Η ρύπανση ευθυνόταν για τον πρόωρο θάνατο 9 εκατομμυρίων ανθρώπων το 2019, αποκαλύπτει μελέτη για την παγκόσμια θνησιμότητα και τα επίπεδα ρύπανσης που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Lancet Planetary Health. Συγκριτικά, ο COVID-19 σκότωσε περίπου 6,7 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως από την έναρξη της πανδημίας.

Ads

Τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη μελέτη του είδους, η κατάσταση παρέμεινε πρακτικά αμετάβλητη: περίπου ο ένας πρόωρος θάνατος στους έξι στον κόσμο οφείλεται στη ρύπανση, στηλιτεύει η Επιτροπή για τη Ρύπανση και την Υγεία του Lancet.

Η ρύπανση και τα ανθρωπογενή απορρίμματα που μολύνουν τον αέρα, το νερό και τη γη σκοτώνουν σπανίως άμεσα, όμως βρίσκονται πίσω από πολλές σοβαρές ασθένειες – καρδιακές παθήσεις, καρκίνους, αναπνευστικά προβλήματα, οξείες διάρροιες…

«Οι συνέπειες για την υγεία παραμένουν τεράστιες και οι χώρες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα υφίστανται το μεγαλύτερο βάρος», συνοψίζει ο βασικός συγγραφέας και συνδιευθυντής της επιτροπής Richard Fuller.

Ads

Σε αυτές συγκεντρώνεται το 92% των θανάτων και το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών ζημιών εξαιτίας του προβλήματος.

«Η προσοχή και η χρηματοδότηση ελάχιστα αυξήθηκαν από το 2015, παρά την τεκμηριωμένη αύξηση των ανησυχιών του κοινού ως προς τη ρύπανση και τις συνέπειές της στην υγεία», στηλιτεύει.

Μολονότι οι πρόωροι θάνατοι που αποδίδονται σε μορφές μόλυνσης που συνδέονται με την ακραία φτώχεια μειώθηκαν, αυτοί που αποδίδονται στη ρύπανση του αέρα και στη μόλυνση από χημικές ουσίες αυξήθηκαν.

«Ο αντίκτυπος της ρύπανσης στην υγεία παραμένει πολύ μεγαλύτερος από αυτούς των πολέμων, της τρομοκρατίας, της ελονοσίας, του HIV, της φυματίωσης, των ναρκωτικών και του αλκοόλ» και «ο αριθμός των θανάτων εξαιτίας της ρύπανσης ανταγωνίζεται αυτόν εξαιτίας του καπνίσματος», υπογραμμίζει.

Το 2019, στη μόλυνση του αέρα αποδόθηκαν 6,7 εκατομμύρια θάνατοι, σε αυτή του νερού 1,4 εκατ., στη μολυβδίαση 900.000.

image

«Υπαρξιακή απειλή για την ανθρώπινη υγεία και την υγεία του πλανήτη»

Η ρύπανση είναι μια «υπαρξιακή απειλή για την ανθρώπινη υγεία και την υγεία του πλανήτη και θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των σύγχρονων κοινωνιών», διαπίστωσε η μελέτη.

Η νέα ανάλυση εμβαθύνει στις αιτίες της ρύπανσης, διαχωρίζοντας τους παραδοσιακούς ρύπους όπως ο καπνός ή τα λύματα εσωτερικών χώρων, από τους σύγχρονους ρύπους, που περιλαμβάνουν τη βιομηχανική ατμοσφαιρική ρύπανση και τις τοξικές χημικές ουσίες.

Ενώ οι θάνατοι από παραδοσιακούς ρύπους μειώνονται παγκοσμίως, παραμένουν ένα ζήτημα στην Αφρική. Το Τσαντ, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και ο Νίγηρας ήταν οι τρεις χώρες που βρέθηκαν να έχουν τους περισσότερους θανάτους που σχετίζονται με τη ρύπανση, που αποδίδονται κυρίως στο μολυσμένο νερό, το έδαφος και τον επιβλαβή αέρα εσωτερικών χώρων.

Οι κινήσεις για τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε εσωτερικούς χώρους και τη βελτίωση της υγιεινής συνέβαλαν στη μείωση των θανάτων κατά δύο τρίτα στην Αιθιοπία και τη Νιγηρία μεταξύ 2000 και 2019. Η μετατόπιση της Ινδίας από τις ξυλόσομπες στις συνδέσεις σόμπας αερίου βελτίωσε επίσης τα ποσοστά θνησιμότητας.

Αντίθετα, η μελέτη διαπίστωσε ότι οι θάνατοι που προκλήθηκαν από την έκθεση σε σύγχρονους ρύπους, όπως τα βαρέα μέταλλα, τα αγροχημικά και οι εκπομπές ορυκτών καυσίμων, «απλώς εκτοξεύονταν» και είχαν αυξηθεί κατά 66% από το 2000. Η τάση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Ενώ η υπαίθρια ατμοσφαιρική ρύπανση μειώθηκε σε ορισμένες μεγάλες πρωτεύουσες, συμπεριλαμβανομένης της Μπανγκόκ, της Κίνας και της Πόλης του Μεξικού, οι μικρότερες πόλεις είδαν τα επίπεδα ρύπανσης να ανεβαίνουν.

«Το γεγονός ότι η κατάσταση με τον μόλυβδο χειροτέρεψε, ειδικά στις πιο φτωχές χώρες, ότι αυξήθηκε ο αριθμός των θανάτων, είναι φρικιαστικό», τόνισε ο κ. Fuller στο Γαλλικό Πρακτορείο.

Η έκθεση σε τοξικές ουσίες μπορεί εξάλλου να προκαλέσει καθυστέρηση στη νοητική ανάπτυξη των παιδιών.

Αν και η θνησιμότητα εξαιτίας της ρύπανσης στα νοικοκυριά (που συνδέεται με την καύση καυσίμων, τα προβλήματα στην ύδρευση ή στην υγιεινή) υποχώρησε, ιδιαίτερα στην Αφρική, οι πιο «σύγχρονες» μορφές μόλυνσης σκοτώνουν περισσότερους απ’ ό,τι πριν από 20 χρόνια. Το 2000, οι πρόωροι θάνατοι που οφείλονταν στη ρύπανση του αέρα ανέρχονταν σε 2,9 εκατ., το 2019 υπολογίζεται πως έφθασαν τα 4,5 εκατ..

Τα μικροσωματίδια και το όζον στον αέρα, η έκθεση στον μόλυβδο και καρκινογόνες ουσίες στον χώρο εργασίας, η χημική μόλυνση στο περιβάλλον κερδίζουν έδαφος, πρωτίστως στην Ασία.

«Αν δεν μπορέσουμε να αναπτυχθούμε με καθαρό και οικολογικό τρόπο, τότε κάνουμε κάτι τρομερά λάθος», τονίζει ο κ. Fuller.

Οι συγγραφείς της μελέτης διατύπωσαν οκτώ συστάσεις για τη μείωση των θανάτων λόγω ρύπανσης, τονίζοντας την ανάγκη για καλύτερη παρακολούθηση, καλύτερη αναφορά και ισχυρότερη κυβερνητική ρύθμιση για τη βιομηχανία και τα αυτοκίνητα.

«Ξέρουμε απολύτως πώς να λύσουμε καθένα από αυτά τα προβλήματα», είπε ο Fuller. «Αυτό που λείπει είναι η πολιτική βούληση».