Και έφτασε η ώρα για την ανάληψη των καθηκόντων των νέων Περιφερειαρχών, Δημάρχων και Δημοτικών και Κοινοτικών Συμβούλων.

Ads

Και μέρα λαμπρή η μέρα της “Ορκωμοσίας”. Ποιάς ορκωμοσίας όμως; Στο Ευαγγέλιο και στο όνομα του Θεού και της Αγίας Τριάδος ή με «πολιτικό» όρκο;

Και δω υπάρχουν πλέον απορίες, και μία περίεργη θέση του Κράτους σε σχέση με την Εκκλησία, καθότι δεν είναι βέβαιο ότι η εκκλησία το έχει επιβάλει ή έχει εκβιάσει τον όρκο σε κάθε πολιτική πράξη, όπου καλείται κάποιος να δεσμευτεί για την καταγραφή και την ομολογία της αλήθειας.

Όταν δημιουργήθηκε το Ελληνικό Κράτος, όπως επισημαίνει και στο έργο του «Χριστιανική Ηθική» (εκδ. Π. Πουρναρά, 1995, σελ. 415)  ο κορυφαίος καθηγητής Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού Γ. Μαντζαρίδης,  αυτή η απαράδεκτη κατάσταση εμφανίστηκε  με την ανασύσταση του ελληνικού κράτους και έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία της βαυαροκρατίας που κυριαρχούσε στα διοικητικά πράγματα της χώρας τη περίοδο εκείνη (1828 – 33, με βασιλιά της ορθόδοξης Ελλάδος τον ρωμαιοκαθολικό Όθωνα και αντιβασιλιά επί των εκκλησιαστικών τον προτεστάντη Μάουρερ. Τότε πήραν την έννοια του όρκου από την Εκκλησία και την έκαναν τελετή ορκομωσίας και την έβαλαν στα νεοσυσταθέντα δικαστήρια και στον τότε συγκροτούμενο δημόσιο τομέα. Έκτοτε , συντάγματα έχουν αλλάξει, ο τρόπος ορκωμοσίας όμως και οι αναφορές σ’ αυτόν,  όχι.

Ads

Έτσι η πολιτεία φέρει μεγάλη «ευθύνη» και θα μπορούσε αν ήθελε, να τον καταργήσει όχι επικαλούμενη την ανεξιθρησκία, αλλά αντιθέτως την πίστη των θρησκευόμενων πολιτών, και να αποστομώσει τους χριστιανοταλιμπάν επικριτές. Θα είχε δε πολλούς συμμάχους. Διότι τόσο η Παλαιά όσο και η Νέα Διαθήκη αλλά και οι «Άγιοι Πατέρες», απαγορεύουν να κάνει κάποιος όρκο.

Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ.
μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως·
μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν ποιῆσαι.
ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ το δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν.
(Κατά Ματθαίον, 5:33-37).

Και δεν είναι μόνον ο Ευαγγελιστής Ματθαίος,  αλλά και άλλοι πολλοί, όπως ο αδελφόθεος Ιάκωβος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, αλλά και σύγχρονοι ιερωμένοι η και λαϊκοί που ασχολούνται και έχουν εντρυφήσει σε θεολογικά θέματα.

Ο  Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος είχε αντιταχθεί στην ορκωμοσία με επίκληση δημόσια το 2008, δηλώνοντας σε συνέντευξή του στην Καθημερινή:: «Η κατάργηση του όρκου δεν δημιουργεί πρόβλημα στην Εκκλησία, αντιθέτως είναι συνέπεια της διδασκαλίας της».

Ως ηθική δέσμευση του ορκιζόμενου θα έπρεπε να θεωρείται ο τρόπος επίκλησης της τιμής και υπόληψης- συνείδησης του, όπως συνίσταται με την παρ. 3 του Άρθρου 408 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Οι άνθρωποι πρέπει να ορκίζονται στη συνείδησή τους,  που έχουν ή δεν έχουν. Ορκίζομαι ή ομολογώ ότι σέβομαι όσα υποστηρίζω και  πρεσβεύω και δεσμεύομαι να τηρήσω και να πραγματοποιήσω στο όνομα των αξιακών μου κανόνων.  Στο ερώτημα πως μπορεί κάποιος να πείθει τους άλλους, όταν αποφεύγει τον όρκο, η απάντηση έχει ήδη δοθεί απ τον  Αγ. Γρηγόριος το Θεολόγο: «Με το λόγο και τη συμπεριφορά που θα πιστοποιεί το λόγο του» (Έπη Ηθικά, PG 37, 940).

Γιατί λοιπόν ένα θέμα που θα μπορούσε να έχει λυθεί, να έχει κατά κόρον συζητηθεί στις πραγματικές διαστάσεις του και με τους όρους της ίδιας της χριστιανικής πίστης, παραμένει και σέρνεται απ την πολιτεία ; Τις πταίει; Μήπως το επίσημο Κράτος εκμεταλλεύεται το έτοιμο πολιτικό σώμα ενός χριστεπώνυμου πλήθους, αμαθούς ή ημιμαθούς και χαϊδεύει αυτιά, για ψηφοθηρικούς επί το πλείστον λόγους;

Αναρωτιέμαι μισορητορικά -μισοαληθινά….