Tο 2017, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, στην Ελλάδα υπέβαλαν φορολογικές δηλώσεις περίπου 8,8 εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα. Εξ αυτών ετήσιο καθαρό εισόδημα πάνω από 1.500 ευρώ τον μήνα δήλωσαν μόλις 450.000 ενώ την πρώτη χρονιά της μνημονιακής κρίσης, το 2010, ο αντίστοιχος αριθμός βρισκόταν στις 840.000.

Ads

Από τα στοιχεία της προηγούμενης διετίας επίσης, προκύπτει ότι το 77% του φόρου φυσικών προσώπων στην Ελλάδα πληρώνει ένα 17,5% των νοικοκυριών το οποίο δηλώνει εισοδήματα κατά τι υψηλότερα των 20.000 ευρώ ετησίως.

Και από τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών προκύπτει σταθερά ότι η πιο κρίσιμη ίσως μάζα μεταξύ των αναποφάσιστων και απογοητευμένων ψηφοφόρων προέρχεται από την «μικρομεσαία» και, προ Μνημονίων «μεσαία τάξη» που στα 8 χρόνια της κρίσης τελεί υπό διπλό κλοιό: Αφενός υπό την τεράστια κόπωση των φορολογικών βαρών και, αφετέρου υπό την διαρκή αβεβαιότητα για τις οικονομικές του αντοχές στο άμεσο μέλλον.

Δεν χρειάζονται πολλά περισσότερα για να εξηγήσουν την στρατηγική επιλογή στην οποία προσανατολίζεται η κυβέρνηση για την «επόμενη μέρα» των Μνημονίων – την προτεραιότητα στην, σταδιακή έστω, ανακούφιση των κοινωνικών εκείνων ομάδων που, σχηματικά τουλάχιστον, προσδιορίζονται ως «μεσαία τάξη». H εν λόγω προτεραιότητα κρίνεται από το Μαξίμου ως ανελαστική, με δεδομένο και το γεγονός ότι ο πολιτικός ορίζοντας γίνεται μετά τον Σεπτέμβρη ντε φάκτο εκλογικός, και οι τελευταίες πληροφορίες φέρουν τις φοροελαφρύνσεις για τα μεσαία εισοδήματα να αποτελούν την αιχμή των εξαγγελιών του πρωθυπουργού στην ΔΕΘ.

Ads

Μετά δε και την συζήτηση που έγινε χθες στο Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ, οι ίδιες πληροφορίες εμφανίζουν ως επικρατέστερο σενάριο εκείνο της μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τα εισοδήματα έως 20.000 ευρώ, με άμεση εφαρμογή από το 2019. Τα κριτήρια όσων εντός κυβέρνησης στηρίζουν αυτή την επιλογή είναι τρία: Το πρώτο είναι η σαφής επιδίωξη τα μέτρα που θα ανακοινωθούν να κινούνται σε διαρθρωτική και όχι επιδοματική κατεύθυνση, και να έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Ητοι, το μήνυμα που θα δοθεί θα είναι πως πρόκειται μόνον για το πρώτο βήμα άρσης των φορολογικών βαρών και θα ακολουθήσουν και περαιτέρω μειώσεις των φορολογικών συντελεστών το 2020, όταν ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος θα υπερβαίνει κατά πολύ τα 800 εκατομμύρια ευρώ που προβλέπει για το 2019 το μεσοπρόθεσμο.

Το δεύτερο κριτήριο είναι πολιτικό κι έχει να κάνει με την βούληση της κυβέρνησης να «δείξει» καθαρά τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες απευθύνεται και να αποκρούσει εμπράκτως τις αιτιάσεις της ΝΔ περί υπερφορολόγησης της μεσαίας τάξης. Το μήνυμα αυτό δεν θεωρείται πως θα ήταν εξίσου ευκρινές με μια μείωση του ΕΝΦΙΑ, ή πολύ περισσότερο του ΦΠΑ.
Και το τρίτο κριτήριο αφορά τους δανειστές και τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις – ήτοι, μια μείωση των φορολογικών συντελεστών έχει και αναπτυξιακή χροιά την οποία δύσκολα θα απέρριπταν οι θεσμοί. Επιπροσθέτως, μπορεί να λειάνει το φορολογικό τοπίο ακόμη κι εάν δεν καταστεί δυνατό να αποτραπεί η – ψηφισμένη – μείωση του αφορολόγητου ορίου το 2020.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, τελικές αποφάσεις μπορεί να μην έχουν ακόμη ληφθεί αλλά η πλειοψηφική θέση εντός κυβέρνησης κλίνει υπέρ της μείωσης των φορολογικών συντελεστών από το 22% στο 20%,  για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ – ένα μέτρο, που το κόστος του αγγίζει τα 500 εκατομμύρια ευρώ. Κατά την χθεσινή συζήτηση στο Πολιτικό Συμβούλιο υπήρξαν και φωνές που τάχθηκαν υπέρ της περαιτέρω στήριξης των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων, εκτιμάται ωστόσο πως αυτή η ανάγκη θα καλυφθεί μέσα από την καταβολή κι εφέτος του λεγόμενου κοινωνικού μερίσματος.

Παραπλεύρως, ευνοϊκές παρεμβάσεις θα υπάρξουν και στο πεδίο των ασφαλιστικών εισφορών, ενώ επιβεβαιώνεται εκ νέου ο μείζον στόχος της «υπέρβασης» των ψηφισμένων περικοπών στις συντάξεις.

Εδώ, τα πιθανότερα σενάρια είναι, αυτή την στιγμή τουλάχιστον, δύο: Είτε η αναστολή εφαρμογής του μέτρου έως ότου πιστοποιηθούν τα στοιχεία για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 (στόχος 3,5%), είτε η αντιστάθμιση των απωλειών των συνταξιούχων με ισόποσες παροχές. Μια από τις προτάσεις που βρίσκεται στο τραπέζι για την αντιστάθμιση αυτή είναι η καταβολή όχι μίας, αλλά δύο «έξτρα» συντάξεων – μίας στο τέλος του 2018 και μίας εντός του πρώτου εξαμήνου του 2019, πιθανότατα το Πάσχα. Είναι προφανές, δε, πως ο χρόνος της καταβολής δεν είναι τυχαίος, με δεδομένο ότι – όπως φέρεται να αναγνώρισε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός χθες στο Πολιτικό Συμβούλιο – οι πιθανότητες για εθνικές εκλογές τον Μάιο είναι πλέον ισχυρές.