Από τις ταινίες του βωβού κινηματογράφου, μέχρι τη σημερινή εποχή με τα εντυπωσιακά οπτικοακουστικά εφέ και τη χρήση της τρισδιάστατης τεχνολογίας (3D), η Έβδομη Τέχνη έχει εξελιχθεί ραγδαία. Η μαγεία όμως της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, παραμένει διαχρονική και ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου. Στο σημερινό μας θεματικό αφιέρωμα στην Κινηματογραφική Στήλη του Tvxs.gr παρουσιάζουμε ενδεικτικά 12 αγαπημένα ασπρόμαυρα φιλμ, τα οποία κυκλοφορήσαν στις Αίθουσες τον 21ο αιώνα.

Ads

Στο πρώτο μέρος του Αφιερώματος «12 ασπρόμαυρα κινηματογραφικά αριστουργήματα του 21ου αιώνα» είδαμε αναλυτικά τα εξής αξιόλογα φιλμ:

  • Καληνύχτα, και Καλή Τύχη (Good Night, and Good Luck – 2005) του Τζορτζ Κλούνεϊ
  • «La Antena» (The Aerial – 2007) του Εστεμπάν Σαπίρ
  • «Λευκή Κορδέλα» (White Ribbon – 2009) του Μίκαελ Χάνεκε
  • «Το Άλογο του Τορίνο» (The Turin Horse / A torinói ló – 2011) του Μπέλα Ταρρ
  • «The Artist» (2011) του Μισέλ Χαζαναβίσιους
  • Χιονάτη (Blancanieves – 2012) του Πάμπλο Μπεργκέρ

Στο δεύτερο μέρος, συνεχίζουμε το ταξίδι μας σε χαρακτηριστικές και αγαπημένες ασπρόμαυρες δημιουργίες, με ακόμη έξι σπουδαίες ταινίες:

«Frances Ha» (2012)
Σκηνοθεσία: Νόα Μπάουμπαχ

image

Ads

Η Φράνσις (Γκρέτα Γκέργουικ) ζει στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν έχει διαμέρισμα. Η Φράνσις βοηθάει σε μια ακαδημία χορού, αλλά δεν είναι χορεύτρια. Η Φράνσις έχει μια καλή φίλη, τη Σόφι, αλλά δε μιλάνε πια μεταξύ τους. Η ηρωίδα μας ρίχνεται με ορμή στα όνειρά της, ακόμα κι όσο η πραγματικότητα της δείχνει να μην το κάνει. Η Φράνσις θέλει πολύ περισσότερα από αυτά που έχει, ζώντας τη ζωή της με ελαφρότητα, αλλά και ασύδοτη χαρά.

Με ξεναγό την απολαυστική Γκρέτα Γκέργουικ, ταξιδεύουμε στη Νέα Υόρκη σε ασπρόμαυρο φόντο. Ευχάριστο, με γρήγορους διαλόγους και καλό σενάριο, δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το φιλμ του Νόα Μπάουμπαχ, θυμίζει παλιό, καλό Γούντι Άλεν. Με την πολύτιμη σεναριακή συνεργασία της Γκρέτα Γκέργουιγκ, της υπέροχης indie queen πρωταγωνίστριάς του, το «Frances Ha» είναι ένα γλυκύτατο και ακαταμάχητο φιλμ πάνω στις ελπίδες και τις διαψεύσεις μιας ονειροπαρμένης 27χρονης που προσπαθεί να βρει νόημα στην ενήλικη ζωή της και παράλληλα να επιβιώσει σε μια σημερινή, ασπρόμαυρη Νέα Υόρκη.

image

Χιούμορ και πνευματώδεις διάλογοι, παιχνιδιάρικη διάθεση και καταστάσεις που μοιάζουν μία μόλις ανάσα από την αληθινή ζωή, είναι μερικοί μόνο λόγοι που υπόσχονται να μετατρέψουν το φιλμ σε μία από τις ταινίες που θα θυμόμαστε για καιρό. Ένα σύγχρονο κωμικό παραμύθι στο οποίο ο Νόα Μπάουμπαχ εξερευνά τη Νέα Υόρκη, τη φιλία, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη φιλοδοξία, την αποτυχία, αλλά και τη λύτρωση…

«Χαμένος Παράδεισος» (Tabu – 2012)
Σκηνοθεσία: Μιγκέλ Γκόμεζ

image

Η Πιλάρ περνά τα πρώτα χρόνια της σύνταξης της, προσπαθώντας να διορθώσει τον κόσμο και φροντίζοντας για ένα πολύ δύσκολο έργο στις μέρες μας, τις ενοχές των άλλων. Συμμετέχει σε αγρυπνίες για την ειρήνη, συνεργάζεται με καθολικές κοινωνικές ομάδες παρέμβασης, κατεβάζει κι ανεβάζει συνεχώς έναν πίνακα από τον τοίχο της, για να μη πληγώσει τα συναισθήματα του φίλου που της τον χάρισε. Περισσότερο από όλα όμως, την προβληματίζει η μοναξιά της γειτόνισσας της, Αουρόρα, μια εκκεντρική κι ευέξαπτη ογδοντάχρονη, που πηγαίνει στο καζίνο μόλις βρίσκει λίγα λεφτά, μιλά συνεχώς για την κόρη της που απ’ ότι δείχνει δε θέλει να τη δει, έχει συνεχή hangover από τα αντικαταθλιπτικά που παίρνει και υποψιάζεται ότι η υπηρέτρια της Σάντα ασκεί βουντού επάνω της.

Για τη Σάντα δε γνωρίζουμε πολλά, δε μιλάει πολύ, ακολουθεί εντολές και θεωρεί ότι ο καθένας πρέπει να κοιτάει τη δουλειά του. Πηγαίνει σε νυχτερινό σχολείο και τα βραδιά διαβάζει το Ροβινσώνα Κρούσο στον καναπέ καπνίζοντας. Η Αουρόρα θα ζητήσει κάτι περίεργο και οι άλλες δύο γυναίκες θα ενώσουν τις δυνάμεις τους για να τη βοηθήσουν. Θέλει να συναντήσει έναν άντρα, τον Τζιανλούκα Βεντούρα, κάποιον που κανείς δε γνώριζε την ύπαρξη του μέχρι εκείνη τη μέρα. Η Πιλάρ και η Σάντα θα ανακαλύψουν ότι είναι υπαρκτό πρόσωπο, αλλά όχι σώφρον. Ο Βεντούρα έχει μια κρυφή συμφωνία με την Αουρόρα και μια ιστορία να διηγηθεί, που συνέβη 50 χρόνια πριν, λίγο πριν τον Πορτογαλικό αποικιακό πόλεμο. Ξεκινάει ως εξής: «Η Αουρόρα είχε μια φάρμα στην Αφρική, στους πρόποδες του όρους Ταμπού…»

image

O «Χαμένος Παράδεισος» (Tabu – 2012), είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία, του Πορτογάλου σκηνοθέτη, Μιγκέλ Γκόμεζ. Έκανε παγκόσμια πρεμιέρα, τον Φεβρουάριο του 2012, στο 62ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου και απέσπασε το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Στη χώρα μας, προβλήθηκε για πρώτη φορά, τον Νοέμβριο του 2012, στο Τμήμα Νέοι Ορίζοντες, του 53ου Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε το ασπρόμαυρο αριστούργημα του Μιγκέλ Γκόμεζ, μία πραγματικά μαγική ταινία που συγκαταλέγεται αναμφισβήτητα, στις κορυφαίες στιγμές της συγκεκριμένης κινηματογραφικής σεζόν.

«Νεμπράσκα» (Nebraska – 2013)
Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Πέιν

image

Ένας φτωχός ηλικιωμένος που ζει στη Μοντάνα επιμένει να το σκάει από το σπίτι του, με απώτερο σκοπό να πάει στη Νεμπράσκα για να εισπράξει τα χρήματα από ένα τζακ ποτ που νομίζει πως έχει κερδίσει. Η οικογένειά του, αγανακτισμένη από την άνοιά του που καθημερινά επιδεινώνεται, συζητά το ενδεχόμενο να τον βάλουν σε κλινική. Τη λύση προσπαθεί να δώσει ένας από τους δύο γιους του, ο οποίος προσφέρεται να πάει τον πατέρα του στη Νεμπράσκα με το αμάξι του, παρότι καταλαβαίνει τη ματαιότητα του όλου εγχειρήματος. Καθ’ οδόν, ο πατέρας του θα έχει ένα ατύχημα, κι έτσι οι δυο τους θα πρέπει να μείνουν μερικές μέρες στη μικρή, παρηκμασμένη πόλη της Νεμπράσκα όπου γεννήθηκε ο πατέρας, κι όπου, υπό το άγρυπνο βλέμμα του γιου του, θα βρεθεί απέναντι στο παρελθόν του…

image

Ένα υπέροχο road movie, που παρουσιάζεται υπό τη σκηνοθετική ματιά του Αλεξάντερ Πέιν. Η ταινία θυμίζει σε σημεία το επίσης ιδιαίτερο «The Straight Story» (1999) του Ντέιβιντ Λιντς. Όμως εδώ η επιλογή του ασπρόμαυρου φιλμ μοιάζει κάτι παραπάνω από ιδανική για τον ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη.

«Θεωρούσα ότι ήταν η σωστή επιλογή για την ταινία, γιατί έτσι τη διάβασα και τη φαντάστηκα. Πάντα ήθελα να κάνω μια ασπρόμαυρη ταινία, είναι τόσο όμορφες. Αυτή η μικρή και λιτή ιστορία προσφερόταν για απλό και ευθύ στυλ, όπως οι ζωές των ανθρώπων της.» – Αλεξάντερ Πέιν

Η εικόνα και η υφή προέκυψε μετά από αμέτρητες δοκιμές που έκανε ο διευθυντής φωτογραφίας Φαίδων Παπαμιχαήλ με τον Πέιν: «Θέλαμε εκείνο το ασπρόμαυρο που θα ήταν σωστό για την ταινία. Καταλήξαμε σε κάτι όχι πολύ στυλιζαρισμένο, αλλά με υψηλό κοντράστ που θα υποστήριζε τη διάθεση της ταινίας. Το ίδιο σημαντική ήταν η απόφαση να γυρίσουμε με αναμορφικούς φακούς, που θα απέδιδαν άψογα τα αχανή τοπία, τη δύναμη του ορίζοντα και την αίσθηση των κοινοτήτων των πολιτειών αυτών.»

image

Ειδική μνεία οφείλουμε να κάνουμε στους δύο βετεράνους ηθοποιούς Μπρους Ντερν και Τζουν Σκουίμπ, που με τις ερμηνείες τους ανεβάζουν επίπεδο την ταινία του Πέιν και ακροβατούν ιδανικά πάνω σε ένα γλυκόπικρο και σε σημεία συγκινητικό σενάριο. Δύο ερμηνείες που δικαίως χάρισαν και στους δύο ηθοποιούς από μία υποψηφιότητα τόσο στις Χρυσές Σφαίρες, όσο βέβαια και στα Όσκαρ, όπου το φιλμ είχε συνολικά έξι υποψηφιότητες.

«Ida» (2013)
Σκηνοθεσία: Πάβελ Παβλικόφσκι

image

Βρισκόμαστε στην Πολωνία του 1962. Η Άννα (Αγκάτα Τσεμπουκόφσκα / Agata Trzebuchowska), μία ορφανή μαθητευόμενη καλόγρια μεγαλώνει στο μοναστήρι. Όταν πια έχει έρθει ο καιρός να ορκιστεί και επίσημα καλόγρια, η Ηγουμένη την ενημερώνει ότι θα πρέπει πρώτα να συναντήσει το μόνο εν ζωή συγγενικό της πρόσωπο, δηλαδή την θεία της Wanda.

Πρώην σπουδαία εισαγγελέας του καθεστώτος η Wanda (Αγκάτα Κούλεζα / Agata Kulesza), είναι η αδερφή της μητέρας της Άννας, η οποία είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από την ίδια και της αποκαλύπτει μεταξύ άλλων ότι είναι Εβραία και πως το πραγματικό της όνομα είναι Ida.

image

Η αποκάλυψη αυτή ωθεί την Άννα – τώρα πλέον  Ida – να ανατρέξει στο παρελθόν για να βρει τις ρίζες της και να αντιμετωπίσει την αλήθεια για την οικογένειά της. Η ηρωίδα μας θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην ταυτότητα με την οποία μεγάλωσε και τη θρησκεία που την έσωσε από τις θηριωδίες των ναζί κατά τη γερμανική κατοχή στην Πολωνία.

Παράλληλα όμως και η Wanda θα πρέπει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της, τις αναμνήσεις της και να βρεθεί ενώπιος ενωπίω με τις επιλογές που έκανε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν επέλεξε την πίστη στο κράτος αντί για την οικογένειά της. Οι δύο γυναίκες ξεκινούν μαζί ένα οδοιπορικό στον χρόνο, αλλά και στον χώρο της Πολωνίας, φέρνοντας στην επιφάνεια καταστάσεις και εγκλήματα πολέμου που έμειναν για χρόνια στο περιθώριο…

image

«H «Ida» είναι μια ταινία για την ταυτότητα, την οικογένεια, την πίστη, την ενοχή, τον σοσιαλισμό και τη μουσική. Ήθελα να κάνω μια ταινία για την ιστορία, η οποία δεν θα ήταν ιστορική. Μια ηθική, αλλά όχι διδακτική ταινία. Ήθελα να πω μια ιστορία στην οποία ο καθένας «έχει τους λόγους του», μια ιστορία πιο κοντά στην ποίηση παρά στην αφήγηση. Περισσότερο απ’ όλα όμως, ήθελα να αποστασιοποιηθώ από τη συνήθη ρητορική του Πολωνικού Κινηματογράφου. Η Πολωνία στην «Ida» παρουσιάζεται από έναν “αουτσάιντερ”, φιλτραρισμένη μέσα από τη προσωπική μνήμη και το συναίσθημα, τους ήχους και τις εικόνες της παιδικής ηλικίας…» – Πάβελ Παβλικόφσκι (Pawel Pawlikowski)

Το φιλμ «Ida» του Πάβελ Παβλικόφσκι (Πολωνία – 2013), είναι ουσιαστικά ένα υπέροχο όσο και οδυνηρό ταξίδι αναζήτησης της αλήθειας. Η Άννα γίνεται η Ida και μαζί με τη θεία της Wanda, ψάχνουν για τα χαμένα ίχνη της οικογένειά τους, με σκοπό να ανακαλύψουν ποιες είναι, αλλά και που ανήκουν πραγματικά.

image

Ο Πολωνός δημιουργός Πάβελ Παβλικόφσκι (Pawel Pawlikowski) με εμπειρία στον χώρο του ντοκιμαντέρ, μας παρουσιάζει την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του. Ο σκηνοθέτης που το 2000 κέρδισε τον Χρυσό Αλέξανδρο αλλά και το Βραβείο FIPRESCI στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης με την ταινία του «Last Resort», επιστρέφει στην πατρίδα του την Πολωνία για πρώτη φορά στην καριέρα του, για να καταπιαστεί με κάποια από τα πιο επίμαχα ζητήματα στην ιστορία της χώρας του.

Ο Παβλικόφσκι καταπιάνεται με το τι έγινε μεταξύ Πολωνών Καθολικών και Εβραίων κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία «Ida» πραγματεύεται το θέμα της προσωπικής ταυτότητας και των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που συχνά τη διαμορφώνουν. Ο Πολωνός δημιουργός, επιλέγει εδώ να γυρίσει την ταινία του «Ida» σε άσπρο και μαύρο και σε ανάλυση 1.37:1 δηλαδή το σχεδόν τετράγωνο κάδρο του κλασσικού κινηματογράφου, επιτυγχάνοντας έτσι να μας μεταφέρει πίσω στην Πολωνία της δεκαετίας του ’60.

«Ένα Κορίτσι Γυρίζει Σπίτι Μόνο του τη Νύχτα» (A Girl Walks Home Alone at Night – 2014)
Σκηνοθεσία: Άνα Λίλι Αμιρπούρ

image

Μία πρωτότυπη σύνθεση, αλλά κι ένας αρμονικός συνδυασμός διαφορετικών κινηματογραφικών ειδών – από το γουέστερν, μέχρι τις ταινίες τρόμου – ο οποίος αποδίδεται ιδανικά σε ασπρόμαυρο φόντο, υπό τους ήχους ενός προσεγμένου μουσικού σκορ.

Το φιλμ «Ένα Κορίτσι Γυρίζει Σπίτι Μόνο του τη Νύχτα» αποτελεί το πρώτο ιρανικό γουέστερν με βρυκόλακες, και ουσιαστικά είναι μια ιστορία αγάπης για δύο βασανισμένες ψυχές σε μια απομονωμένη ιρανική πόλη – φάντασμα που ονομάζεται “Bad City”, όπου ένα μοναχικό βαμπίρ καταδιώκει τους πιο διεφθαρμένους κατοίκους της. Γεμάτο πολλαπλές αναφορές και συστατικά που κλείνουν το μάτι σε διάφορα ετερόκλητα κινηματογραφικά είδη, το εντυπωσιακό αυτό κινηματογραφικό «Κορίτσι» παντρεύει το γουέστερν, με τον τρόμο και το Ιρανικό Νέο Κύμα. Παράλληλα όμως δεν σταματάει λεπτό να ντύνει τη φαντασία με ασπρόμαυρες εικόνες και να χορεύει ξέφρενα σε ρυθμούς ροκ και τέκνο,  σε μια φιλμική αποκάλυψη που πίνει αίμα, οδηγεί πατίνι και προσφέρει μία γνήσια κινηματογραφική ψυχαγωγία…

image

Περίεργα πράγματα πρόκειται να συμβούν σύντομα στην «Κακιά Πόλη». Πρόκειται για μία Ιρανική πόλη-φάντασμα που φιλοξενεί πόρνες, τοξικομανείς, μαστροπούς, περίεργα πλάσματα της νύχτας και άλλες βασανισμένες ψυχές. Ένα ιδιότυπο προπύργιο διαστροφής και απελπισίας. Εκεί, στα βάθη της Μέκκας της αμαρτίας κατοικεί κι ένα μοναχικό βαμπίρ (το ερμηνεύει υπέροχα η Σίλα Βαντ – Sheila Vand).

Μόνο που δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο βαμπίρ σαν όλα τα υπόλοιπα, αλλά για ένα νεκροζώντανο κορίτσι που παραμονεύει στις σκιές και παρακολουθεί τις ζωές των πιο ανήθικων ψυχών που περιφέρονται στην πόλη. Όταν το κορίτσι γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο του Arash (Αράς Μαράντι – Arash Marandi), μία ασυνήθιστη ιστορία αγάπης αναμένεται να ανθίσει. Όμως στην «Κακιά Πόλη» τίποτε δεν είναι όπως αρχικά φαίνεται…

image

Η Άνα Λίλι Αμιρπούρ (Ana Lily Amirpour) πραγματοποιεί το σκηνοθετικό της ντεμπούτο στην μεγάλη οθόνη με την ταινία «Ένα Κορίτσι Γυρίζει Σπίτι Μόνο του τη Νύχτα». Ένα φιλμ, που παράλληλα θεωρείται κι ως το πρώτο ιρανικό γουέστερν με βρυκόλακες. Το πρωτότυπο σενάριο της ασπρόμαυρης ταινίας, βασίζεται σ’ ένα κόμικ που έχει γράψει η σκηνοθέτιδα.

Το ολιγομελές καστ απαρτίζουν ουσιαστικά τέσσερις ηθοποιοί: ο νεαρός Αράς Μαράντι (Arash Marandi), ο βετεράνος Μάρσαλ Μάνες (Marshall Manesh) – που στο παρελθόν έχει ερμηνεύσει μικρούς ρόλους σε χαρακτηριστικές ταινίες όπως το “The Big Lebowski” του 1998, αλλά και το “Pirates of the Caribbean: At World’s End” του 2007 – αλλά και η Μοζχάν Μαρνό (Mozhan Marnò – “Charlie Wilson’s War” του 2007). Στον πρωταγωνιστικό ρόλο συναντάμε την ηθοποιό Σίλα Βαντ (Sheila Vand), που το 2012 την είχαμε συναντήσει και στο βραβευμένο με Όσκαρ “Argo” του Ben Affleck.

«Πλευρικοί Άνεμοι» (Risttuules / In The Crosswind – 2014)
Σκηνοθεσία: Μάρτι Χέλντε

image

«Δεν μπορώ να κατανοήσω τι κακό έχουμε κάνει εμείς, οι απλοί άνθρωποι, στην τεράστια Ρωσία. Ένα καθεστώς δεν μπορεί να κλέψει από χιλιάδες ανθρώπους αυτό που πιστεύουν και αγαπούν». Η πρωταγωνίστρια, διωγμένη από την πατρίδα της την Εσθονία και τον σύζυγό της, στέλνεται με χιλιάδες συμπατριώτες της στη Σιβηρία, στο πλαίσιο της εθνοκάθαρσης που διεξήγαγαν οι σοβιετικές δυνάμεις κατοχής το 1941.

Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία. Τα σπαρακτικά γράμματά της ηρωίδας μας, είναι η βάση της αφηγηματικής γραμμής, που συνοδεύεται από καθηλωτικά ασπρόμαυρα tableaux vivants, τα οποία δημιουργούν σεκάνς απίστευτης αμεσότητας. «Τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου πέρασαν σαν ασάλευτα» παρατηρεί.

image

Η ταινία στηρίζεται σε μια συναρπαστική σχέση κίνησης και ακινησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε μονοπλάνο χρειάστηκε περίπου 2-6 μήνες για να ετοιμαστεί και μία μέρα για να γυριστεί. Έτσι προέκυψε αυτό το αριστούργημα.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Εσθονού δημιουργού Mάρτι Χέλντε, είναι ένα μικρό ασπρόμαυρο κινηματογραφικό θαύμα. Ένα φιλμ το οποίο είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε στο διαγωνιστικό τμήμα του 55ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, όπου και απέσπασε δικαίως το Βραβείο Καλλιτεχνικής Επίτευξης.