Μόνη μου σε απογευματινή παράσταση το Σάββατο στο Έμπασσυ. Ώρα πέντε το απόγευμα και μαζί μου μέσα στην αίθουσα άλλα περίπου πενήντα άγνωστά μου πρόσωπα. Παίζουν το Αμουρ.

Ads

Μια ησυχία. Ούτε η αναπνοή σου δεν ακούγεται. Όμως από κάποια στιγμή κι έπειτα αντιλαμβάνομαι έναν σχεδόν άγνωστο ήχο. Εκείνον που αφήνει η αναπνοή σου όταν βγαίνει με αλλόκοτη δύναμη από το μέσα σου.

Όσο εκτυλίσσεται το έργο ο ήχος αυτός αποκτά μια δική του φωνή. Όμως δεν είναι για μένα που θέλω να μιλήσω και τα συναισθήματα που μου διακίνησε αυτό το συγκλονιστικό έργο, όπου ο γοητευτικός πρωταγωνιστής του ’’Un home et une femme’’(1966) συναντάται με την εξαίσια  πρωταγωνίστρια του ‘’Hiroshima mon amour’’ (1959).

Όμως τώρα όλα είναι άλλα και αλλιώς. Υπερήλικες και  οι δύο, ο Ζαν Λουι Τρεντινιάν με την Εμανουέλ Ριβά, είναι τώρα ο Ζόρζ και η Αν.

Ads

Εγκλειστοι από τη φθίνουσα αρρώστια της. Αν και τη μοναξιά των δυό τους μέσα στο Παρισινό διαμέρισμα, ακολουθούν μια αργόσυρτη βασανιστική πορεία προς τη σταδιακή ανημπόρια και το θάνατο.

Κι όμως συμμετέχουμε σε έναν ύμνο στη φθορά, την παρακμή, τη γειτνίαση με ο,τι πιο ιερό, βίαιο, και τρυφερό μπορεί να συνυπάρχει μέσα μας σε μια εκρηκτική αρμονική δυσαρμονία. Παράδειγμα η σκηνή, εκεί προς το τέλος, με το περιστέρι που ξέφυγε από τον φωταγωγό στο περίκλειστο διαμέρισμα. Ο  απελπισμένος μετά τον αφανισμό της γυναίκας του Ζόρζ καταφέρνει να εγκλωβίσει το περιστέρι μέσα σε μια κουβέρτα.

Την κορυφαία αυτή στιγμή αποσβολώνεσαι και μένεις μετέωρος μαζί με τον ογδοντάχρονο ήρωα, και μια απορία δυσβάσταχτη σε καταλαμβάνει: Άραγε θα κάνει το ίδιο; θα αφανίσει αυτό το ύστατο ψήγμα ζωής που απρόσκλητο μπήκε στο διαμέρισμα όπου πλέον κατοικεί μόνο ο θάνατος;  

Αρκεί και πάλι να επαναλάβει την ίδια χειρονομία. Να πιέσει  το πουλί που σπαρταρά στην αγκαλιά του.  Δεν θέλει και πολύ, ένα τόσο δα σφίξιμο με τα δάχτυλα του αρκεί για να του αφαιρέσει τη ζωή. Ο,τι έκανε πριν με την λατρεμένη του Αν.

Κι όσο κρατά τρυφερά το περιστέρι μέσα στην κουβέρτα, εξακολουθείς να φρίττεις γιατί ακόμα δεν ξέρεις αν ο ορφανός σύζυγος θα συντρίψει τον τελευταίο απρόσκλητο και τόσο κι εκείνο ανυπεράσπιστο και αβοήθητο επισκέπτη. Ακόμα και τώρα δεν το γνωρίζεις.

Όμως θέλω τώρα να μιλήσω για κάτι άλλο. Μέσα στην  αίθουσα, και δεν είναι η ιδέα μου, ένοιωσα ότι χτιζόταν μια παράδοξη συνενοχή μεταξύ αυτών των 50 άγνωστων ανθρώπων που έτυχε να βλέπουμε εκείνη την ώρα αυτό το έργο.

Στην εποχή των κατακερματισμένων και κατά μόνας συναισθημάτων, στην εποχή που ο καθένας κοιτάζει πως θα τη βγάλει καθαρή, μια παράδοξη κοινότητα χτιζόταν,  μέσα στην  σκοτεινή αίθουσα. όσο διαρκούσε το έργο.

Το έβλεπες στα βλέμματα που ανταλλάξαμε για μια στιγμή μεταξύ μας, εμείς οι άγνωστοι θεατές, στο διάλλειμα αλλά και (κυρίως) στην έξοδο.

Βλέμματα όλο σημασία. Nτροπή, ενοχή, συμπόνια, θλίψη, φόβος, τρόμος, μνήμη προσφιλών μας προσώπων που αναστήθηκαν στο μυαλό μας;

Δεν ξέρω τι απ’ όλα αυτά. Πάντως ήταν σαν να συν-ομολογούσαμε κάτι σαν ‘’Ναι, το ξέρω, το είδες κι εσύ, το ένοιωσες κι εσύ, η φθορά, ο θάνατος, είναι ό,τι πιο αληθινό μπορεί να μας ενώσει, να μας κάνει να θυμηθούμε αυτό το οποίο η κάθε άλλη στιγμή μας σπρώχνει να ξεχάσουμε: Την αληθινότητα μας’’.

Την απεριόριστη αγάπη και φροντίδα που μπορούμε να δείξουμε στον άνθρωπο μας.

Πόσα επινοητικά σκληροί και ανελέητοι μπορεί να είμαστε προκειμένου να διαφυλάξουμε την τόσο εύθραυστη μπροστά στην αρρώστια, αξιοπρέπεια του εαυτού μας και του άλλου.

Και εν τέλει, την επίγνωση της θνητότητας μας με τρόπο που μόνο η μεγάλη τέχνη μπορεί να σου χαρίσει. Και ίσως αυτός να είναι και ένας ορισμός (αυθαίρετος εννοείται και υποκειμενικός) της μεγάλης τέχνης:

Μεγάλη τέχνη είναι αυτή που σε συμφιλιώνει  με την αγριότητα και συνάμα με την τρυφερότητα τoυ επικείμενου γεγονότος του θανάτου σου.

Στη βαρβαρότητα των ημερών, ομολογώ, ήταν ένα δώρο η θλίψη που μου γέννησε αυτό το έργο.

Μέσα από τη φθορά και το θάνατο συναντάς το αληθινό πρόσωπο μιας ζωής που συνεχώς φεύγει μέσα από τα χέρια σου.

Και δεν φεύγει απλώς, φεύγει μέσα σε μια  βαρβαρότητα που δεν της αξίζει. Και επιπλέον φεύγει μοναχικά.

ΚΙ όμως πόσο δίκιο  έχει η Τζούντιθ  Μπάτλερ για την πολιτική σημασία που αποδίδει στη θλίψη.

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως η θλίψη ιδιωτικοποιεί, ότι μας επαναφέρει σε μια μοναχική κατάσταση και ότι, με αυτή την έννοια, αποπολιτικοποιεί. Κι όμως μας εφοδιάζει με μια περίπλοκη αίσθηση πολιτικής κοινότητας.

Ήθελα απλώς να καταθέσω ότι η βυθιζόμενη χώρα μας  επιτρέπει έστω και τώρα, ή μάλλον ειδικά τώρα, τέτοιες ιαματικές δυνατότητες.-

Φωτεινή Τσαλίκογλου
Συγγραφέας, καθηγήτρια ψυχολογίας στο Παντειο Παν/μιο

* Το άρθρο Αμούρ, της Φωτεινής Τσαλίκογλου, δημοσιεύεται στα πλαίσια του δημόσιου διαλόγου στο tvxs.

(φωτογραφία από το έργο “The song of love” του Ρενέ Μαγκρίτ)