«Προνομιακό γονιδίωμα» είχε, σύμφωνα με μελέτη, ο γηραιότερος άνθρωπος στον πλανήτη αφού συμπλήρωσε 117 χρόνια ζωής πριν πεθάνει το 2024.

Ads

Νέα μελέτη προσδιορίζει ότι τα γονίδια της Μαρία Μπράνια Μορέιρα, έκαναν κατά τουλάχιστον 17 χρόνια «νεότερα» τα κύτταρά της.

Η υπεραιωνόβια που πέθανε στις 4 Μαρτίου του 2024 είχε μικροβίωμα βρέφους, γράφει η βρετανική εφημερίδα Guardian.

«Τύχη, καλή γενετική και τρία γιαούρτια την ημέρα», είχε πει η ίδια η Μαρία σε ερώτηση για το μυστικό της μακροζωίας της.

Ads

H γεννημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες που ήταν ο γηραιότερος εν ζωή άνθρωπος στον κόσμο είχε δίκιο.

Οι επιστήμονες άρχισαν να μελετούν το DNA της Μπράνιας πριν από το θάνατό της και φέρεται να προσδιόρισαν ότι τα γονίδια που κληρονόμησε επέτρεπαν στα κύτταρά της ουσιαστικά να αισθάνονται και να συμπεριφέρονται σαν να ήταν 17 χρόνια νεότερα από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα.

«Τα βακτήρια στα έντερα διαδραματίζουν ρόλο στη διατήρηση της υγείας και η συγκεκριμένη γυναίκα είχε βρεφική εικόνα, δήλωσε ο καθηγητής γενετικής του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης Μανέλ Εστέλερ.

Η επιστημονική ομάδα διαπίστωσε ότι η Μπράνια διατήρησε τη διαύγειά της σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής της.

«Πέθανε ενώ κοιμόταν, αυτό που ήθελε και αυτό που όλοι θέλουμε», είπε η Ρόζα Μορέτ, η μικρότερη κόρη της Μαρίας, 80 ετών. Η Μαρία Μπράνιας πέθανε σε γηροκομείο της Ζιρόνα (Καταλονία), όπου ζούσε τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Σύμφωνα με την Gerontology Research Group (GRG), η οποία είναι υπεύθυνη για την επαλήθευση των υπεραιωνόβιων ατόμων, δηλαδή αυτών που έχουν συμπληρώσει την ηλικία των 110 ετών, μέσω πιστοποιητικών γέννησης και γάμου, έντεκα άτομα, όλες γυναίκες, έχουν ζήσει περισσότερο από την Μαρία και έχουν όλοι αποβιώσει.

Το ρεκόρ μακροζωίας κατέχει η Γαλλίδα Ζαν Καλμέντ, η οποία πέθανε το 1997, η οποία έζησε ακριβώς 122 χρόνια και 164 ημέρες. Ακολουθούν η Γιαπωνέζα Κάνε Τανάκα, η οποία έζησε 119 χρόνια και 107 ημέρες, η Βορειοαμερικανίδα Σάρα Κνάους, στα 119 χρόνια και 97 ημέρες ζωής, και στα 118 χρόνια και 340 ημέρες, η επίσης Γαλλίδα Λουσίλ Ραντόν.