Στις 24 Ιουλίου 1974, χιλιάδες άνθρωποι σε όλη τη χώρα βγήκαν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν την πτώση της χούντας. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι τις μέρες μας, η στιγμή της γένεσης της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας είθισται να εορτάζεται με τρόπο ψυχρό, με πλήρη απουσία του δήμου, σαν να αφορούσε μόνο τους επώνυμους που συνωστίζονται στη δεξίωση που δίνεται στους κήπους του προεδρικού μεγάρου (που και αυτή καταργήθηκε το 2013) και τους συντάκτες των επετειακών αφιερωμάτων των κυριακάτικων εφημερίδων. Αντίθετα, η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου γιορτάστηκε μαζικά από τον πρώτο χρόνο, έστω και ετεροχρονισμένα (λόγω των πρώτων δημοκρατικών εκλογών, στις 17 Νοεμβρίου 1974), συγκεντρώνοντας πλήθη πολιτών. Ανεξάρτητα από το πώς έβλεπε τα γεγονότα του 1973 ο κάθε νέος, οι πολίτες και οι οργανώσεις που συμμετείχαν –και εξακολουθούν να συμμετέχουν– στον εορτασμό, είναι αναμφισβήτητο ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν το αποφασιστικό στοιχείο που οδήγησε στην πτώση της χούντας, καθώς ματαίωσε τη μετεξέλιξη του δικτατορικού καθεστώτος σε «κηδεμονευόμενη» δημοκρατία, προοπτική με την οποία είχε συμβιβαστεί μεγάλο μέρος των πολιτικών δυνάμεων που αντιμάχονταν ή απλώς αντιπολιτεύονταν τη δικτατορία. Αποκλειόμενης της μετεξέλιξης του καθεστώτος, η έξοδος ήταν πλέον δυνατή μόνο με την πλήρη κατάρρευσή του, καθώς αδυνατούσε να διαχειριστεί τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που προϋπήρχαν μεν, αλλά τα όξυνε η διεθνής οικονομική κρίση του 1973.

Ads

Ποιο πανεπιστήμιο, σε ποια κοινωνία, με ποια θέση στη διεθνή οικονομία

Η δημοκρατία, κεντρικό αίτημα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, συσπείρωνε, γύρω από τους φοιτητές, ευρύτερες μάζες, οι οποίες και έβλεπαν σε αυτό τη λύση για τα προβλήματα που βίωναν. Στο εσωτερικό του Πολυτεχνείου και των άλλων πανεπιστημίων, το αίτημα αυτό μπορεί να στόχευε άμεσα στην κατάργηση του πολιτικού ελέγχου της χούντας, αλλά έμμεσα έθετε γενικότερα ζητήματα λειτουργίας του πανεπιστημιακού συστήματος και αναπαραγωγής του κοινωνικού σχηματισμού. Τα ζητήματα αυτά δεν λύθηκαν με την αλλαγή της 24ης Ιουλίου 1974· αντίθετα, οξύνθηκαν καθώς οι δημογραφικές εξελίξεις και η πίεση για κοινωνική άνοδο μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων οδηγούσαν στην ανώτατη εκπαίδευση συνεχώς διογκωνόμενους αριθμούς νέων. Το πανεπιστήμιο της εποχής εκείνης ήταν ανίκανο να υποδεχθεί τους μεγάλους αυτούς αριθμούς φοιτητών. Η διάρθρωση των σχολών, η μονοκρατορία του καθηγητή και της έδρας δεν μπορούσαν να αντέξουν την πίεση. Η διατήρηση του συστήματος αναζητήθηκε στην κατεύθυνση της διόγκωσης του Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού (ΕΔΠ), που αποτελούσε τη συνέχεια των βοηθών και των επιμελητών που μέχρι τότε εργάζονταν χωρίς προοπτική ακαδημαϊκής και επαγγελματικής εξέλιξης. Η αναπαραγωγή του συστήματος συντελούνταν με καθηγητές που είχαν πάρει το διδακτορικό τους στο εξωτερικό και οι οποίοι μετά την εκλογή τους στην Ελλάδα περιορίζονταν να μεταδίδουν την γνώση που είχαν αποκτήσει στην Εσπερία. Η αδυναμία του ελληνικού πανεπιστημίου να παράγει νέα γνώση και στελέχη που να πλαισιώνουν αυτή την παραγωγή υπονόμευε τα σχέδια, τα οποία πολλαπλασιάζονταν τότε, για μια αναβάθμιση της θέσης της ελληνικής οικονομίας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Επρόκειτο για τη συγκεκριμένη έκφραση, στη συγκυρία της δεκαετίας του 1970, των βασικών ερωτημάτων για το τι πανεπιστήμιο χρειάζεται, ποιου τύπου κοινωνία, με ποια θέση στη διεθνή οικονομία;

Καθώς τα ερωτήματα αυτά επανέρχονται σε κάθε εποχή, η ιχνηλάτηση των απαντήσεων που δόθηκαν, από το 1974 έως σήμερα, θα επέτρεπε να παρακολουθήσει κανείς από αυτή τη σκοπιά την ιστορία της Μεταπολίτευσης. Περιορίζομαι να υπενθυμίσω εδώ τους βασικούς σταθμούς. Αναγκαστικά θα αναφερθώ σε ονόματα πολιτικών που διηύθυναν κατά καιρούς το Υπουργείο Παιδείας, αλλά πιστεύω ότι πιο χρήσιμη, σε μια σοβαρή μελλοντική έρευνα, θα ήταν η γενεαλογία των αφανών υπουργικών συμβούλων και των εκάστοτε ομάδων πίεσης, καθώς οι υπουργοί κατά κανόνα είχαν μικρή σχέση με το αντικείμενο, ακόμα και όταν ήσαν οι ίδιοι πανεπιστημιακοί.

Ads

Σκέψεις και σχέδια από μικρούς κύκλους προσώπων αν όχι για τον εκδημοκρατισμό των πανεπιστημίων, αλλά πάντως για την αλλαγή της δομής και της λειτουργίας τους υπήρξαν ήδη από την περίοδο της δικτατορίας. Μετά την πτώση της, στην περίοδο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας οι σχετικές ζυμώσεις απέκτησαν προσωρινά πολιτική κάλυψη όσο διάστημα ήταν υφυπουργός Παιδείας ο Δημήτρης Τσάτσος. Μετά τις εκλογές του 1974 οι ζυμώσεις αυτές ατόνησαν και επιλέχθηκε η λύση της διόγκωσης των υπαρχουσών δομών και η βραχυπρόθεσμη διαχείριση των προβλημάτων που ανέκυπταν. Κάτι που αποδείχθηκε ατελέσφορο, καθώς οι φοιτητές, με νωπές τις αναμνήσεις της δικτατορίας και τη στάση των περισσότερων καθηγητών τους έναντι αυτής (που κυμαινόταν από την παθητικότητα μέχρι την αποδοχή και τη συνεργασία), απέρριπταν συλλήβδην το υπάρχον σύστημα, μέσα σε ένα πλαίσιο γενικότερης ριζοσπαστικοποίησης της νεολαίας. Το πλήρες αδιέξοδο, σε συνδυασμό με την αναταραχή, συνιστούσαν την καθημερινότητα των πανεπιστημίων. Με την υποχώρηση του ποσοστού της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 1977 και τη γενικότερη συντηρητική στροφή της πολιτικής της νέας κυβέρνησης Κ. Καραμανλή επιχειρήθηκε να επιλυθούν οι δυσλειτουργίες του συστήματος μέσω της απόπειρας πειθάρχησης των φοιτητών με περιορισμό των εξεταστικών περιόδων και θέσπιση ανωτάτου ορίου στον χρόνο φοίτησης (ν+ ν/2, όπου ν ο χρόνος κανονικής φοίτησης). Ταυτόχρονα, αυξήθηκαν οι υποχρεώσεις και όχι τα δικαιώματα του ΕΔΠ και επιχειρήθηκε ελεγχόμενο άνοιγμα προς την εντόπια αναπαραγωγή του στελεχιακού δυναμικού με την εκπόνηση διδακτορικού. Αυτές ήταν οι βασικές προβλέψεις του Νόμου 815/1978 που τελικά αποσύρθηκε μετά τις μεγάλες φοιτητικές καταλήψεις και κινητοποιήσεις του ΕΔΠ τον χειμώνα του 1979-1980.

Οι θεσμικές προϋποθέσεις του μαζικού πανεπιστημίου

Τα αδιέξοδα αυτά τα αντιμετώπισε ο λεγόμενος νόμος-πλαίσιο 1268/1982, επί υφυπουργίας Γ. Λιάνη. Ο νόμος δημιούργησε τις θεσμικές προϋποθέσεις για το μαζικό πανεπιστήμιο, καταργώντας τη μονοκρατορία της έδρας, την οποία αντικατέστησε με συλλογικούς τομείς, και δίνοντας το δικαίωμα στο ΕΔΠ να μετεξελιχθεί υπό προϋποθέσεις σε καθηγητικό προσωπικό. Ταυτόχρονα, προέβλεπε την εγχώρια αναπαραγωγή του στελεχιακού δυναμικού. Ο Γιώργος Λιάνης με εμπειρία από πανεπιστήμια των ΗΠΑ, διέθετε μια γενικότερη αντίληψη του πανεπιστημιακού συστήματος καθώς ως –ο μοναδικός έως σήμερα– υπουργός Έρευνας και Τεχνολογίας εισήγαγε τον Νόμο 1514/1985 που διέπει την έρευνα στην Ελλάδα μέχρι τις μέρες μας. Αν η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 υπήρξε το καθυστερημένο «ελληνικό 1968», οι νόμοι Λιάνη αντιστοιχούσαν, με ακόμα μεγαλύτερη χρονική υστέρηση, στις νομοθεσίες των διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών με τις οποίες επιχειρήθηκε να αντιμετωπισθούν οι ανάγκες ενός μαζικού πανεπιστημίου και της σύγχρονης επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας.. Η νομοθεσία Λιάνη εισήγαγε τις θεσμικές προϋποθέσεις για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος, αλλά δεν συνοδεύθηκε από τις οικονομικές, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές η υλική υποδομή, παρά τις σημαντικές κρατικές επενδύσεις, να παραμείνει ανεπαρκής με αρνητικά αποτελέσματα για την ποιότητα σπουδών και το κλίμα, στα κεντρικά κυρίως πανεπιστήμια. Επιπλέον, πολλοί παλαιοί καθηγητές είδαν στην αναβάθμιση των τέως βοηθών τους να υψώνεται απέναντί τους το αποκρουστικό τους είδωλο και επιδόθηκαν σε σωρεία προσφυγών στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να αποτρέψουν αυτή την εξέλιξη. Από την πλευρά των φοιτητών η συμμετοχή τους στην ανάδειξη των οργάνων τούς μετέτρεψε από αντιπάλους του «καθηγητικού κατεστημένου» σε συνεργάτες του διευρυνόμενου καθηγητικού σώματος και συμμέτοχους στα παιγνίδια εξουσίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Γενικά, ο Νόμος 1268/1982 εφαρμόσθηκε διαφορετικά από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο, ενώ στις ιατρικές σχολές των κεντρικών πανεπιστημίων η εφαρμογή του καθυστέρησε ακόμα περισσότερο.

Η διόγκωση και μαζικοποίηση των πανεπιστημίων συνεχίστηκε επί όλων των μετέπειτα κυβερνήσεων, συχνά χρηματοδοτούμενη –με το πρόσχημα της κατάρτισης– από ευρωπαϊκά προγράμματα, ενώ παράλληλα η συρρίκνωση του βιομηχανικού τομέα και ο κορεσμός πολλών επαγγελμάτων ανέστειλε την κοινωνική άνοδο που μέχρι τότε συνεπαγόταν η απόκτηση του πτυχίου. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στη δυσκολία των εισαγωγικών εξετάσεων και στην ανεπάρκεια των υποδομών, σε συνδυασμό με την έλλειψη επαγγελματικής προοπτικής, όξυνε τις σχέσεις φοιτητών και διδασκόντων σε πολλά πανεπιστήμια παρά –ή ίσως και εξαιτίας– της παρακμής των μεγάλων κομματικών φοιτητικών παρατάξεων. Παράλληλα, η ακαδημαϊκή, αλλά και βιολογική, ωρίμανση πολλών διδασκόντων συνοδεύτηκε από τη συντηρητικοποίησή τους, καθώς ως καθηγητές οι τέως λέκτορες και μέλη του Ε.Δ.Π. είχαν διαφορετική οπτική των πραγμάτων και άλλα συμφέροντα.

«Νόμος Διαμαντοπούλου»: το τέλος της μεταπολίτευσης στο πανεπιστήμιο

Τα προβλήματα αυτά και η γενικότερη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας έχει ως αποτέλεσμα να παραβλέπεται συχνά το γεγονός ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια στο σύνολό τους είναι σε σημαντικά καλύτερη θέση από ό,τι πριν το 1982 και ότι ορισμένα από αυτά έχουν διεθνή αναγνώριση για τις ερευνητικές και διδακτικές τους επιδόσεις. Όσο βάθαινε η κρίση της αναπαραγωγής του ελληνικού οικονομικού και κοινωνικού συστήματος μπροστά στην αδυναμία δομικών αλλαγών σε οιονδήποτε τομέα, τα πανεπιστήμια αναγορεύθηκαν στην αιτία όλων των παθογενειών και η αλλαγή του καθεστώτος τους στη λύση όλων των προβλημάτων. Ιδίως μετά το 2004 κοινωνική και πολιτική συντηρητικοποίηση, ιδεοληψίες και ιδιοτελή συμφέροντα έθεσαν στο στόχαστρο τη δημόσια εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, χωρίς να αντιμετωπίζουν έναν πειστικό αντίλογο. Ο λεγόμενος Νόμος Διαμαντοπούλου (Ν. 4009/2011) αντικατοπτρίζει τις αλλαγές που επήλθαν στο εγχώριο και διεθνές οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και μέσα στα πανεπιστήμια. Αν στη δεκαετία του 1970 το γενικό αίτημα ήταν περισσότερη δημοκρατία και αναβάθμιση της θέσης της ελληνικής κοινωνίας στη διεθνή κοινότητα, σήμερα οι ελπίδες πολλών, ακόμα και από τη γενιά του Πολυτεχνείου, έχουν εναποτεθεί στον συλλογικό κυβερνητικό επίτροπο που αποτελεί το Συμβούλιο του Ιδρύματος, καθώς και στους πολυδαίδαλους και ασφυκτικούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς «αξιολόγησης και πιστοποίησης» κάθε πρωτοβουλίας και αυτονομίας των πανεπιστημίων (ΑΔΙΠ). Εάν λοιπόν οι πανεπιστημιακοί κρίνονται ανίκανοι να αυτοδιοικηθούν, τότε κατά μείζονα λόγο και ο ελληνικός λαός έχει ευλόγως τεθεί υπό εσωτερική και εξωτερική κηδεμονία· και, καθώς δεν μπορούμε να τον αλλάξουμε (τον λαό), ας παραμείνει υπό αυτήν. Και εάν το μέλλον της χώρας βρίσκεται στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, του τουρισμού και της ναυτιλίας, τότε τι είδους πανεπιστήμιο της ταιριάζει;

Πράγματι, ο κύκλος της Μεταπολίτευσης φαίνεται να έχει κλείσει, όπως χαρούμενα μας αναγγέλλει η επετειακή αφίσα της Νέας Δημοκρατίας.

*Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Ενθέματα