Η κίνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ – «καθυστερημένα», όπως τόνισε –  ανατρέπει την αμερικανική εξωτερική πολιτική των τελευταίων επτά δεκαετιών και απειλεί τη σταθερότητα της περιοχής. Η απόφαση Τραμπ πυροδότησε την οργή των Παλαιστινίων, αλλά και τις έντονες αντιδράσεις του Αραβικού κόσμου, την ανησυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των Ευρωπαίων ηγετών, όπως και του διεθνούς Τύπου. 

Ads

Ο Μάνουελ Χασάσιαν, εκπρόσωπος της Παλαιστίνης στη Βρετανία λέει ότι ο Τραμπ «κήρυξε πόλεμο στη Μέση Ανατολή… ενάντια σε 1,5 δισ. μουσουλμάνους (και) εκατοντάδες εκατομμύρια Χριστιανών οι οποίοι δεν πρόκειται να δεχθούν ότι τα ιερά προσκυνήματα τίθενται υπό τον αποκλειστικό έλεγχο του Ισραήλ». Καμία χώρα δεν είχε μέχρι τώρα πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ, στην πόλη που βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή.

Η Ιερουσαλήμ είναι η ιερή πόλη τριών θρησκειών, αλλά η πολιτική του Ισραήλ στόχευε πάντα στη διατήρηση του ελέγχου της πόλης προκειμένου να αποτραπεί η πιθανότητα διαίρεσή της, έτσι ώστε η Ανατολική Ιερουσαλήμ να μην μπορεί να γίνει ποτέ πρωτεύουσα ενός παλαιστινιακού κράτους.

Διαβάστε σχετικά:

Ο κεντρικός δρόμος από το Τελ Αβίβ είναι μια μεγάλη ευθεία έως το αεροδρόμιο Ben Gurion, όπως γράφει η Le Monde Diplomatique. Στη συνέχεια κόβει προς την Ιερουσαλήμ, μέσα από τους λόφους που κατέλαβαν οι ισραηλινές δυνάμεις το 1948 μετά από σφοδρές συγκρούσεις και αιματοχυσίες. Μπαίνει στην πόλη από τη Δύση. Οι Ισραηλινοί, όπως και οι ξένοι, έχουν πολλούς εναλλακτικούς δρόμους για να φτάσουν στην πόλη. Μπορούν να φτάσουν στο κέντρο από δρόμους τόσο από το Βορρά, όσο και από το Νότο. 

Ads

Για τους Παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης, η πρόσβαση στην πόλη είναι ένα άλλο θέμα. Αν περάσουν από τα εσωτερικά σημεία ελέγχου, συναντούν το πιο βάναυσο εμπόδιο που εφευρέθηκε ποτέ για να ελεγχθεί και να περιοριστεί η κίνηση σε μια κατεχόμενη περιοχή: ένα τείχος ύψους 10 μέτρων, το οποίο σύντομα θα περιβάλλει τελείως το ανατολικό τμήμα της πόλης και θα εμποδίζει όλους τους δρόμους και κάθε πρόσβαση. Για τους Παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης, το τερατώδες τείχος κόβεται μόνο σε τέσσερα σημεία (Qalandiya στο Βορρά, Shuafat στα βορειοανατολικά, Ras Abu Sbeitan στη Δύση και Gilo στο Νότο). 

Για να φτάσουν σε αυτά τα περάσματα οι Παλαιστίνιοι πρέπει να κάνουν άπειρες παρακάμψεις, να αφήσουν τα αυτοκίνητά τους και να περάσουν με τα πόδια. Τα οχήματα Παλαιστινίων, με πράσινες πινακίδες κυκλοφορίας, απαγορεύονται αυστηρά στην Ιερουσαλήμ. Τα δε περάσματα περικλείονται από συρματοπλέγματα – στο πλάι και πάνω – και παντού υπάρχουν πινακίδες με εντολές: «περάστε ένας ένας», «περιμένετε τη σειρά σας», «διατηρήστε το μέρος καθαρό», «βγάλτε το παλτό σας», «ακολουθείστε τις οδηγίες». Υπάρχει έλεγχος αποσκευών – τύπου αεροδρομίου – ένοπλοι που ελέγχουν τα έγγραφα. Όταν τελικά κάποιος περάσει υπάρχουν και πάλι πινακίδες: «Καλώς ήρθατε στην Ιερουσαλήμ» (η οποία είναι τέσσερα χλμ μακριά ακόμη) και «Έχετε ειρήνη». 

«Corpus separatum»

Το 1947 ο ΟΗΕ κήρυξε την Ιερουσαλήμ σε καθεστώς «corpus separatum» – ξεχωριστή οντότητα υπό διεθνή έλεγχο. Αυτό εξακολουθεί να είναι το μοναδικό διεθνώς αναγνωρισμένο καθεστώς για την πόλη. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο του 1948, η πόλη διαιρέθηκε, με το Ισραήλ να καταλαμβάνει το δυτικό μισό και την Ιορδανία το ανατολικό μισό – που περιλαμβάνει και την περίφημη Παλιά Πόλη των Ιεροσολύμων. Το Ισραήλ ανακήρυξε την Δυτική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσά του. 

Κατόπιν το 1967, κατέλαβε το ανατολικό τμήμα. Το 1980, με νόμο κήρυξε την Ιερουσαλήμ «ολόκληρη και ενωμένη», ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ψήφισε το ψήφισμα 478 την ίδια χρονιά, δηλώνοντας το νόμο «άκυρο».

Η διεθνής κοινότητα – συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ έως και προχθές – θεωρεί επισήμως την Ανατολική Ιερουσαλήμ ως κατεχόμενο έδαφος. Επιπλέον, καμία χώρα στον κόσμο δεν αναγνωρίζει κανένα μέρος της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, με εξαίρεση τη Ρωσία, η οποία ανακοίνωσε την αναγνώριση της Δυτικής Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ νωρίτερα φέτος. Αυτό άλλαξε με τη ανακοίνωση του Τραμπ που αναγνώρισε ολόκληρη την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. 

Πάντως από το 1967, η πολιτική που ακολουθούν όλες οι ισραηλινές κυβερνήσεις στοχεύει στη διατήρηση της ισραηλινής ηγεμονίας στην πόλη, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο και τη Συνθήκη της Γενεύης που απαγορεύει στις χώρες κατοχής να μεταφέρουν πληθυσμό τους στις κατεχόμενες περιοχές. Αυτό που θέλει το Ισραήλ είναι εμποδίσει τη γέννηση ενός παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την ανατολική Ιερουσαλήμ.

Ο εποικισμός ως στρατηγική 

Για να το κάνουν αυτό οι Ισραηλινοί χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα την παράνομη επέκταση της πόλης, προσαρτώντας εδάφη και χωριά της Δυτικής Όχθης και αυξάνοντας την λεγόμενη «Παλιά Πόλη» από ένα τετραγωνικό χλμ (6 τετραγωνικά χλμ. μαζί με τις γύρω αραβικές συνοικίες επί ιορδανικής κυριαρχίας) σε 70 τετραγωνικά χλμ. Όταν το τείχος γύρω από την ανατολική Ιερουσαλήμ ολοκληρωθεί, ο περίκλειστος χώρος θα μετρά συνολικά 164 τετραγωνικά χιλιόμετρα. 

Ένα άλλο ζήτημα είναι το δημογραφικό, με τους Ισραηλινούς να θέτουν σε απόλυτη προτεραιότητα την επιβολή μιας μεγάλης πλειοψηφίας στην περιοχή. Αυτό έγινε μέσω της δημιουργίας ισραηλινών οικισμών αλλά και με το λεγόμενο «περιβαλλοντικό απαρτχάιντ». Ολόκληρες περιοχές ονομάστηκαν «πράσινες ζώνες» για να μην μπορούν οι Άραβες να χτίσουν σε αυτές, κάτι που όμως επιτράπηκε στους Ισραηλινούς. Βασικός στόχος είναι οι ισραηλινοί οικισμοί να δημιουργούνται με τέτοιο τρόπο που κάποια στιγμή θα αποτελούν ο ένας μια συνέχεια του άλλου και τελικά ένα ολόκληρο αδιάσπαστο σύνολο. 

Εκτός από την εδαφική επέκταση προς τη Δυτική Όχθη και τον εποικισμό, οι Ισραηλινοί επιβάλλουν απόλυτο έλεγχο στην επικοινωνία προκειμένου να κατακερματιστεί ο παλαιστινιακός χώρος, να μειωθεί η κινητικότητα του πληθυσμού και να καταστραφεί κάθε δυνατότητα ανάπτυξης. Το Ισραήλ όχι μόνο κατέλαβε, ανακαίνισε και διεύρυνε τις υπάρχουσες οδούς. Δημιούργησε και νέους δρόμους που θα επιτρέπουν στους εποίκους να φτάνουν στην Ιερουσαλήμ αλλά σχεδιάζουν και τη δημιουργία – όσο το δυνατόν πιο γρήγορα – μια γραμμής τραμ για τον ίδιο λόγο. 

Το αποτέλεσμα είναι ένα δίκτυο αυτοκινητόδρομων – των τεσσάρων λωρίδων – κατά μήκος των οποίων κόπηκαν τα δέντρα, κατεδαφίστηκαν τα σπίτια των Παλαιστινίων και υψώθηκαν «προστατευτικά τείχη». Στις παρακαμπτήριες που συνδέουν τους ισραηλινούς οικισμούς απαγορεύονται τα παλαιστινιακά οχήματα. Οι Παλαιστίνιοι χρησιμοποιούν άλλους δρόμους, κακής ποιότητας που δεν συντηρούνται καθόλου και είναι αποκομμένοι από σταθμούς και αεροδρόμια. Σχεδιάζεται έτσι ώστε τα παλαιστινιακά χωριά να απομονωθούν και να αποκλειστούν τελείως. 

Ισραηλινό Απαρτχάιντ

Μια ακόμη τακτική των ισραηλινών είναι η διείσδυση στην Παλιά Πόλη μέσω της κατάληψης κτιρίων, κατάσχεσης περιουσιών των «απόντων» και μέσω της δημιουργίας περιουσιών με αγορές από μεσάζοντες. Στον ισραηλινό τύπο, ο οικισμός στο ιστορικό κέντρο αποκαλείται «Δημοκρατία του Ελάντ», από το όνομα της οργάνωσης των εποίκων, στην οποία οι αρχές ανέθεσαν τη διοίκηση της «Πόλης του Δαβίδ». Παλαιστινιακά σπίτια φέρουν πλέον ισραηλινές σημαίες, όλο και πιο πολλά καταλαμβάνονται ενώ ένοπλοι ελέγχουν τους δρόμους. Μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις προστατεύουν τους ισραηλινούς οικισμούς. Επίσης πολλά σπίτια Παλαιστινίων κατεδαφίζονται με την αιτιολογία ότι δεν έχουν οικοδομικές άδειες, όμως αυτές οι άδειες πολύ δύσκολα δίνονται σε Παλαιστίνιους ενώ είναι και πολύ ακριβές.  

Η άνιση μεταχείριση των Παλαιστινίων εκτείνεται σε όλους τους τομείς. Μόνοι οι Ισραηλινοί (και το 2,3% των Παλαιστινίων) αναγνωρίζονται ως κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Οι Παλαιστίνιοι της Δυτικής Όχθης με πράσινες ταυτότητες δεν έχουν κανένα δικαίωμα, ούτε καν το δικαίωμα να εισέρχονται στην πόλη χωρίς άδεια, η οποία χορηγείται όλο και πιο σπάνια. Οι μόνιμοι κάτοικοι με μπλε δελτία ταυτότητας λαμβάνουν κάποιες κοινωνικές παροχές και μπορούν να ψηφίζουν στις τοπικές εκλογές, αλλά τα δικαιώματα αυτά δεν μεταδίδονται αυτόματα στους συζύγους ή τα παιδιά τους. Επίσης είναι πολύ εύκολο κάποιος να χάσει την ιδιότητα του κατοίκου ακόμη κι αν έχει γεννηθεί στην πόλη. Η μπλε κάρτα χρειάζεται συνεχώς ανανέωση και ο κάτοχος πρέπει να αποδείξει ότι ζει και εργάζεται στην Ιερουσαλήμ για μην την απολέσει.

Οι Παλαιστίνιοι της Ιερουσαλήμ είναι ουσιαστικά ανιθαγενείς, κολλημένοι σε ένα νομικό κενό – δεν είναι πολίτες του Ισραήλ, ούτε είναι πολίτες της Ιορδανίας ή της Παλαιστίνης. Από το 1967, το Ισραήλ έχει ανακαλέσει την ιδιότητα του κατοίκου της Ιερουσαλήμ από 14.000 Παλαιστίνιους. Η ίδια τακτική ακολουθείται στον προϋπολογισμό της πόλης. Η Ανατολική Ιερουσαλήμ, με το 33% του πληθυσμού, παίρνει μόλις το 8,48%. Κατά μέσο όρο 1.415 δολάρια δαπανώνται για κάθε Ισραηλινό και 310 δολάρια για κάθε Παλαιστίνιο. Το 67% των οικογενειών των Παλαιστινίων ζει κάτω από το όριο της φτώχειας σε σύγκριση με το 29% των ισραηλινών οικογενειών. 

Παράλληλα οι Ισραηλινοί χρησιμοποιούν τα σύμβολα για να καταλάβουν την πόλη. Στα μνημεία, στη διακόσμηση των δρόμων, στην αρχιτεκτονική, ακόμη και στους κάδους σκουπιδιών επιβάλλουν τη δική τους αισθητική. Επίσης αλλάζουν τα ονόματα των δρόμων ή των δημόσιων χώρων (Ισραηλινή Πλατεία Άμυνας, Οδός Αλεξιπτωτιστών, Κεντρική Διοίκηση Στρατιωτών, Πλατεία Κεντρικής Διοίκησης). Σύμφωνα με τον Ελιάς Σανμπάρ, οι Ισραηλινοί θέλουν να χτίσουν ολόκληρη την Ιερουσαλήμ και να αφήσουν μερικούς μικρούς γραφικούς αραβικούς δρόμους για τους τουρίστες, όπως στη Τζάφα. Ο Σανμπάρ είναι ο Παλαιστίνιος πρεσβευτής στην Unesco. Είχε αποτρέψει, το 2000, μια απόπειρα του Ισραήλ να θέσει την Αραβική Παλιά Πόλη, ως μέρος της κληρονομιάς του Ισραήλ. 

Τέλος οι Ισραηλινοί παρεμβαίνουν στην αρχή της ελεύθερης πρόσβασης στους Ιερούς Τόπους, η οποία έχει κατοχυρωθεί σε όλες τις διεθνείς συμφωνίες μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878). Για χρόνια οι μουσουλμάνοι και οι χριστιανοί της Δυτικής Όχθης έχουν στερηθεί την πρόσβαση στο τζαμί αλ-Άκσα και στο ναό του Πανάγιου Τάφου. Όσο για τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ πρέπει να είναι τουλάχιστον 45 ετών για να προσευχηθούν εκεί. Κατά την διάρκεια των κύριων θρησκευτικών εορτασμών την τελευταία φορά αναπτύχθηκαν 4.000 στρατιώτες στην περιοχή. 

Η ανησυχία των Χριστιανών 

Οι πατριάρχες και οι αρχηγοί των χριστιανικών εκκλησιών στην Ιερουσαλήμ ανησυχούν επίσης. Ήδη από το 2006 έχουν εκδώσει δήλωση για την ανάγκη διατήρησης ειδικού καθεστώτος στην Ιερουσαλήμ, το οποίο να εγγυάται, μεταξύ άλλων «το ανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας στη λατρεία και την συνείδηση για όλους, τόσο για τα άτομα, όσο και για τις θρησκευτικές κοινότητες, την ισότητα όλων των κατοίκων της μπροστά στο νόμο – σε συντονισμό με τα διεθνή ψηφίσματα – και την ελεύθερη πρόσβαση στην πόλη για όλους πολίτες, κατοίκους ή προσκυνητές». Στη δήλωση αυτή καλούσε τη διεθνή κοινότητα να εγγυηθεί το status quo των ιερών τόπων.