Καθώς μπαίνουμε στο 2019, αφήνοντας πίσω το χάος ενός ακόμη έτους, ένα σημαντικό ερώτημα παραμένει αναπάντητο σε ολόκληρο τον πλανήτη. Εάν η παγκόσμια οικονομία πραγματικά αναπτύσσεται, όπως ισχυρίζονται πολλοί πολιτικοί, γιατί οι ηγέτες και τα κόμματα τους σε όλο τον κόσμο συνεχίζουν να σβήνουν από τον χάρτη με τέτοιο σαρωτικό τρόπο;

Ads

Μία προφανής απάντηση, που δίνει η συγγραφές και δημοσιογράφος Nomi Prins σε άρθρο της στη Le Monde Diplomatique, είναι ότι η οικονομική ανάκαμψη μετά τη «Μεγάλη Ύφεση» των τελευταίων 10 χρόνων, υπήρξε σε μεγάλο βαθμό μόνο για τους λίγους κι όχι για την πλειοψηφία που συνέχισε να εργάζεται περισσότερες ώρες, μερικές φορές κάνοντας δυο ή και περισσότερες δουλειές, για να μπορέσει να επιβιώσει. Με άλλα λόγια, οι καλές εποχές δεν είναι για εκείνους που αγωνίζονται να βάλουν στην άκρη ένα μικροποσό για να έχουν να καλύψουν μια έκτακτη ανάγκη ή το 80% των Αμερικανών εργαζομένων (κι όχι μόνο) που ζουν μισθό με τον μισθό.

Στη σημερινή παγκόσμια οικονομία, η χρηματοπιστωτική ασφάλεια αυξάνει όλο και περισσότερο την ιδιοκτησία του 1%. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι η αγωνία έχει μετατραπεί σε θυμό, μια μετάβαση που προκάλεσε πληθώρα πολιτικών αναταραχών και που ανέδειξε έναν αυξανόμενο εθνικισμό που θυμίζει κάτι από τη δεκαετία του ’30 και μια τάση να κατηγορείται ο «άλλος» – είτε αυτός είναι μετανάστης, μια άλλη θρησκευτική ομάδα, μια άλλη χώρα ή ο υπόλοιπος κόσμος.

Το φαινόμενο αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση του λαϊκισμού και ηγετών όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Βικτόρ Ορμπάν, ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε ή ο Ζαΐχ Μπολσονάρου, που σε ένα τέτοιο περιβάλλον αντανακλούν τις «καθημερινές ανησυχίες» των λαϊκών τάξεων.

Ads

Τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος που ειδικεύεται στο να προκαλεί την ανησυχία, ανέλαβε το πιο σπουδαίο γραφείο του πλανήτη, για να προκαλέσει ακόμη περισσότερο φόβο κι ανασφάλεια. Οι εμπορικοί πόλεμοι του Τραμπ, για παράδειγμα, προκάλεσαν μεγαλύτερη δυσπιστία απέναντι στις ΗΠΑ, και αφαίρεσαν τη δυνατότητα από επιχειρηματίες της χώρας αλλά κι απλούς πολίτες να κάνουν οικονομικά σχέδια. Την ίδια στιγμή, ενώ υποτίθεται ότι έχουμε μπει στις καλές εποχές, κάτω από το τραπέζι γίνεται ένας τρομακτικός μετασχηματισμός που θέτει βάσεις για ένα πολύ κακό μέλλον.

Η οικονομική κρίση που αφήσαμε πίσω μας

Για να καταλάβουμε πώς φτάσαμε εδώ, ας κοιτάξουμε λίγο πίσω. Μόλις μια δεκαετία πριν, ο κόσμος γνώρισε μια πραγματική παγκόσμια οικονομική κρίση. Η οικονομική ανάπτυξη πήρε την κατιούσα, οι οικονομίες πολλών χωρών κινδύνευσαν με κατάρρευση, αμέτρητες θέσεις εργασίας χάθηκαν, σπίτια δημεύτηκαν και ζωές καταστράφηκαν. Για τους κοινούς «θνητούς» η δυνατότητα δανεισμού εξαφανίστηκε ξαφνικά. Δεν είναι περίεργο ότι η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο έπαψε να υπάρχει.

Αν και πέρασαν δέκα χρόνια, ένα πράγμα φαίνεται να μην έχει αλλάξει: οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να αισθάνονται ότι έχουν μείνει πίσω, τόσο στις ΗΠΑ. όσο και παγκοσμίως. Χάρη στη μαζική συσσώρευση του πλούτου από ένα 1% που ξέρει να παίζει στο παιχνίδι του συστήματος, οι ρίζες μιας κρίσης που δεν τελείωσε στα αλήθεια έχουν εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη, ενώ η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των «μη έχοντων» και των «έχοντων παραπάνω από τα πάντα» μόνο διευρύνθηκε.

Παρόλο που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν δίνουν μεγάλη προσοχή στην προκύπτουσα ανισότητα, τα στατιστικά στοιχεία (όταν τα βλέπετε) σχετικά με αυτό το διαρκώς αυξανόμενο χάσμα πλούτου και φτώχειας είναι αξιοσημείωτα αντιφατικά. Σύμφωνα με το Inequality.org, για παράδειγμα, εκείνοι που έχουν τουλάχιστον 30 εκατομμύρια δολάρια σε πλούτο, είδαν και την μεγαλύτερη ανάπτυξη αυτού μεταξύ 2016 και 2017. Το μέγεθος αυτής της ομάδας των εκατομμυριούχων αυξήθηκε μάλιστα κατά 25,5% κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, σε 174.800 ανθρώπους. Την ίδια ώρα μάλιστα που ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι οι άλλες χώρες υποδαυλίζουν τις ΗΠΑ, η χώρα είναι πρωταθλήτρια στην αύξηση των ανισοτήτων. Για του λόγου το αληθές, στις ΗΠΑ το μεγαλύτερο ποσοστό του εθνικού πλούτου καταλήγει στο 1% των πλουσιότερων, πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα.

Αυτό, εν μέρει, οφείλεται στην Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ που με τη δημιουργία ηλεκτρονικού χρήματος και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωση (QE), ανέβασε στα ύψη το χρηματιστήριο και τον πλούτο του μικρού ποσοστού του πληθυσμού που ασχολείτο με μετοχές κι ομόλογα.

Η Wall Street, οι Κεντρικές Τράπεζες και οι απλοί πολίτες

Αυτό που συνέβη στη συνέχεια σε ολόκληρο τον κόσμο, μοιάζει βγαλμένο από τη δεκαετία του 1930. Εκείνη την εποχή κι ενώ ο κόσμος έβγαινε από την Μεγάλη Ύφεση, η αίσθηση της οικονομικής ασφάλειας αργούσε να επιστρέψει. Αντί αυτού, ο φασισμός και άλλες μορφές εθνικισμού άρχισαν να κερδίζουν έδαφος, ενώ οι λαοί άρχισαν να γυρίζουν την πλάτη τους στους παραδοσιακούς πολιτικούς και η μία χώρα στην άλλη. (Κι αν αυτό σας θυμίζει κάτι από Τραμπ, έτσι θα έπρεπε…).

Από το 2008 και μετά, κατά τη διάρκεια της κρίσης που ακολούθησε ο κόσμος είδε τρισεκατομμύρια δολαρίων και ευρώ να ρέουν για να ανακεφαλαιοποιηθούν και να διασωθούν οι τράπεζες, δοσμένα από κυβερνήσεις αλλά και Κεντρικές Τράπεζες. Θεωρητικά, λοιπόν, οι ιδιωτικές τράπεζες θα είχαν περισσότερα χρήματα και με μικρότερους τόκους και θα είχαν τη δυνατότητα να δανείσουν την αγορά. Οι επιχειρήσεις, μεγάλες και μικρές, θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν αυτά τα κεφάλαια και, με τη σειρά τους, να παράγουν πραγματική οικονομική ανάπτυξη μέσω της επέκτασης, των μισθώσεων και των μισθολογικών αυξήσεων. Οι άνθρωποι τότε θα είχαν περισσότερα χρήματα στις τσέπες τους και θα αισθάνονταν πιο οικονομικά ασφαλείς, με αποτέλεσμα να ξοδεύουν αυτά τα χρήματα, οδηγώντας την οικονομία σε νέα ύψη – και όλα, φυσικά, τότε θα ήταν καλά.

Αυτό το παραμύθι ειπώθηκε σε όλο τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, όμως, το φθηνό αυτό χρήμα ανέβασε το χρέος στα επικά επίπεδα, ενώ οι τιμές των μετοχών των τραπεζών αυξήθηκαν, όπως έγινε και με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι το παγκόσμιο χρέος άγγιξε τα 247 τρισ. δολάρια μόνο το α’ τρίμηνο του 2018.

Παγκόσμιες συνέπειες

Αυτό που η Fed (μαζί με τις κεντρικές τράπεζες από την Ευρώπη και την Ιαπωνία) πυροδότησε, στην πραγματικότητα, ήταν μια δυσανάλογη διόγκωση των αγορών μετοχών και ομολόγων με τα χρήματα που δημιούργησαν. Το κεφάλαιο αυτό επιδίωξε υψηλότερες και ταχύτερες αποδόσεις από αυτές που θα μπορούσαν να επιτευχθούν, επενδύοντας σε έργα κοινωνικής σημασίας, όπως η κατασκευή δρόμων, σιδηροδρόμων μεγάλης ταχύτητας, νοσοκομείων ή σχολείων.

Έτσι αυτό που ακολούθησε ήταν η δυσαρέσκεια και η πικρία με τις υπάρχουσες κυβερνήσεις. Στις ΗΠΑ, αυτό σήμαινε Ντόναλντ Τραμπ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η απογοήτευση αντικατοπτρίστηκε στην ψήφο για το Brexit του Ιουνίου του 2016, στην οποία όσοι αισθάνθηκαν να ασφυκτιούν οικονομικά έριξαν ένα χαστούκι τόσο στους εγχώριους θεσμούς, όσο και στην ΕΕ. Από τότε πολλές κυβερνήσεις στην ΕΕ έχουν υποκύψει στον λαϊκιστική δεξιά. Άλλωστε η ΕΚΤ συνέχισε να παράγει χρήματα προσθέτοντας άλλα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια στα «τεφτέρια» της. Στην Βραζιλία, η πρόεδρος Ντίλμα Ρουσέφ εκδιώχθηκε από την εξουσία και τη θέση της πήρε ένας νέος «Τραμπ», ο Μπολσονάρου που σαν τον ηγέτη – πρότυπό του, αρνείται την κλιματική αλλαγή και τις πολυμερής εμπορικές συμφωνίες. Οι ισοοροπίες άλλαξαν και στο Μεξικό και την Αργεντινή. Την ίδια στιγμή ξέσπασε ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, με τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, να έχει συσπειρώσει τον κινεζικό εθνικισμό και να αντιμετωπίζει ένα διεθνές τοπίο που θα είχε καταπλήξει ακόμη και τον Μάο Τσε Τουνγκ.

Στην πραγματικότητα, ζούμε σε έναν κόσμο του οποίου οι κυριότεροι ηγέτες, και ειδικά ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, παραβλέπουν σκόπιμα να αντιμετωπίσουν τα μακροπρόθεσμα προβλήματα του, ασκώντας πολιτικές απορρύθμισης, υιοθετώντας ψεύτικες εθνικιστικές λύσεις, αποδίδοντας κέρδη στους ήδη πλούσιους και αδιαφορώντας για τη μελλοντική ζωή της μάζας των πολιτών.

Αρκεί να δει κανείς τις διαμαρτυρίες των «Κίτρινων Γιλέκων» που έχουν ξεσπάσει στη Γαλλία, όπου οι διαδηλωτές που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί ή δεξιοί ζητούν την παραίτηση του νεοφιλελεύθερου τεχνοκράτη Γάλλου Προέδρου Εμμανουήλ Μακρόν. Πολλοί από αυτούς, προέρχονται από αποκομμένες επαρχιακές πόλεις και είναι βαθιά οργισμένοι επειδή η αγοραστική τους δύναμη έχει μειωθεί τόσο, που μόλις και μετά βίας μπορούν να τα βγάλουν πέρα.

Τελικά, αυτό που ξεπερνά τη γεωγραφία και τη γεωπολιτική είναι η οικονομική δυσαρέσκεια που προκάλεσε η οικονομία του 21ου αιώνα και ένα χάσμα ανισότητας που μοιάζει με το Grand Canyon και εξακολουθεί να διευρύνεται. Ανεξάρτητα αν οι διαμαρτυρίες είναι αριστερές ή δεξιές, αυτό που συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο του θέματος είναι ο τρόπος με τον οποίο οι αποτυχημένες πολιτικές θα αποτελέσουν παρελθόν . Οι άνθρωποι από την Ουάσινγκτον μέχρι το Παρίσι κι από το Λονδίνο μέχρι το Πεκίνο, κατανοούν ολοένα και περισσότερο ότι οι οικονομικές τους συνθήκες δεν βελτιώνονται και ότι δεν είναι στα σχέδια αυτών που κατέχουν την εξουσία να κάνουν κάτι για αυτό. Αυτό που κάνουν είναι να «τυλίγουν» τις υποσχέσεις τους με ένα λαϊκιστικό συνήθως δεξιό περιτύλιγμα.

Κι αυτό είναι μια πολιτική συνταγή για έναν όλο και πιο ασταθή κόσμο.