Χρειάζεται να πάω πολύ πίσω, τότε που ήμουν ακόμη φοιτήτρια…” η συγγραφέας Σόφκα Ζινοβιέφ, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη, βήμα βήμα, την δημιουργική εμπειρία -από την έμπνευση μέχρι το τυπογραφείο- της συγγραφής του βιβλίου με τίτλο: Το σπίτι στην οδό Παραδείσου, ένα μυθιστόρημα, το οποίο βασίζεται στα σημαντικότερα γεγονότα που έχουν σημαδέψει τη Νεώτερη Ιστορία της Ελλάδας.

Ads

…Είχα σπουδάσει Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Cambridge και μετά αποφάσισα τυχαία να ξεκινήσω ένα διδακτορικό σχετικά με την ελληνική κοινωνία. Έτσι από την Αγγλία βρέθηκα στην Ελλάδα και πραγματικά την ερωτεύτηκα και ένιωθα ότι έχω βρει το στοιχείο μου…

Ήταν σε μία τρυφερή ηλικία, που πιστεύω αν γνωρίσει κάποιος μια νέα κουλτούρα, μία νέα γλώσσα, έναν νέο κόσμο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι εγγράφονται όλα αυτά πολύ βαθιά μέσα του, και έτσι έγινε και με μένα.

Έμεινα στο Ναύπλιο. Ήμουν δύο – τρία χρόνια εκεί, διότι είχα επιλέξει το θέμα της διατριβής μου να είναι με θέμα όπως είπα και πριν, την Ελληνική ταυτότητα, αλλά και τον Τουρισμό, δηλαδή, πώς αλλάζει ο κόσμος με τον τουρισμό, πώς βλέπει, για παράδειγμα, ο τουρίστας τον έλληνα και το αντίθετο…

Ads

Τότε, ξεκίνησα να μαθαίνω και την Ελληνική Ιστορία, και άκουσα για πρώτη φορά για τον ελληνικό εμφύλιο. Μου κάνει εντύπωση, ότι ακόμη και σήμερα, όταν μιλάω με φίλους και γνωστούς στην Αγγλία, οι οποίοι είναι οι πιο πολλοί μορφωμένοι, δεν γνωρίζουν τίποτα για τον εμφύλιο, και ειδικά για την ανάμειξη του βρετανικού στρατού.

Από τότε, έμεινε χαραγμένος μέσα μου από τις διηγήσεις των ανθρώπων όλος αυτός ο πόνος από τις πληγές του εμφυλίου, και το ότι κάθε οικογένεια είχε μια ιστορία να πει… Οπότε, αυτό, σαν σπόρος, σαν σκέψη, έμεινε μέσα μου, όμως, δεν ήξερα αν ποτέ, θα γίνει κάτι…

Αλλά, αν σήμερα αναζητήσω τις ρίζες του βιβλίου μου, σε κείνα τα χρόνια θα φτάσω…

Μετά, έφυγα από την Ελλάδα, γνώρισα τον άντρα μου τον Βασίλη που δούλευε στην Ελληνική Πρεσβεία της Μόσχας, ενώ εγώ βρισκόμουν, επίσης, εκεί, διότι είχα ρώσικες ρίζες από τους παππούδες μου, και μετά από δύο χρόνια γυρίσαμε μαζί στην Ελλάδα, παντρεμένοι, και με δύο κόρες. Ήταν πριν έντεκα χρόνια, το 2001.

Ενώ είχα δουλέψει αρκετά σαν δημοσιογράφος και είχα ζήσει σε αρκετές χώρες, στην Αγγλία, στην Ιταλία κλπ, μόλις γύρισα στην Ελλάδα, άρχισα να σκέφτομαι έντονα τη σχέση μου με αυτή τη χώρα, και έγραψα το πρώτο μου βιβλίο που βγήκε το 2004, το Οδός Ευρυδίκης, που ήταν η δική μου άποψη για την Ελλάδα, για τους έλληνες, για τις εμπειρίες μου ως μία ξένη που ζει στην Αθήνα, π.χ. πώς είναι να μεγαλώνεις παιδιά στην Ελλάδα όταν δεν είσαι ελληνίδα και ανάλογα θέματα…

Όμως, πάντα μέσα στο μυαλό μου, είχα την επιθυμία να γράψω ένα μυθιστόρημα για τον εμφύλιο, αλλά εν τω μεταξύ, έγραψα το δεύτερο βιβλίο μου, που ήταν εντελώς διαφορετικό, δηλ. για τη ρωσίδα γιαγιά μου, με τίτλο Η κόκκινη πριγκίπισσα.

Στη συνέχεια, άρχισα να αναρωτιέμαι, αν μπορούσα να κάνω τη μεγάλη… βουτιά να γράψω ένα μυθιστόρημα. Η πρώτη αγάπη μου στο διάβασμα, είναι τα μυθιστορήματα, και είχα πάντα απωθημένο να προσπαθήσω να γράψω ένα μυθιστόρημα. Να πλέξω, δηλαδή, την πραγματικότητα με μια φανταστική ιστορία…

Έτσι, όταν είχα τελειώσει την κόκκινη πριγκίπισσα, άρχισα να μαζεύω υλικό για ένα βιβλίο που στην αρχή δεν ήξερα πώς ακριβώς θα το έγγραφα, αλλά ήθελα να έχει θέμα του και την σύγχρονη Αθήνα, και μία αγγλίδα κάπου μέσα στην ιστορία του, για να έχει και το ξένο στοιχείο και να μιλάει και για τη σχέση Αγγλίας – Ελλάδας, όπως, όμως, και τον εμφύλιο. Δηλαδή, θέματα που είχα προσεγγίσει, από μία άποψη και στην διατριβή μου, πριν πολλά πολλά χρόνια.

Από την άλλη, ήθελα όλα αυτά τα θέματα να τα διαμορφώσω έτσι, ώστε, να υπάρχουν μέσα σε μία ιστορία μιας οικογένειας, να περνούν μέσα από την πολιτική αλλά και από τις συγγένιες, από το… αίμα, από τις σχέσεις, αλλά και την σχέση που μπορεί να έχουν δύο χώρες, ίσως αντιφατική σχέση, όπως πιστεύω είναι η σχέση της Βρετανίας με την Ελλάδα – από τη μία αγάπη και θαυμασμός αλλά από την άλλη αρκετά προβλήματα.

Όταν, λοιπόν, ξεκίνησα, έκανα πολύ έρευνα, μίλησα με πολλούς ανθρώπους που είχαν ζήσει τον εμφύλιο, και τότε με βοήθησε αρκετά ο Στέλιος Κούλογλου, να έρθω δηλ. σε επαφή με ανθρώπους που οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους είχαν ζήσει σε αυτή την ιστορική περίοδο της Ελλάδας. Κι έτσι από τον έναν έβρισκα τον επόμενο… και όλη αυτή η αναζήτηση εξελίχθηκε σε μία πολύ ενδιαφέρουσα, για μένα, εμπειρία.

Μίλησα για παράδειγμα, με πολλές γυναίκες που τώρα είναι 85 χρονών, οι οποίες έχουν ζήσει τρομερά γεγονότα, που ήταν αδύνατον να τα φανταστώ εγώ. Για μένα ήταν μεγάλο το σοκ, όσα περισσότερο ανακάλυπτα, για την ιστορική περίοδο όταν έφυγαν οι Ναζί από την Ελλάδα, και για τα Δεκεμβριανά, τα οποία δεν είχα υπόψιν μου σε βάθος.

Ίσως οι Έλληνες, ειδικά παλιότερα, να τα ήξεραν καλύτερα… αλλά στην Αγγλία, καθόλου. Γι αυτό και μου άρεσε η ιδέα ότι μπορούσα να ανοίξω αυτό το κεφάλαιο, και όντως σήμερα, είναι κάτι που πάρα πολλοί Άγγλοι μου έχουν πει, ότι δεν ήξεραν, δεν είχαν ιδέα τι είχε γίνει, ούτε π.χ. ότι ο αγγλικός στρατός ήταν στην Ελλάδα τότε…

Οπότε, μέσα από αυτή την έρευνα, διάβασα πολύ, μίλησα με πολύ κόσμο, βρήκα πολλούς ανθρώπους που η ζωή τους είχε πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, όπως η Αντιστασιακή Μαχήτρια Μαρία Μπέικου, που πήρα αρκετά στοιχεία από την ιστορία της ζωής της, αλλά και πολλούς άλλους. Ήταν κάτι πολύ συγκινητικό για μένα…

Μετά, έπρεπε να ξεκινήσω το γράψιμο που δεν ήταν -ειδικά στην αρχή- πάρα πολύ εύκολο, αφού μέχρι τότε, μπορεί να είχα γράψει πολλά άρθρα, αλλά δεν είχα γράψει ούτε καν διήγημα, πόσο μάλλον μυθοπλασία: Ήταν η πρώτη φορά που έπρεπε να δημιουργήσω χαρακτήρες, πλοκή… αλλά μετά από κάποια στιγμή άρχισα να το χαίρομαι σαν διαδικασία. Μου έδωσε αυτή η διαδικασία, μία διαφορετική ελευθερία.

Και έτσι, σιγά σιγά προχώρησε, αλλά βέβαια χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να το τελειώσω.

Το θέμα του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από τον εμφύλιο αλλά σαν ανάμνηση… Δηλαδή, η δομή του βιβλίου στηρίζεται στην αφήγηση δύο γυναικών.

Η πρώτη που μιλάει είναι η Μοντ, μία αγγλίδα σαραντάρα, παντρεμένη με έλληνα δημοσιογράφο τον Νικήτα. Ο Νικήτας είναι είκοσι χρόνια μεγαλύτερος και έχει γεννηθεί στη φυλακή, διότι η μητέρα του η Αντιγόνη, ήταν αντάρτισσα και όταν ήταν τριών χρονών τον άφησε και έφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Σοβιετική Ένωση και δεν γύρισε ποτέ…

Στην αρχή του βιβλίου, σκοτώνεται ο Νικήτας σε τροχαίο δυστύχημα, το οποίο περιβάλλεται με ένα μυστήριο, δηλ. η Μοντ δεν μπορεί να καταλάβει τι έχει γίνει, είναι λίγο παράξενα τα πράγματα. Με τον θάνατό του επίσης, πρέπει να επικοινωνήσει με τη μητέρα του, την πεθερά της, που δεν έχει γνωρίσει ποτέ. Έτσι, έρχεται στην Ελλάδα, η Αντιγόνη, 80τόσο χρονών πια, και δημιουργείται ανάμεσά τους σιγά σιγά μία δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα σχέση.

Σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου, μιλάει ή η Μοντ ή η Αντιγόνη.

Η Μοντ θέλει να ανακαλύψει τι συνέβη, διότι καταλαβαίνει ότι δεν γνωρίζει αρκετά για τα παιδικά χρόνια του Νικήτα, ο οποίος μεγάλωσε με την αδελφή της Αντιγόνης, την Αλεξάνδρα, η οποία ήταν δεξιά στις πεποιθήσεις και παντρεμένη με αστυνομικό, όπου διαφαίνεται, πως οι σχέσεις τους ήταν εχθρικές με την μητέρα του Νικήτα. Οπότε, ξεδιπλώνεται μια κλασική περίπτωση οικογενειακής ιστορίας, που χωρίστηκε λόγω του εμφυλίου.

Από την άλλη υπάρχει η σύγχρονη Ελλάδα, τα λεγόμενα Δεκεμβριανά του 2008, καθώς η Μοντ έχει μία κόρη, τη μικρή Αντιγόνη, που τη φωνάζει Τιγκ, η οποία είναι 14ρων χρονών. Επίσης, υπάρχει και ο Ορέστης αναρχικός φοιτητής 25 χρονών, γιος του Νικήτα από τον προηγούμενο γάμο του.

Οπότε, αυτά τα δύο παιδιά, μπλέκονται μέσα στα Δεκεμβριανά του 2008, και έτσι περιγράφεται κατά μία έννοια το παρόν, με κεντρικό άξονα μία οικογένεια που βρίσκεται νέα γενιά, αλλά και η μεσαία γενιά του Νικήτα, η γενιά του Πολυτεχνείου, όπως και η παλιά γενιά του εμφυλίου με την Αντιγόνη, αλλά και η πιο παλιά γενιά, που είναι οι γονείς της Αντιγόνης από την Σμύρνη οι οποίοι, φυσικά, έχουν ζήσει τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής.

Μέσα από αυτές τις τέσσερις γενιές προσπαθώ να δείξω πώς σκέφτεται και πώς μπλέκεται η μία γενιά με την άλλη, ποια κοινά σημεία υπάρχουν ή όχι. Από την άλλη πλευρά υπάρχει και η Αγγλίδα η οποία ναι, μεν, καταλαβαίνει, αλλά από την άλλη, δεν μπορεί να καταλάβει, θέλει να ανακαλύψει αλλά δεν ξέρει τι έχει γίνει… Οπότε, προσπαθώ μέσα από όλα αυτά, να πω ότι πολλές φορές υπάρχει τελικά και το μυστήριο, δηλαδή, δεν ξέρουμε πολλές φορές όλες τις λεπτομέρειες, τι ακριβώς έχει γίνει και στο βιβλίο, όντως, υπάρχει ένα μεγάλο μυστικό, το οποίο αποκαλύπτεται προς το τέλος: Η εξήγηση, δηλαδή, που ψάχνει η Μοντ να βρει, ώστε να καταλάβει γιατί ο Νικήτας ήταν σε πολύ κακή κατάσταση πριν σκοτωθεί στο τροχαίο…

Πιστεύω ότι για τους έλληνες, η ιστορία αυτή θα μπορούσε να ταυτιστεί με πολλές οικογένειες, αφού η αφήγηση μέσα από αυτήν την οικογένεια περιγράφει τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ου αιώνα για την Ελλάδα, ενώ βασίζεται κυρίως στις ανθρώπινες σχέσεις και στις δυσκολίες που είχαν αυτές οι σχέσεις.

Από τη μία ήθελα να κοιτάξω τον πόνο και τις πληγές που έχουν μείνει από το παρελθόν στην Ελλάδα, αλλά από την άλλη να κοιτάξω εξίσου και το παρόν και το μέλλον, με τη νέα γενιά πρωταγωνίστρια, που από μία άποψη δεν καταλαβαίνει τόσο καλά όλα αυτά που έχουν γίνει στο παρελθόν. Έτσι, η μικρή Ντιγκ τελειώνει με τη φωνή της το βιβλίο…

Πρόσφατα έγινε κάτι πολύ ωραίο και μεγάλη τιμή για μένα στην Αγγλία, πήραν το βιβλίο σε μία πολύ γνωστή εκπομπή του BBC που λέγεται Book at Bedtime και διάβασαν, δύο πολύ καλές ηθοποιοί, που υποδυόταν η μία την Μοντ και η άλλη την Αντιγόνη, κάποια επιλεγμένα αποσπάσματα της ιστορίας, επί δύο συνεχείς εβδομάδες.-“

imageimage

Το σπίτι στην οδό Παραδείσου, μυθιστόρημα της Σόφκα Ζινοβιέφ, εκδόσεις Ψυχογιός
Μια επική ιστορία για την αγάπη και την απώλεια, που οδηγεί τον αναγνώστη απ’ τους αιματοβαμμένους δρόμους της Αθήνας της Κατοχής στις σπηλιές των ανταρτών στον Εμφύλιο, και απ’ την σκοτεινή Επταετία στο σήμερα.