Ο φυσικός και αστρονόμος και επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Διονύσης Σιμόπουλος, μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στο Facebook μιλάει για την πρόσφατη ανακοίνωση της NASA, το ενδεχόμενο της ύπαρξης εξωγήινης ζωής, το διάστημα και άλλα…

Ads

«Η ανακοίνωση της NASA… Μάλλον όχι και τόσο εντυπωσιακή όσο πίστευαν πολλοί! Σε μια περσινή ανακάλυψη ενός ‘γειτονικού’ μας άστρου με τρεις πλανήτες είχαμε σήμερα την προσθήκη τεσσάρων επί πλέον πλανητών στο μέγεθος της Γης μας. Οι περισσότεροι από τους πλανήτες αυτούς βρίσκονται στην επονομαζόμενη κατοικήσιμη ζώνη του δεδομένου άστρου που σημαίνει ότι στην επιφάνεια των πλανητών αυτών το νερό, εάν υπάρχει, θα βρίσκεται σε υγρή μορφή. Οι έρευνες που έχουν γίνει μέχρι τώρα έχουν αποδείξει ότι το δικό μας είδος ζωής, (ή ζωή όπως την ξέρουμε) φαίνεται να εξελίσσεται πάνω σε πλανήτες που παρουσιάζουν μια σταθερή κατάσταση θερμοκρασίας. Ένας τέτοιος πλανήτης θα πρέπει να βρίσκεται σε σταθερή απόσταση από τον ήλιο του, έτσι ώστε να διαθέτει νερό που να μην είναι ούτε παγωμένο, ούτε να εξατμίζεται εύκολα. Γιατί το νερό φαίνεται ότι είναι απαραίτητο στη διαδικασία της ένωσης των χημικών στοιχείων που θα οδηγήσουν στη δημιουργία της ζωής.

Ο πλανήτης επίσης που θα την φιλοξενεί θα πρέπει να έχει και το κατάλληλο μέγεθος, έτσι ώστε η ατμόσφαιρα που θα συγκρατεί η βαρύτητα του να μην είναι ούτε πολύ μεγάλη, όπως του Δία, ούτε πολύ μικρή όπως του Άρη. Αυτό φυσικά ΔΕΝ σημαίνει ότι βρέθηκε κάποιου είδους ζωής σ’ αυτούς τους πλανήτες. Κάθε άλλο, γιατί κάτι τέτοιο θα χρειαστεί πολυετείς και επισταμένες μελέτες!

Πρόκειται, φυσικά, για μια ενδιαφέρουσα ανακοίνωση, αλλά όχι και κάτι το ιδιαίτερα συνταρακτικό. Η απόστασή των πλανητών αυτών είναι 39,1 έτη φωτός από τη Γη ήτοι 371,45 τρισεκατομμύρια χλμ. Γεγονός που σημαίνει ότι εάν είχαμε ένα διαστημόπλοιο το οποίο να κινείται με την μεγαλύτερη ταχύτητα που έχει πετύχει κάποιο προηγούμενο διαστημόπλοιο (346.320 χλμ. την ώρα από τον Helios 1, Δεκ. 1980) θα χρειάζονταν 122.355 χρόνια για να φτάσουμε μέχρις εκεί!

Ads

Ο πρώτος εξωηλιακός πλανήτης ανακαλύφτηκε το 1995 από έναν Ελβετό αστρονόμο γύρω από το άστρο 51 στον αστερισμό του Πήγασου, ένα άστρο σε απόστασή 50 ετών φωτός. Έκτοτε κάθε μήνας που περνάει προσθέτει όλο και πιο πολλούς νέους εξωηλιακούς πλανήτες που ξεπερνούν σήμερα τους 3.600 σε 2.690 πλανητικά συστήματα. Τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια οι τεχνικές ανακάλυψης νέων εξωηλιακών πλανητών έχουν προχωρήσει πάρα πολύ με αποτέλεσμα να μπορούμε πλέον να εντοπίζουμε πλανήτες με μέγεθος παρόμοιο με το μέγεθος της Γης σαν αυτούς που ανακοινώθηκαν απόψε.

Επειδή δεν γνωρίζουμε καν τι μορφή θα είχε ένα είδος ζωής σε κάποιον άλλο εξωηλιακό πλανήτη, αν υπάρχει, είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε τα είδη ζωής που καταλαβαίνουμε. Τα είδη της ζωής δηλαδή που βασίζονται στον άνθρακα. Η συνταγή της ζωής πάνω στη Γη είναι πολύ απλή: άνθρακας, οξυγόνο, άζωτο, και υδρογόνο, με λίγο φώσφορο, σίδηρο, κάλιο και νάτριο για ποικιλία. Η πολυπλοκότητά της όμως βασίζεται στον άπειρο σχεδόν αριθμό των συνδυασμών που σχηματίζουν μεταξύ τους τα απλά αυτά στοιχεία, ακριβώς όπως τα 24 γράμματα της αλφαβήτου σχηματίζουν την ατέλειωτη λιτανεία των κειμένων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το τι συμβαίνει είναι ότι, λόγω της δομής που έχουν, τα άτομα των χημικών στοιχείων μπορούν να συνδυαστούν μεταξύ τους σχετικά εύκολα. Ενώ το άτομο του άνθρακα έχει αποδειχτεί το πιο επιδέξιο απ’ όλα, γιατί μπορεί να συνδυαστεί όχι μόνο με άτομα διαφόρων άλλων χημικών στοιχείων, αλλά και με άλλα άτομα άνθρακα σε μια ιδιαίτερα μεγάλη ποικιλία συνδυασμών. Γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο και η ζωή που γνωρίζουμε πάνω στη Γη βασίζεται στον άνθρακα.

Οι ενδείξεις που έχουμε σήμερα μας λένε επίσης πως η ζωή πάνω στη Γή βασίζεται στα χημικά συστατικά οργανικών μορίων που έχουμε ήδη δημιουργήσει στα εργαστηριακά μας πειράματα. Τα πειράματα αυτά αναπαριστούν την χημική σύνθεση της ατμόσφαιρας της αρχέγονης Γης και τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε και είχαν ως αποτέλεσμα την δημιουργία μορίων, όπως είναι τα αμινοξέα και οι οργανικές βάσεις, που αποτελούν τα θεμελιώδη συστατικά της ζωής. Με την βοήθεια αυτών των οξέων και των βάσεων, δημιουργούνται οι πρωτεΐνες, και τα μόρια RNA και DNA, τα ελικοειδή δηλαδή μόρια που μεταφέρουν όλες τις γενετικές πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για την βιολογική αναπαραγωγή.

Κατά καιρούς διάφοροι επιστήμονες, ξεκινώντας από τα 100 δισεκατομμύρια άστρα του Γαλαξία μας και υπολογίζοντας πάντα με τα χαμηλότερα ποσοστά, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι στο Γαλαξία μας πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια πλανήτες. Συνεχίζοντας με το ίδιο σκεπτικό και χρησιμοποιώντας πάντα τα πιο απαισιόδοξα δεδομένα έτσι ώστε να εξαιρούνται ορισμένα είδη πλανητών, οι υπολογισμοί αυτοί καταλήγουν στο ότι μέσα στο Γαλαξία μας και μόνο πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο κόσμοι παρόμοιοι με τη Γη μας. Ο Γαλαξίας μας όμως δεν είναι παρά ένας από τις μυριάδες των γαλαξιών που αντικρίζουμε με τα τηλεσκόπιά μας. Ακόμη και με τις πιο φτωχές προβλέψεις μας, το Σύμπαν πρέπει να περιλαμβάνει 100 δισεκατομμύρια γαλαξίες. Σύμφωνα λοιπόν με τις συντηρητικές αυτές προβλέψεις στο Σύμπαν πρέπει να υπάρχουν εκατό χιλιάδες τρισεκατομμύρια δίδυμοι πλανήτες της Γης.

Τα άστρα είναι εκεί έξω. Όπως και τα χημικά συστατικά της ζωής είναι κι αυτά εκεί έξω, παντού, διασκορπισμένα στο Σύμπαν. Τα σύννεφα διαστρικής σκόνης και αερίων, εκεί όπου γεννιόνται άστρα και πλανήτες, περιέχουν 30 διαφορετικά είδη οργανικών μορίων, μορίων που νομίζαμε ότι μπορούν να δημιουργηθούν στο προστατευτικό μόνο περιβάλλον μερικών ειδικών πλανητών. Τα πρώτα “χημικά βήματα” προς τη ζωή γίνονται παντού, ακόμη και στα βάθη του διαστρικού κενού. Υπάρχει επίσης και ο απαιτούμενος χρόνος. Χρόνος για ανακάτεμα, ανάπτυξη, αλλαγή. Χρόνος που μετριέται σε δισεκατομμύρια χρόνια. Μ’ αυτό λοιπόν το σκεπτικό το Σύμπαν πρέπει να περιλαμβάνει τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων πλανήτες. Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς θα πρέπει να έχουν όχι μόνο την κατάλληλη απόσταση από το γονικό τους άστρο, αλλά και το σωστό μέγεθος και την απαραίτητη σύνθεση για την δημιουργία και την συντήρηση ζωής.

Η άποψη που αποδέχονται σήμερα οι περισσότεροι βιολόγοι είναι ότι όταν σε κάποιο κατάλληλο περιβάλλον δημιουργηθεί τυχαία ο πρώτος μονοκύτταρος μικροοργανισμός, θα αρχίσει να ακολουθεί την αλυσίδα της εξέλιξης που δεν τελειώνει πουθενά. Ακόμα και ο σημερινός άνθρωπος δεν είναι παρά ένας μόνο κρίκος μιας τέτοιας αλυσίδας, και όχι το τελικό προϊόν. Και αν εδώ πάνω στη Γη υπάρχει άφθονη ζωή, τότε ποιες είναι οι πιθανότητες ζωής, νοήμονος ζωής, και κάπου αλλού στο Σύμπαν; Οποιοσδήποτε υπολογισμός είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, παρακινδυνευμένος, γιατί εξαρτάται από ένα μεγάλο αριθμό παραγόντων καθένας από τους οποίους είναι αβέβαιος.»