Στις 4 Ιουνίου συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη σύναψη της Συνθήκης του Τριανόν με την οποία η, ηττημένη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Ουγγαρία, υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την απώλεια των 2/3 των εδαφών, που έλεγχε προηγουμένως, ενώ το 1/3 των εθνικά Ούγγρων βρέθηκαν ξαφνικά ως μειονότητες στις παλιές και νέες γειτονικές χώρες. Για τους σημερινούς Ούγγρους η  Συνθήκη του Τριανόν θεωρείται ταπεινωτική και «εθνικό τραύμα» το οποίο, ακόμη και έναν αιώνα αργότερα, θεωρούν πως δεν έχει επουλωθεί. Αυτό το «εθνικό τραύμα» της Συνθήκης του Τριανόν εκμεταλλεύτηκε πολιτικά ο Βίκτορ Όρμπαν και το εθνολαϊκιστικό κόμμα του Fidesz για να αγκιστρωθεί στην εξουσία, αξιοποιώντας εργαλειακά τις πολυάριθμες ουγγρικές μειονότητες στη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Σερβία, ώστε να παραμείνει στην εξουσία, κερδίζοντας εύκολα τις εκλογές με τις ψήφους των Ούγγρων μειονοτικών στους οποίους και παραχώρησε την ουγγρική ιθαγένεια.
 
Η επιθυμία του Όρμπαν να «σβήσει τα σύνορα» της  Συνθήκης του Τριανόν

Ads

Ο Όρμπαν και οι Ούγγροι εθνικιστές διαχειρίζονται πολιτικά τη μνήμη της Συνθήκης του Τριανόν και, με αφορμή την επέτειο των εκατό χρόνων από την υπογραφή της, επιθυμούν να προωθήσουν αναθεωρητικές προσεγγίσεις απέναντί της. Αν και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Ουγγαρία είναι γεγονός πως ενσωματώνει επιλεκτικά τις οδηγίες των Βρυξελλών, υιοθετώντας όσες τη βολεύουν και αδιαφορώντας προκλητικά για τις υπόλοιπες. Ανοίγει τα σύνορα της για τους Ούγγρους μειονοτικούς των γειτονικών χωρών, ακόμη και για τους Ούγγρους της Σερβίας, που είναι εκτός Ε.Ε., εφοδιάζοντας τους και με ουγγρικά διαβατήρια, ενώ την ίδια στιγμή τα κλείνει ερμητικά στους πρόσφυγες, αρνούμενη να επιδείξει αλληλεγγύη σε χώρες-μέλη της «πρώτης γραμμής», όπως η Ελλάδα.

Παράλληλα, με το νέο εθνικό πρόγραμμα σπουδών της κυβέρνησης Όρμπαν, υιοθετείται μια «αναθεωρητική προσέγγιση» της Συνθήκης του Τριανόν. Ο Όρμπαν επιθυμεί στην ουσία να «καταργήσει» τα σύνορα μεταξύ Ουγγαρίας και γειτονικών περιοχών, όπου ζουν Ούγγροι μειονοτικοί, και να επέλθει έτσι η ενοποίηση του ουγγρικού έθνους, υπό τη σκέπη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά με τον πρωταρχικό έλεγχο της Βουδαπέστης. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση Όρμπαν έχει θεσπίσει μια σειρά πολιτικών και μέτρων που αποσκοπούν στην προώθηση της δέσμευσης της Βουδαπέστης για την προστασία των ουγγρικών μειονοτήτων στην κεντρική Ευρώπη, που αριθμούν περίπου τρία εκατομμύρια μέλη. Αυτά τα μέτρα περιλαμβάνουν την καθιέρωση μιας Ημέρας Εθνικής Ενότητας στις 4 Ιουνίου κάθε χρόνο (επέτειο της Συνθήκης του Τριανόν), την πρόβλεψη οι εθνικά Ούγγροι μειονοτικοί να υποβάλουν αίτηση για ουγγρική ιθαγένεια και να την αποκτούν εύκολα, ακόμη και αντικατάσταση της σημαίας της Ε.Ε. στο ουγγρικό κοινοβούλιο με τη σημαία των Ούγγρων και Σέκλερς της Τρανσυλβανίας (Ρουμανία)!
 
Η ουγγρική ιδιαιτερότητα

H Ουγγαρία είναι μια χώρα μοναδική σε όλη την Ευρώπη και μια «πολιτική παραφωνία» στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ωστόσο βρίσκει όλο και περισσότερους μιμητές τα τελευταία χρόνια. Ευρωσκεπτικιστική, εθνικιστική, αντιμεταναστευτική, συντηρητική και κλειστοφοβική η σημερινή Ουγγαρία του πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν και του εθνολαϊκιστικού κόμματος Fidesz (αλλά και του ακροδεξιού Jobbik), αποτελεί ένα παράδειγμα της άλλης, της «σκοτεινής» Ευρώπης, που αντιπαρατίθεται στις περισσότερες αξίες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ουγγρική ιδιαιτερότητα καθώς και ο έντονος, ακόμη και στις ιδανικότερες συνθήκες, ουγγρικός εθνικισμός, που διαποτίζει σχεδόν όλο το φάσμα της πολιτικής σκηνής της χώρας και τον οποίο εκμεταλλεύεται συνεχώς ο πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, έχει ιστορικές αναφορές σε «εθνικά τραύματα» του παρελθόντος, σύμφωνα με την άποψη των Ούγγρων εθνικιστών. Και το «εθνικό τραύμα» της Ουγγαρίας ακούει, σύμφωνα με τους Μαγυάρους εθνικιστές, στο όνομα Συνθήκη του Τριανόν.
 
Το «εθνικό τραύμα» της Συνθήκης του Τριανόν

Ads

Η σύγχρονη περίκλειστη Ουγγαρία δημιουργήθηκε από τη Συνθήκη του Τριανόν (4.6.1920) την οποία και επέβαλλαν οι σύμμαχοι της Αντάντ στο ηττημένο Βασίλειο της Ουγγαρίας, το οποίο αποτελούσε ως τότε τη μία από τις δύο συνιστώσες της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας ή Αυστρο-Ουγγαρίας. Με την ταπεινωτική αυτή συνθήκη η Ουγγαρία (93.000 τ.χλμ.) περιορίστηκε στο 28% των εδαφών του προηγούμενου πολυεθνικού Βασιλείου της Ουγγαρίας (325.000 τ.χλμ.) και ο δε πληθυσμός της στο 36% του προηγούμενου, ενώ 3.425.000 εθνικά Ούγγροι βρέθηκαν εκτός Ουγγαρίας, ως μειονότητες πλέον στις γειτονικές χώρες. Αυτό θεωρήθηκε από τους Ούγγρους εθνικιστές, και όχι μόνον, άκρως ταπεινωτικό και θλιβερή κατάντια για μια χώρα που μέχρι τον Α’ Π. Πόλεμο είχε συνδιοικήσει τεράστιες περιοχές και πληθυσμούς της Κεντρικής Ευρώπης. Πλέον έβλεπαν εκατομμύρια ομοεθνών τους να υποβιβάζονται σε καθεστώς μειονότητας και πολιτών β’ κατηγορίας σε χώρες που μόλις πριν λίγα χρόνια ήταν επαρχίες τους. Ο εθνικός τους εγωισμός είχε ταπεινωθεί και υπέβοσκε μια δίψα για αντεκδίκηση.

Κατά τον Μεσοπόλεμο οι Ούγγροι εθνικιστές, παρατηρώντας και την περιρρέουσα δημογραφική κρίση, πίστευαν πως είχαν εμπλακεί σε μια «ανέλπιδη μάχη» ενάντια στον «θάνατο του έθνους» στα χέρια των Σλάβων, των Γερμανών και των Ρουμάνων. Μια απαισιοδοξία και μια εκδικητικότητα ήταν διάχυτη παντού, την οποία και εκμεταλλεύτηκε ο εθνικιστής Ναύαρχος Χόρτι (Miklós Horthy) για να ωθήσει την ηττημένη Ουγγαρία στην αγκαλιά του Άξονα, ώστε να αποκομίσει εδαφικά οφέλη και να «διορθωθεί» η ταπεινωτική Συνθήκη του Τριανόν. Έτσι, το νέο φιλοναζιστικό Βασίλειο της Ουγγαρίας επεκτάθηκε εδαφικά με τις ευλογίες του Χίτλερ και από το 1939 ως το 1944 είχε προσαρτήσει περιοχές της Τσεχοσλοβακίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουμανίας, ώστε να συμπεριλάβει όλους τους Ούγγρους υπό «κοινή εθνική στέγη» και μαζί τους και πολλές άλλες μειονότητες. Δεκάδες χιλιάδες Ούγγροι στρατιώτες στάλθηκαν στο Ανατολικό Μέτωπο για να πολεμήσουν κατά των Σοβιετικών στο πλευρό των δυνάμεων του Άξονα, ενώ φρικτή μοίρα περίμενε τους 600.000 Ουγγροεβραίους, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων (440.000) εξοντώθηκε σε ναζιστικά Στρατόπεδα Συγκέντρωσης.
 
Το απωθημένο της σοβιετικής κατοχής και καταπίεσης

Λίγο πριν το τέλος του Β’ Π. Πολέμου και την ήττα του Άξονα η Ουγγαρία έγινε πεδίο μαχών από τον Οκτώβριο του 1944 μέχρι τον Απρίλιο του 1945, κατά τις οποίες σκοτώθηκαν δεκάδες χιλιάδες Ούγγροι, και τελικά καταλήφθηκε από τον Κόκκινο Στρατό, που επέβαλε μια σκληρή κατοχή. Περίπου 200.000 εθνικά Ούγγροι εκτοπίστηκαν από την Τσεχοσλοβακία, και δεκάδες χιλιάδες άλλοι από τη Γιουγκοσλαβία (Βοΐβοντίνα) και την Ρουμανία  (Τρανσυλβανία). Οι περισσότεροι βρήκαν καταφύγιο στην υπό σοβιετική κατοχή Ουγγαρία, η οποία με τη Συνθήκη των Παρισίων (1947) περιορίστηκε και πάλι στα μεσοπολεμικά σύνορα της “ταπεινωτικής” Συνθήκης του Τριανόν. Η σκληρή σοβιετική κατοχή της ηττημένης Ουγγαρίας, ειδικά κατά την περίοδο 1945-1956, είχε ως αποτέλεσμα τον αναγκαστικό εκτοπισμό περίπου 600.000 Ούγγρων σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας της Σιβηρίας, οι 200.000 εκ των οποίων πέθαναν στα Γκουλάγκ.

Η σοβιετική καταπίεση οδήγησε σε λαϊκή εξέγερση και στην Ουγγρική Επανάσταση του 1956, που όμως αντιμετωπίστηκε βίαια από τα σοβιετικά στρατεύματα με αποτέλεσμα 20.000 Ούγγρους νεκρούς, δεκάδες χιλιάδες φυλακισμένους και εκτοπισμένους στη Σιβηρία, ενώ περίπου 250.000 Ούγγροι αντιφρονούντες κατέφυγαν, μέσω της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας – πού είχε τα σύνορά της ανοιχτά σε αντίθεση με τη σημερινή Ουγγαρία-, ως πολιτικοί πρόσφυγες στη Δύση. Από το 1956 μέχρι το 1989 επικράτησε στην κομμουνιστική Ουγγαρία μια «νεκρική ακαμψία», με τον ουγγρικό εθνικισμό να είναι σε καταστολή, μαζί με τις όποιες δημοκρατικές αξιώσεις του ουγγρικού λαού.
 
Η οδυνηρή περίοδος της «Μετάβασης» και η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Μετά το 1989 και την κατάρρευση του «Ανατολικού Μπλοκ» η Ουγγαρία πέρασε μια πολύ δύσκολη περίοδο μετάβασης από το προηγούμενο συγκεντρωτικό «κομμουνιστικό σύστημα» σε μια ελεύθερη «οικονομία της αγοράς». Αυτή η περίοδος σκληρών μεταρρυθμίσεων νεοφιλελεύθερου τύπου, που είχαν ως επιστέγασμα την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2004), οδήγησε στη μαζική εξαθλίωση και φτωχοποίηση, που είχε ως αποτέλεσμα περισσότερο από μισό εκατομμύριο Ούγγροι να μεταναστεύσουν στη Δύση προς αναζήτηση εργασίας και καλύτερης ζωής. Έτσι ο πληθυσμός της Ουγγαρίας από 10,7 εκατομμύρια που ήταν το 1980 έπεσε στο 10,1 εκ. το 2004 (έτος ένταξης στην Ε.Ε.) για να κατρακυλήσει στα 9,6 εκατομμύρια το 2020.

Την ίδια περίοδο ο ουγγρικός εθνικισμός, ο οποίος βρισκόταν σε καταστολή κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου, νομιμοποιήθηκε και πάλι, επανέκαμψε και έγινε κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής σκηνής της Ουγγαρίας. Σχεδόν όλα τα ουγγρικά πολιτικά κόμματα είχαν ως σημαία τους την προστασία των δικαιωμάτων των ουγγρικών μειονοτήτων στις γειτονικές χώρες, ενώ οι Ούγγροι εθνικιστές μιλούσαν ανοικτά ακόμη και για κατάργηση της Συνθήκης του Τριανόν και για επαναχάραξη των συνόρων, άσχετα αν η χώρα τους γινόταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 
Αρχικά υπήρξε το αφήγημα μεταξύ των Ούγγρων εθνικιστών ότι η ένταξη της Ουγγαρίας στην Ε.Ε., σε συνδυασμό με την ένταξη και των γειτονικών χωρών όπου διαβιούν πολυάριθμες ουγγρικές μειονότητες, θα επέφερε στην ουσία μία άτυπη «βελούδινη ενοποίηση του ουγγρικού έθνους», εξαιτίας της ελεύθερης μετακίνησης και της κατάργησης των συνοριακών ελέγχων. Απώτερος φυσικά στόχος ήταν η άμβλυνση των εμποδίων που επέφερε η ταπεινωτική Συνθήκη του Τριανόν και δημιουργία μιας νέας αίσθησης ενοποίησης και κοινότητας του ουγγρικού έθνους στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
 
Το εθνικιστικό αφήγημα του Όρμπαν

Το αφήγημα αυτό χρησιμοποίησε έντεχνα και το Δεξιό κόμμα Fidesz του Βίκτορ Όρμπαν προκειμένου να ανέλθει στην εξουσία στην Ουγγαρία, τόσο κατά την πρώτη περίοδο (1998-2002), όσο και μετά το 2010, όταν και επικράτησε απόλυτα στην ουγγρική πολιτική σκηνή επιβάλλοντας πλήρως την ατζέντα του. Ο Όρμπαν, ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, που έχει χαρακτηριστεί από τους αντιπάλους του ως εθνολαϊκιστής, αυταρχικός, αλυτρωτιστής, Πουτινιστής, αντιευρωπαϊστής, ακόμη και «δικτάτορας», ακολούθησε μια ριζοσπαστική πολιτική που προωθούσε από τη μία τον φόβο περί «εξαφάνισης του ουγγρικού έθνους» κι από την άλλη την προστασία και εργαλειοποίηση των ουγγρικών μειονοτήτων για πολιτικό και κομματικό όφελος.

Σήμερα περίπου τρία εκατομμύρια Ούγγροι διαβιούν ως μειονότητες σε γειτονικά κράτη: το 11% της Σλοβακίας είναι Ούγγροι, το 6,6% της Ρουμανίας, το 3,5% της Σερβίας και το 1% της Κροατίας. Υπάρχουν επίσης μικρές ουγγρικές μειονότητες στη δυτική υπερκαρπάθια Ουκρανία (Ρουθηνία), στη Σλοβενία και στην Αυστρία. Γενικώς οι εθνικιστές της Ουγγαρίας ισχυρίζονται συχνά πως η Ουγγαρία συνορεύει στην ουσία με τον… εαυτό της, με την έννοια ότι σχεδόν όλες οι περιοχές που γειτνιάζουν με τα σημερινά της σύνορα κατοικούνται κυρίως από ουγγρικές μειονότητες.

image

Χάρτης ουγγρικών μειονοτήτων της κεντρικής Ευρώπης
 
Η εργαλειακή χρήση των ουγγρικών μειονοτήτων

Ο Βίκτορ Όρμπαν, που από τη μία κλείνει στους πρόσφυγες τα σύνορα της Ουγγαρίας «στο όνομα της χριστιανικής Ευρώπης», από την άλλη τα ανοίγει διάπλατα στα μέλη των ουγγρικών μειονοτήτων, που όχι μόνον μπορούν να εγκατασταθούν και να εργαστούν ελεύθερα στην Ουγγαρία, αλλά και να αποκτήσουν την ουγγρική ιθαγένεια και το διαβατήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό ισχύει από το 2004, όταν το κόμμα Fidesz του Όρμπαν βρισκόταν στην αντιπολίτευση (οι σοσιαλιστές κυβερνούσαν στην Ουγγαρία από το 2002 ως το 2010) και ήταν μια διακομματική πρωτοβουλία να χορηγηθεί ιθαγένεια σε όσους Ούγγρους μειονοτικούς σε γειτονικά κράτη το επιθυμούσαν, παρά τις αντιδράσεις αυτών των χωρών για «ανάμειξη της Ουγγαρίας στις εσωτερικές τους υποθέσεις». Το μέτρο αυτό είχε επίδραση κυρίως στους Ούγγρους της Ρουμανίας και της Σερβίας, που είναι δύο χώρες που αποδέχονται το καθεστώς της διπλής υπηκοότητας για τους πολίτες τους.

Το βασικό σκεπτικό αυτής της απόφασης ήταν ότι η Ουγγαρία μειώνεται πληθυσμιακά καθώς μισό εκατομμύριο Ούγγροι είχαν μεταναστεύσει στη Δύση και το ποσοστό θνησιμότητας στη χώρα υπερβαίνει σταθερά και επί πολλά έτη το ποσοστό των γεννήσεων, οπότε χρειαζόταν «νέο αίμα» και μάλιστα προερχόμενο από ομοεθνείς.

Το ρεύμα του ουγγρικού αναθεωρητισμού μπορεί να απευθύνεται κυρίως στο εσωτερικό ακροατήριο αλλά, σε μια εποχή που η Ουγγαρία αντιμετωπίζει διεθνείς επικρίσεις γι’ αυτή της την πολιτική, τέτοιες τάσεις θεωρούνται επικίνδυνες για την αποσταθεροποίηση της Κεντρικής Ευρώπης, πυροδοτώντας έντονες αντιδράσεις, καταρχάς στις γειτονικές της χώρες, που δεν ανέχονται καμιά αμφισβήτηση των υπαρχόντων συνόρων και της εδαφικής τους ακεραιότητας. Αυτό όμως δεν θα σταματήσει την προσπάθεια του Όρμπαν να «ξαναγράψει την ιστορία» με βάση τη δική του πολιτική κοσμοαντίληψη, έστω κι αν πρόκειται για ακόμη μία επίδειξη εθνολαϊκισμού καθαρά για εσωτερική κατανάλωση.
 
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος