Το μάθημα της Ιστορίας είναι ίσως η μεγαλύτερη κατάρα για τους μαθητές και μάλλον για τους περισσότερους εκπαιδευτικούς. Πολύ σπάνια θα συναντήσεις κάποιον μαθητή που γοητεύεται από το περιεχόμενο του μαθήματος. Τα παιδιά δεν αποκτούν ιστορικές γνώσεις ούτε δεξιότητες, ενώ καλλιεργείται συστηματικά η αδιαφορία ή και το μίσος για το μάθημα της Ιστορίας. Για αυτήν την κατάσταση έχουν διατυπωθεί διάφορες κριτικές: Τα βιβλία είναι γραμμένα σε μία δύσκολη γλώσσα με πολλές άγνωστες λέξεις. Οι πληροφορίες είναι πολλές και ανούσιες.

Ads

Αν και οι κριτικές αυτές είναι βάσιμες και δίκαιες δεν αγγίζουν, κατά τη γνώμη μου, τον πυρήνα του ζητήματος. Και ο πυρήνας του προβλήματος είναι επιστημολογικός. Είναι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον ιστορικό χρόνο. Στα διδακτικά εγχειρίδια και στις διδακτικές μας πρακτικές κυριαρχεί η ιστορικιστική αντίληψη ενός ομοιογενούς και κενού ιστορικού χρόνου. Το παρελθόν είναι ένδοξο, αλλά νεκρό, χωρίς καμία σύνδεση με το παρόν. Τα ιστορικά γεγονότα ανασυγκροτούνται και αφηγούνται χωρίς αναφορά στο σήμερα, αλλά αυτά κάθε αυτά. Ο ιστορικός χρόνος είναι ένα κενό διάστημα που μπορεί να γεμίσει με ιστορίες, με παραμυθίες. Αυτές οι ιστορίες μπορούν να αφηγηθούν λιγότερο ή περισσότερο συναρπαστικά, αλλά είναι πάντα σκέτες παραμυθίες. Ξεκινούν με το Μία φορά και έναν καιρό… Η ιστορία χάνει την ποιότητα της, την επικαιρότητα της με το σήμερα. Ποσοτικοποιείται και έτσι το μόνο που μετράει είναι να κοπεί σε αιώνες και περιόδους.

Αν επιθυμούμε λοιπόν το μάθημα της ιστορίας να αποκτήσει κάποιο ενδιαφέρον για τους μαθητές μας πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε την ίδια την ιστορία. Να δώσουμε πίσω τον ποιοτικό χαρακτήρα του ιστορικού χρόνου. Η ζωή μας, όπως και η ζωή των παιδιών, δεν ξεκινά από το μηδέν. Δεν αιωρείται πάνω από τον ιστορικό χρόνο. Οικοδομείται πάνω σε ιστορικά προσδιορισμένες πολιτισμικές στοιβάδες. Πρέπει να σκάψουμε αυτές τις στρώσεις. Και το σκάψιμο ξεκινά πάντα από τα πάνω προς τα κάτω. Από τις πιο πρόσφατες στις πιο παλιές ιστορικές εμπειρίες. Είναι πλέον κοινός τόπος πως σε κάθε γνωστικό αντικείμενο πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτό που είναι οικείο στα παιδιά. Στην ιστορία όμως λειτουργούμε ανάποδα. Ξεκινάμε από το πλέον απομακρυσμένο σημείο, την αρχαιότητα. Σκάβουμε από κάτω προς τα πάνω.

Μία τέτοια αντίληψη της ιστορίας θα οδηγήσει και σε εντελώς διαφορετικές διδακτικές πρακτικές. Η ιστορία δεν θα ξεκινάει από την αρχαιότητα, αλλά από το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει το παιδί, την οικογένεια, το σχολείο, την γειτονιά. Ξεκινάει με ερωτήματα όπως: Πού πήγαιναν οι γονείς μου σχολείο; Πώς ήταν τότε το σχολείο ως χώρος; Τι μαθήματα έκαναν;  Τι έτρωγε ο παππούς; Η ιστορία μπορεί επίσης να ξεκινήσει αναιρώντας τις πιο πρόσφατες εξελίξεις. Πώς ήταν ένας κόσμος χωρίς Internet;

Ads

Είναι προφανές πως μία τόσο διαφορετική εκκίνηση θα αλλάξει άρδην και το περιεχόμενο της ιστορικής αφήγησης μεταθέτοντας το βάρος από τους πολέμους και τις μάχες, στις καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων, την παραγωγή, τα έθιμα κτλ. Δεν είναι τυχαίο που μεγάλοι παιδαγωγοί, όπως ο Dewey, θεωρούσαν πως η έμφαση στην διδασκαλία της ιστορίας έπρεπε να δίδεται στην βιομηχανική ιστορία και πως μόνο μία τέτοια κατεύθυνση στην διδασκαλία της ιστορίας είναι συμβατή με το δημοκρατικό σχολείο[1].

Το δεύτερο σημείο γύρω από την αντίληψη μας για τον ιστορικό χρόνο που είναι κομβικό αφορά την έννοια της προόδου. Συνηθίζουμε να θεωρούμε ως δεδομένο πως η ανθρωπότητα κινείται αταλάντευτα σε μία διαδικασία συνεχούς προόδου. Θέλουμε μάλιστα να πιστεύουμε πως αυτή η πρόοδος δεν αφορά απλώς τις γνώσεις και τα τεχνολογικά επιτεύγματα της ανθρωπότητας, αλλά και την ίδια την ηθική της ποιότητα. Αυτή η αντίληψη του ιστορικού χρόνου δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε πως «δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο κουλτούρας που να μην είναι και τεκμήριο βαρβαρότητας[2]». Δεν μας επιτρέπει δηλαδή να δούμε κριτικά την ίδια την ιστορία. Δεν μας επιτρέπει να δούμε τους σκλάβους πίσω από το χτίσιμο των πυραμίδων, τους νεκρούς πίσω από την οικοδόμηση μίας ρωμαϊκής αψίδας, την γενοκτονία των ιθαγενών πίσω από τις μεγάλες ανακαλύψεις του 15ου και του 16ου αιώνα.

Αν στοχεύουμε στην ανάπτυξη της κριτικής στάσης των μαθητών απέναντι στον παρελθόν και όχι απλώς στην αφομοίωση μίας ένδοξης, ωραιοποιημένης αφήγησης, οφείλουμε να τους καθοδηγήσουμε μέσα από διερευνητικές διαδικασίες να αντιλαμβάνονται και τις δύο πλευρές της ιστορίας, την ένδοξη και την σκοτεινή, όπως και την αλληλοδιαπλοκή τους. Η καλλιέργεια της κριτικής αυτής στάσης απέναντι στο παρελθόν θα είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης σε όλα τα ζητήματα που απασχολούν τους μαθητές.

Για να καλλιεργήσουμε λοιπόν το ενδιαφέρον των παιδιών γύρω από την ιστορία και να αναπτύξουμε έναν κριτικό τρόπο εξέτασης των ιστορικών γεγονότων χρειαζόμαστε μία διαφορετική αντίληψη του ιστορικού χρόνου. Η αντίληψη αυτή μπορεί να συνοψισθεί σε δύο σημεία. Πρώτον, ο χρόνος της ιστορίας είναι ποιοτικός. Έχει σχέση με τα βιώματα, τα ερωτήματα και τα διακυβεύματα του παρόντος. Δεν είναι ένας κενός χρόνος, τον οποίο γεμίζουμε νεκρά γεγονότα. Συνεπώς, πρέπει να ξεκινάμε την διδασκαλία της ιστορίας από τα βιώματα και το περιβάλλον των παιδιών. Δεύτερον, η ιστορία δεν συνιστά μία συνεχή πρόοδο, αλλά πρόοδος και οπισθοδρόμηση, πολιτισμός και βαρβαρότητα διαπλέκονται μέσα στην ιστορία. Και δουλειά του ιστορικού, όπως και του ερευνητή-μαθητή, είναι να μπορεί να δει αυτήν την διαπλοκή.

[1] Βλ. Dewey,J.: Democracy and Education, στο Middle Works, vol. 9, 1916. Σε ελληνική μετάφραση:  Τριαντάρη, Σ. «Η φιλοσοφία του πραγματισμού στην εκπαίδευση».

[2] Loewy, M: WalterBenjamin: Προμηνύμα κινδύνου. Μία ανάγνωση των θέσεων για τη φιλοσοφία της Ιστορίας», μτφ. Πεσσάχ Ρ., εκδ. Πλένθρον, 2004

Πηγή: Δίκτυο κριτικής στην εκπαίδευση