρίσω σε αυτό που λέγαμε πριν, η Ελλάδα, δεν είναι μόνη της κατά τούτο:

Τα συμπτώματα στην Ελλάδα, ακολουθούνται και αλλού. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη, αυτό το οποίο ονομάζουμε «Ευρωπαϊκός νότος», δηλαδή, η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, ακόμα ενδεχομένως και το Βέλγιο, ή η Σλοβενία, κλπ., όλοι αυτοί, βρίσκονται υπό το πέλμα μιας συνεχούς κατολίσθησης. Αυτό απειλεί την εσωτερική συνοχή της Ευρώπης. Απειλεί, δε, να διαλύσει την Ευρώπη, πάνω στη βάση πολύ ευρύτερων αναταράξεων από αυτές που έχει σήμερα.

Με αυτή την έννοια, λοιπόν, δεν πιστεύω ότι τα παιχνίδια έχουν παιχτεί. Η ιστορία, πάντα, επιφυλάσσει εκπλήξεις.

Η Ευρώπη δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί πάνω στη βάση αυτής της νεοφιλελεύθερης και άκριτα νεοφιλελεύθερης –θα ‘λεγα- δογματικής αντιμετώπισης, του οικονομικού γίγνεσθαι. Είναι υποχρεωμένη ν’ αλλάξει. Δεν ξέρω αν θα αλλάξει με ορισμένους αναστεναγμούς, ή μετά από κραυγές, υπό το κράτος των οποίων θα καταρρεύσει. Εκείνο που φαίνεται, επί του παρόντος τουλάχιστον, είναι ότι τα ελληνικά συμπτώματα μεταφυτεύονται μέρα με τη μέρα αλλού.

Στην Εισαγωγή στο Κεφάλαιο του Μαρξ, ο οποίος αποτείνεται στους Γερμανούς αναγνώστες, ενώ αναφέρεται στη Μεγάλη Βρετανία, τελειώνει λέγοντας:  “Μιλάμε για το δικό σου μέλλον, μιλάμε για την δική σου ιστορία”… Αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα, μιλάνε, ίσως, για την μελλοντική ιστορία της Ευρώπης.

Δεν είναι δυνατόν να απομονωθεί το θέμα των ριζικών, των δομικών συμπτωμάτων που οδηγούν την Ελλάδα σε κατάρρευση, από ότι θα συμβεί, αύριο, αλλού.
Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, οδηγείται μηχανικά, και θα έλεγα νομοτελειακά, προς την επαύξηση των εσωτερικών του αντιφάσεων. Και γι’ αυτό ακριβώς, δεν είμαστε μόνοι μας!

Αν δεν είμαστε μόνοι μας, βεβαία, δεν οφείλεται, ότι έχουμε συμμάχους. Οφείλεται στο γεγονός, ότι αυτά που συμβαίνουν εδώ, προοιωνίζουν εκείνα που πολύ πιθανόν θα συμβούν και αλλού. Και εδώ ακριβώς, βρίσκεται η ελπίδα. Ό,τι το σύστημα δεν μπορεί να επιβιώσει έτσι. Το σύστημα είναι υποχρεωμένο να βρει λύσεις, οι οποίες θα αντισταθμίσουν τις σημερινές στάσεις.

Το σύστημα είναι υποχρεωμένο, προκειμένου να επιβιώσει, να συμβιβαστεί με μία νέα μορφή κοινωνικών εκρήξεων, οι οποίες θα ανατρέψουν τις πολιτικές και κοινωνικές συντεταγμένες, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Κρ.Π.: Tο επόμενο βιβλίο σας, δηλαδή, θα μπορούσε πιθανά να έχει και τον τίτλο: «The European Tragedy»;

K.Tσ.: Εύχομαι όχι. Να μην χρειαστεί.-
 

image
Info
Oι Εκδόσεις Θεμέλιο θα παρουσιάσουν το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, «Ελλάδα της λήθης και της αλήθειας» Από τη μακρά εφηβεία στη βιαία ενηλικίωση, την Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012, στην Στοά του Βιβλίου, Πεσμαζόγλου 5 και Σταδίου, Αρσάκειο Μέγαρο, ώρα 12μμ.

Για το βιβλίο θα μιλήσουν:

Τάκης Καφετζής, πολιτικός επιστήμων, αν. καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Αντώνης Λιάκος, ιστορικός, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Γιώργος Σταθάκης, οικονομολόγος, καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ
Την εκδήλωση θα συντονίσει ο δημοσιογράφος Παύλος Τσίμας