Στη νήσο Μπανάμπα στον ειρηνικό Ωκεανό, η οποία είναι τμήμα της Δημοκρατίας του Κιριμπάτι, έχει να βρέξει 1 χρόνο.

Ads

Όταν δεν βρέχει, οι κάτοικοι του νησιού βασίζονται αποκλειστικά στις εγκαταστάσεις αφαλάτωσης, προκειμένου να βρουν νερό για να πιούν, να κάνουν μπάνιο αλλά και να καλλιεργήσουν τις σοδειές τους.

Ωστόσο, τον περασμένο Νοέμβριο, οι εγκαταστάσεις χάλασαν, κι έτσι η κατάσταση έγινε ανυπόφορη για τους περίπου 300 κατοίκους του νησιού. Άνθρωποι αναγκάστηκαν να πιούν μολυσμένο νερό, αρρώστιες ξέσπασαν στο νησί, ενώ πολλοί φοβούνται πως αργά ή γρήγορα θα λιμοκτονήσουν.

Ο Taboree Biremon, κάτοικος του νησιού, είπε στο Guardian πως «οι δερματικές ασθένειες και η διάρροια είναι διαδεδομένες, ειδικά στα παιδιά, καθώς δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να πιούμε μολυσμένο νερό ή αλατόνερο, ενώ πρόσθεσε πως «τα παιδιά δεν είναι καθόλου καλά, γιατί δεν καταλαβαίνουν. Θέλουν φαγητό το οποίο δεν μπορούν να λάβουν. Αισθανόμαστε τόσο άσχημα γι’ αυτό αλλά δεν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε».

Ads

Μάλιστα, ο ίδιος δήλωσε πως για 3 ολόκληρους μήνες, οι κάτοικοι δεν είχαν φρέσκο νερό να πιούν, ούτε φαγητό, εκτός από ψάρια, δεν μπορούσαν να κάνουν μπάνιο, ενώ όλες οι καλλιέργειές τους είχαν καταστραφεί. «Δεν μπορούσαμε ούτε να κοιμηθούμε, γιατί το μόνο που θέλαμε να κάνουμε ήταν να ψάξουμε στο νησί για νερό. Ψάχνουμε απλώς έναν τρόπο να επιβιώσουμε. Το αίσθημα που έχουμε είναι πως παρασυρόμαστε στη θάλασσα, μόνοι, δίχως κανείς να νοιάζεται».

Αξίζει να σημειωθεί πως τον Μάρτιο, ένα πλοίο από την Ταράουα, πρωτεύουσα του Κιριμπάτι, 400 χιλιόμετρα μακριά, κατέφθασε στο νησί, μεταφέροντας νερό και εξοπλισμό για να στηθεί ξανά μια εγκατάσταση αφαλάτωσης.

Όμως, φαίνεται πως η λύση αυτή δεν είναι η προσδοκώμενη. Ηλικιωμένοι του νησιού υποστηρίζουν πως το να βασίζονται στη στήριξη από μακρινά μέρη, δεν είναι κάτι βιώσιμο, ειδικά την ώρα που η κλιματική κρίση χειροτερεύει.

Η Roubena Ritata, υποστήριξε πως «οι εγκαταστάσεις αφαλάτωσης δεν είναι λύση. Πόσο καιρό θα πάρει να χαλάσει κι αυτή η εγκατάσταση, και να βρεθούμε ξανά στην ίδια κατάσταση; Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η αποκατάσταση του νησιού μας».

Οι ηγέτες του νησιού ψάχνουν έναν τρόπο να επιστρέψουν στην παραδοσιακή μέθοδο συλλογής νερού στο νησί, και που βοήθησε τους πρόγονούς τους να επιβιώσουν για αιώνες.
Για να το πετύχουν αυτό, κατά βάση οι ηλικιωμένοι έχουν απευθυνθεί στις κυβερνήσεις της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, ζητώντας να τους παρασχεθεί μεγάλη βοήθεια, προκειμένου να ανακατασκευαστεί ή να καθαριστεί ένα υπόγειο δίκτυο σπηλιών, οι οποίες θεωρούνται ιερές, γνωστές ως te bangabanga. Εκεί, αποθηκευόταν το νερό από τις βροχές, το οποίο στη συνέχεια μάζευαν οι κάτοικοι. Αυτό τους βοηθούσε να αντιμετωπίσουν και τις ξυρασίες.

Οι δύο χώρες από τις οποίες ζήτησαν βοήθεια δεν είναι τυχαίες. Η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδίας συνέβαλαν στην καταστροφή των σπηλιών κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, εξαιτίας των εξορύξεων φωσφορικού άλατος, οι οποίες ξεκίνησαν από τον Αυστραλό Albert Ellis, το 1900.

Για τα επόμενα 80 χρόνια, η Βρετανική Επιτροπή Φωσφορικών (BPC), η οποία αποτελούνταν από την Αυστραλία, τη ΝέΑ Ζηλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ως ισότιμα μέλη, έκανε τόσες εξορύξεις στο νησί, όπου το 90% της επιφάνειας απογυμνώθηκε.

«Η καταστροφή είναι απολύτως το αποτέλεσμα της δικής τους δραστηριότητας», υποστηρίζει στο Guardian η Katerina Teaiwa, ακαδημαϊκός από το νησί, αλλά και καθηγήτρια του Αυστραλιανού Εθνικού Πανεπιστημίου. «Ήρθαν εδώ, έκαναν ένα μεγάλο πάρτι, έβγαλα λεφτά και έφυγαν».

Η πιο σημαντική επίπτωση της δραστηριότητάς τους έγκειται στις σπηλιές te bangabanga. Πλέον, σχεδόν όλες έχουν καταστραφεί, ενώ όσες είναι σε καλή κατάσταση είναι μολυσμένες.
Η Pelenise Asofa, ηλικιωμένη του νησιού, τονίζει πως «Για πολλούς από εμάς, οι te bangabanga τώρα υπάρχουν μόνο στις ιστορίες και τους χορούς που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Επίσης, όπως σημειώνει η ίδια, ιστορικά, μόνο οι γυναίκες μπορούσαν να μπουν στις σπηλιές, πράγμα που σταθεροποιούσε τη σημασία των γυναικών στη κοινότητα. «Όλα αυτά έχουν χαθεί».

Οι κάτοικοι συνήθιζαν να λένε στους μικρότερους ιστορίες, χορεύοντας, για το πώς οι πρόγονοί τους βρήκαν τις σπηλιές. Είναι άλλωστε αναπόσπαστό κομμάτι της ταυτότητάς τους, αφού ήταν από τα κύρια μέσα επιβίωσής τους.

Γι’ αυτό, υπάρχουν προσπάθειες από τους κατοίκους να διεκδικήσουν αποζημίωση για τις καταστροφές. Το 1976, μια ομάδα έκανε μήνυση στη Βρετανία, για το ρόλο της στην όλη διαδικασία. Το δικαστήριο έκρινε πως το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε νόμιμη υποχρέωση να το κάνει. Οι κάτοικοι είχαν λάβει τότε κάποια αποζημίωση, ωστόσο, επειδή η κατάσταση έχει χειροτερέψει πολύ από τότε, ευελπιστούν να φτάσουν σε μια τελική λύση.

Δεν πρόκειται βέβαια μόνο για τους 300 κατοίκους. Υπολογίζεται πως η διασπορά είναι γύρω στα 6 χιλιάδες άτομα. Οι περισσότεροι διαμένοντες στο νησί είχαν αναγκαστεί να φύγουν όταν άρχισαν οι εξορύξεις, κατευθυνόμενοι στη νήσο Ραμπί, στα Βόρεια Φίτζι. Πολλοί θέλουν να επιστρέψου, αλλά με τις υπάρχουσες συνθήκες κάτι τέτοιο μοιάζει αδύνατο.

Η Rae Bainteiti, μια νεαρή ακτιβίστρια, προτρέπει τους νέους να σταθούν στα πόδια τους και να είναι γενναίοι, αλλά και να συμβάλλουν σε αυτό τον αγώνα για αποζημίωση, παίρνοντας ενεργά μέρος στη συζήτηση.

Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εκεί. Στο νησί κατασκευάστηκαν κατοικίες από αμίαντο, η εισπνοή του οποίου μπορεί να προκαλέσει καρκίνο του πνεύμονα.

Ο Mike McRae-Williams, ένας Αυστραλός περιβαλλοντολόγος ειδικός στις εξορύξεις, πήγε το 2008 στο νησί προκειμένου να εκτιμήσει την κατάσταση. Την χαρακτήρισε «εξαιρετικά κρίσιμη». «Είναι αναμφίβολα ένας κίνδυνος για την υγεία των ανθρώπων που ζουν εκεί, και θα έχει συγκεκριμένες υγειονομικές επιπτώσεις».

Εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών και Εμπορίου της Νέας Ζηλανδίας είπε στον Guardian ότι υποστηρίζει την προσπάθεια των κατοίκων για αποζημίωση και ανακούφιση, αλλά αρνήθηκε να σχολιάσει τις εκκλήσεις τους προς τη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία, έτσι ώστε να χρηματοδοτήσουν μια μακροπρόθεσμη λύση, όσον αφορά την κρίσιμη κατάσταση με το νερό.