Στις μεγάλες μεταπτώσεις που χαρακτηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα λαμβάνουν χώρα και μεταβολές στους συσχετισμούς μεταξύ κοινωνικών τάξεων και αναπτύσσονται συμπεριφορές που συνδέονται άμεσα με τη φάση που διέρχεται η οικονομία. Π.χ. σε φάσεις οικονομικής άνθησης αναμένεται αύξηση των εργατικών διεκδικήσεων για υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας, καθώς υπάρχει η αντικειμενική βάση για να πραγματοποιηθούν τέτοιες διεκδικήσεις.

Ads

Τα ακριβώς αντίθετα αναμένονται να συμβούν σε φάσεις κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας, όπου η αυξανόμενη ανεργία και ο κίνδυνος απώλειας της εργασίας συνήθως οδηγούν σε υποχώρηση των εργατικών διεκδικήσεων, που αυτό σημαίνει ότι οι μειώσεις μισθών επιτυγχάνονται ευκολότερα, όπως επίσης και η χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας. Με άλλα λόγια, πιθανολογούνται οι ακριβώς αντίθετες συμπεριφορές και αποτελέσματα από αυτά που συνήθως υποστηρίζονται. Η ανέχεια και η φτώχεια δεν επαναστατικοποιούν κατ’ ανάγκη τους ανθρώπους, ενώ οι διεκδικήσεις και οι θεσμικές αλλαγές γενικότερα πραγματοποιούνται συνήθως σε περιόδους οικονομικής άνθησης.

Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας ενώ εντοπίζουμε τις ίδιες τάσεις με αυτές των υπολοίπων χωρών του ΟΟΣΑ, ωστόσο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και ορισμένα ιστορικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την ελληνική κοινωνία από τις υπόλοιπες. Πρώτα απ’ όλα το ελληνικό κράτος δεν ήταν ακριβώς δημιούργημα της αστικής τάξης, αλλά το αντίθετο. Με άλλα λόγια, πρώτα δημιουργήθηκε το κράτος, με την επέμβαση των ξένων δυνάμεων, και στη συνέχεια το κράτος επιχείρησε να δημιουργήσει τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες ώστε να προσελκύσει τους ελληνικής καταγωγής αστούς από τις παροικίες στα απελευθερωμένα εδάφη. Οι προσπάθειες, αν και ξεκίνησαν από τα πρώτα χρόνια, εντάθηκαν την περίοδο του Χ. Τρικούπη, ο οποίος συστηματικά επεδίωκε και εν τέλει σε μεγάλο βαθμό πέτυχε μέσω της κατάλληλης νομοθεσίας και παροχής κινήτρων να προσελκύσει πολλούς Έλληνες αστούς της διασποράς, ιδίως μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881 (ο Α. Συγγρός είναι ίσως η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση).

Η αστική τάξη εκείνης της περιόδου αναδείχτηκε, ως επί το πλείστον, με τις δικές της δυνάμεις στις παροικίες, δηλαδή σε, κατά κανόνα, αφιλόξενα για αυτήν εδάφη και βέβαια εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες που της δόθηκαν στη συνέχεια. Η αστική τάξη αυτής της περιόδου ήλθε σε σύγκρουση με το παρηκμασμένο ελληνικό κράτος. Σε αυτήν τη σύγκρουση η αστική τάξη έδειξε ότι έχει όραμα (τον εκσυγχρονισμό) και μέσω της σύναψης των κατάλληλων συμμαχιών πέτυχε να διπλασιάσει τα σύνορα της Ελλάδας. Αργότερα, η εγχώρια αστική τάξη με αυτά τα χαρακτηριστικά το 1922 πλαισιώθηκε και με τους ελληνικής καταγωγής επιχειρηματίες, οι οποίοι με μόνο ίσως εφόδιο τις γνώσεις (δηλαδή το ανθρώπινο κεφάλαιο) και εκμεταλλευόμενοι τους χαμηλούς μισθούς και τη γενικότερη κατάσταση μπόρεσαν γρήγορα να επανακάμψουν και τη δεκαετία του 1930, υπό καθεστώς δασμολογικής προστασίας, γνώρισαν ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης*.  

Ads

Ενώ αυτά συνέβαιναν στη προ-Κατοχής περίοδο, αυτή η δυναμική αστική τάξη των χρόνων του μεσοπολέμου γνώρισε μεγάλες απώλειες ιδίως στη διάρκεια της Κατοχής, καθώς αντικαθίσταται ως ένα μεγάλο βαθμό από μια νέα “χωρίς ενδοιασμούς” επισημαίνει ο Mazower (1994) αστική τάξη που προέκυψε μέσω της συνεργασίας της με τις δυνάμεις Κατοχής και τη δωσίλογη κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, οι συνεργάτες των ναζί, οι μαυραγορίτες, οι δωσίλογοι γενικότερα αντικατέστησαν μεγάλο μέρος της παλιάς αστικής τάξης και στελέχωσαν τον κρατικό μηχανισμό. Αυτή η νέα “αστική” τάξη βεβαίως στερούνταν το σφρίγος και το όραμα της παλιάς αστικής τάξης.

Η αντικατάσταση αυτής της αστικής τάξης φαίνεται να ήταν ο διακηρυγμένος στόχος των κυβερνήσεων μετά το 1980 μέσω της δημιουργίας των λεγόμενων “νέων τζακιών”. Ο διακηρυγμένος αυτός στόχος των πολιτικών δυνάμεων της εποχής εκείνης για τη δημιουργία μιας νέας σύγχρονη αστικής τάξης γρήγορα από σκοπός έγινε μέσο για την οικονομική υποστήριξη του πολιτικού προσωπικού της εποχής. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι που οι τρεις εξουσίες, διακριτές αλλού, στην Ελλάδα συνεπικουρούμενες και από την τέταρτη εξουσία των ΜΜΕ δέθηκαν ακόμη πιο σφιχτά μεταξύ τους σε μια μακροχρόνια και ταυτόχρονα αμοιβαία υποστηρικτική σχέση. Το ίδιο συνέβη και τις επόμενες δεκαετίες σε βαθμό που σήμερα δεν νοείται σοβαρή επιχειρηματική δραστηριότητα χωρίς τη στενή σχέση με το κράτος και το δημόσιο γενικότερα. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο τα πιο πρόσφατα χρόνια, όταν μεγάλο μέρος της αστικής τάξης αποτραβήχτηκε από τα εμπορεύσιμα αγαθά και δραστηριοποιήθηκε σε μη εμπορεύσιμα (ΜΜΕ, δημόσια έργα, μεταφορές, επικοινωνίες, ενέργεια, υπηρεσίες κ.ά.). Η συντήρηση αυτών των κλάδων και μάλιστα με ικανοποιητικό κέρδος μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω της ενεργής κρατικής στήριξης και ειδικότερα μέσω των δημόσιων ελλειμμάτων που οδήγησαν στη διόγκωση του δημόσιου χρέους.

Επισημαίνουμε ότι είναι διεθνές το φαινόμενο των ταξικών ανακατατάξεων μόνο που εκδηλώνεται διαφορετικά σε κάθε επιμέρους οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό παρουσιάζει διακριτό ενδιαφέρον η άποψη των Duménil & Lévy (2014) περί ταξικών ανακατατάξεων και συνακόλουθης χρηματιστικοποίησης των οικονομιών των ΗΠΑ, αλλά και γενικότερα. Σύμφωνα με τους δύο συγγραφείς έχουμε μια τριμερή ταξική-στρωματική διάταξη στην οποία το διευθυντικό στρώμα (ή τάξη) στις ΗΠΑ και αλλού δίνει την κατεύθυνση προς την οποία θα στραφεί η κοινωνία συνολικά. Η διευθυντική τάξη σε μια άτυπη συμμαχία με την καθαυτό αστική τάξη (ή το ανώτατο εισοδηματικό κλιμάκιο που εξισώνεται π.χ. με το 1% του υψηλότερου εισοδηματικού κλιμακίου) την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή από τις αρχές τις δεκαετίας του 1980 και μετά διανέμει ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της παραχθείσης υπεραξίας, είτε για αμοιβές διευθυντικού προσωπικού, είτε ως διανεμόμενα κέρδη προς την ιδιοκτησία.

Ταυτόχρονα το διευθυντικό αυτό στρώμα στην προσπάθειά του να εξασφαλίζει υψηλά κέρδη στην ιδιοκτησία “επένδυε” ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο της παραγόμενης υπεραξίας σε χρηματιστηριακούς τίτλους (χρηματιστικοποίηση) που έγινε εφικτή χάρη στον αυξανόμενο δανεισμό του δημοσίου. Στο μεταξύ η τρίτη τάξη, δηλαδή ο λαός, λόγω των χαμηλών επιτοκίων ενθαρρύνθηκε να δανειστεί  περισσότερο από όσο έπρεπε και αυτό σε συνδυασμό με τη μείωση του ποσοστού κέρδους, τη συνακόλουθη αποθάρρυνση των επενδύσεων, την αύξηση της ανεργίας οδήγησαν πρώτα στην κτηματομεσιτική κρίση και στη συνέχεια την καθαυτό κρίση του 2007-2012. Οι Duménil & Lévy (2014, μεταξύ άλλων) διατείνονται ότι αυτή η άτυπη συμμαχία μεταξύ διευθυντικών στελεχών και καπιταλιστών που “συνάφθηκε” τη δεκαετία του 1980 συνέβαλλε και στην διεύρυνση της ανισοκατανομής εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου και ενάντια της εργασίας. Τα στοιχεία που παρουσιάζουν για τη διανομή εισοδήματος π.χ. του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού δείχνουν διαρκή αύξηση.

Μια εντελώς διαφορετική εικόνα περιγράφουν οι Duménil & Lévy (2014) για τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι περίπου τα τέλη του 1970, τότε που η συμμαχία των διευθυντικών στελεχών ήταν με την λαϊκή τάξη. Ως αποτέλεσμα αυτή της συμμαχίας τα κίνητρα της οποίας είναι πολλά αλλά όλα συνέτειναν στη δημιουργία του κράτους πρόνοιας και στη διανομή εισοδήματος υπέρ της εργασίας και σε βάρος του κεφαλαίου και βέβαια του εισοδήματος του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού που ταυτίζεται εν πολλοίς με την μεγάλη αστική τάξη. Οι Duménil & Lévy (2014) θεωρούν ότι η κρίση που ξέσπασε το 2007 σηματοδοτεί το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και πιθανότητα τη σύναψη μιας νέας συμφωνίας που θα προβλέπει τη συμμαχία μεταξύ διευθυντικών στελεχών και λαϊκής τάξης που στόχος της (ελλείψει ριζοσπαστικοποίησης) θα είναι οι επενδύσεις πιθανότητα σε “πράσινες” τεχνολογίες και υποδομές σε μια νέα εποχή συσσώρευσης μέχρι την επόμενη κρίση.
  
Στην Ελλάδα αν επιχειρήσουμε να βρούμε αντιστοιχίες, τότε το ρόλο του διευθυντικού στρώματος φαίνεται να τον παίζει, σε μεγάλο βαθμό, το κατεστημένο πολιτικό προσωπικό συνεπικουρούμενο με την γραφειοκρατία που ξεχωριστά και συνδυασμένα δημιουργούν το ιδανικό περιβάλλον για να αναδειχτούν επιχειρηματικά συμφέροντα τα οποία ίσως και να μην εκδήλωναν καν το ενδιαφέρον τους υπό καθεστώς κρατικής ουδετερότητας. Μέσω τέτοιων άτυπων συμφωνιών είναι που συντηρήθηκε η κερδοφορία πολλών επιχειρηματικών σχημάτων, τα οποία λόγω ελλείμματος διεθνούς ανταγωνιστικότητας στράφηκαν σε μη-εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Τα επιχειρηματικά αυτά συμφέροντα με τη σειρά τους είχαν και έχουν κάθε λόγο να συντηρούν την ισχύουσα κατάσταση.

Στη σημερινή κρίση διαπιστώνουμε, για μια ακόμη φορά, το φαινόμενο της δημιουργίας μιας νέας αστικής τάξης μέσω της κρατικής παρέμβασης. Το βλέπουμε π.χ. με τις αποκρατικοποιήσεις, όπου το πολιτικό κατεστημένο δρώντας περίπου ως νομενκλατούρα ανατολικού τύπου, δεν προχωρά σε αποκρατικοποιήσεις, αν πρώτα δεν διασφαλιστεί η αμοιβαία επωφελής συνεργασία με τους μελλοντικούς ιδιοκτήτες. Άλλωστε πώς να εξηγήσει κανείς π.χ. όταν το 2010 ο στόχος ήταν οι ιδιωτικοποιήσεις να αποφέρουν 50 δισεκατομμύρια ευρώ και 5 χρόνια μετά, αφού άλλαξαν 7 διοικήσεις στο ΤΑΙΠΕΔ ο αρχικός αυτός στόχος σήμερα να θεωρείται ανεδαφικός. Όσο για το διεθνές ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε μέχρι τώρα διαπιστώνουμε ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει καθώς εμφανίζονται κυρίως ελληνικής, ενίοτε αραβικής ή ρωσικής προέλευσης υποψήφιοι επενδυτές και απουσιάζουν οι δυτικοί επενδυτές.

Όσον αφορά τις γενικότερες πολιτικές διαπιστώνουμε ότι από το 2010 και μετά εφαρμόζονται κυρίως δημοσιονομικές πολιτικές που αποσκοπούν στη μείωση των δημοσίων δαπανών και στην αύξηση της φορολογίας μέσω της εφαρμογής οριζόντιων μέτρων. Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν να κάνουν με την αποτελεσματικότερη λειτουργία του δημοσίου, αλλά και του ιδιωτικού τομέα έχουν αφεθεί για το απώτερο μέλλον. Ως αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών και την όξυνση της κρίσης διαπιστώνουμε μια μεγάλη αναδιανομή πλούτου σε βάρος των φτωχότερων στρωμάτων και τη δημιουργία μιας νέας αστικής τάξης που είναι σε εξέλιξη. Πέραν τούτου σε μια οικονομία με οριζόντιες αυξήσεις φορολογίας και οριζόντιες περικοπές δημόσιων παροχών, πρωτοφανούς αύξησης της ανεργίας και ανθρωπιστικής κρίσης γενικότερα είναι επόμενο να έχουν διευρυνθεί οι εισοδηματικές ανισότητες, ιδίως στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, όπου συμπεριλαμβάνονται εργαζόμενοι με χαμηλή ειδίκευση και εκπαίδευση, επομένως με λιγότερες εναλλακτικές λύσεις απασχόλησης.

Από τις μελέτες που γνωρίζουμε, η σχετική φτώχεια (οριζόμενη ως το ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα χαμηλότερο κατά 60% του κατά κεφαλήν εθνικού διάμεσου εισοδήματος) από 20% το 2009 αυξήθηκε στο 21,4% του πληθυσμού του 2012. Έχουμε κάθε λόγο να θεωρούμε ότι το 2013 και 2014 θα έχουμε περαιτέρω αύξηση του εν λόγω δείκτη πράγμα που σημαίνει χειροτέρευση της σχετικής φτώχειας. Ανακατατάξεις αυτού του είδους γίνονται διακριτές με ορισμένους πολύ γενικούς δείκτες, όπως π.χ. ο λόγος του υψηλότερου 20% του εισοδήματος προς το χαμηλότερο 20% που από 5,6 που ήταν το 2009 αυξήθηκε στο 6,6 το 2012 (σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ). Δηλαδή, το διαθέσιμο εισόδημα του πλουσιότερου 20% αυξήθηκε μία φορά περισσότερο από ότι του φτωχότερου 20%.

Αν πάρουμε το πλουσιότερο δεκατημόριο (10%) του πληθυσμού προς το χαμηλότερο δεκατημόριο του πληθυσμού διαπιστώνουμε τη διαρκή βελτίωση αυτού του δείκτη για το πλουσιότερο δεκατημόριο του πληθυσμού, έτσι 2007 ήταν 10,7 φορές υψηλότερο για να αυξηθεί σε 11 και 12,6 φορές υψηλότερο τα έτη 2010 και 2011 (OECD, Income inequalities updates). Οι άλλοι συνηθισμένοι δείκτες ανισοκατανομής εισοδήματος (όπως π.χ. ο δείκτης Gini) είναι τόσο πολύ γενικοί που στη γενικότητα τους χάνεται ότι έχει στο μεταξύ αλλάξει. Θα είχε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε τέτοιου είδους έρευνες να γνωρίζαμε τι ακριβώς συμβαίνει με το εισόδημα και τον πλούτο π.χ. του πλουσιότερου 1% ή, ακόμη καλύτερα, το ένα τοις εκατό του ένα τοις εκατό του πληθυσμού διαχρονικά.

Διεθνείς οργανισμοί επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για δικούς τους προφανείς λόγους να γνωρίζουν με ακρίβεια τους πολύ πλούσιους κάθε χώρας και να διαθέτουν τα λεπτομερή τους στοιχεία επ’ αμοιβή, βεβαίως, στους νομίμως ενδιαφερόμενους.  Έτσι για την Ελλάδα τα δημοσιευμένα στοιχεία δείχνουν ότι οι πολύ πλούσιοι της χώρας έγιναν αρκετοί περισσότεροι, απέκτησαν πολύ μεγαλύτερα εισοδήματα και πλούτο γενικότερα δικαιώνοντας όλους όσους επί χρόνια μονότονα καταγγέλλανε τους πολύ πλούσιους που διαφεύγουν φορολογίας και τις κυβερνήσεις που αδιαφορούσαν. Σύμφωνα με την έκθεση της UBS (της γνωστής Τράπεζας) και του Wealth-X (άγνωστο μέχρι πρόσφατα ερευνητικό κέντρο στη Σιγκαπούρη!), o αριθμός των πολύ πλούσιων στη χώρα μας αυξήθηκε αισθητά, καθώς 505 από αυτούς το 2013 είχαν ατομική περιουσία άνω των 30.000.000 δολαρίων, το 2012 ο αριθμός των πλουσίων ήταν 455 ενώ το 2010 οι πολύ πλούσιοι ήταν μόλις 445. Η συνολική περιουσία αυτών των πολύ πλούσιων 505 ανθρώπων σήμερα εκτιμάται στα 60 δις δολάρια (αύξηση 20% σε σχέση με το 2012 που το εισόδημα των πολύ πλούσιων ήταν 50 δις δολάρια, δηλαδή όσο και το 2011), και ανέρχεται στο 24% του ελληνικού ΑΕΠ το 2013 (=250 δις δολάρια).

Η ίδια πηγή σε πιο πρόσφατο δημοσίευμα αναφέρει ότι μεταξύ του 2013 και 2014 ο αριθμός των πολύ πλουσίων Ελλήνων, δηλαδή των δισεκατομμυριούχων αυξήθηκε από 9 σε 11 και ο πλούτος τους από 16 σε 18 δισεκατομμύρια δολάρια. Ενισχυτικό των ανωτέρω είναι ότι εσχάτως, εγχώρια δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο, πιο έγκυρα και ακριβή καθώς προκύπτουν από φορολογικούς ελέγχους αναφέρουν ότι 850 άτομα κατέχουν τραπεζικούς λογαριασμούς άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ! Δηλαδή το συνολικό ποσό των τραπεζικών καταθέσεών τους (σημειωτέον ότι ως επί το πλείστον διαμορφώθηκε στη διάρκεια της κρίσης) ξεπερνά τα 85 δισεκατομμύρια ευρώ σε σύνολο των καταθέσεων που εκτιμώνται στα 164 δισεκατομμύρια ευρώ! (Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα διαθέσιμα των τραπεζών κυμαίνονται στα 10-12 δισ. ευρώ).

Διαπιστώνουμε, ότι η κρίση όχι μόνο δεν πλήττει τον πολύ μεγάλο πλούτο, αλλά αποτελεί το ιδανικό περιβάλλον για τη περαιτέρω αύξησή του. Επομένως όλα συνηγορούν σε διεύρυνση της ανισοκατανομής εισοδήματος και την ανάδυση μιας νέας αστικής τάξης τα γνωρίσματα της οποίας χρήζουν περαιτέρω μελέτης. Φέρει λιγότερες ομοιότητες με τον επιχειρηματικό κόσμο προπολεμικά και περισσότερες με τα «νέα τζάκια» της δεκαετίας του 1980 και τους νεόπλουτους της μετακατοχικής περιόδου. Είναι βέβαιο ότι η εξέλιξή της νέας αυτής αστικής τάξης θα προσελκύσει το ενδιαφέρον των μελετητών τα χρόνια που έρχονται.

Τέλος, αν πούμε ότι η διεύρυνση της ανισοκατανομής εισοδήματος που διαπιστώσαμε είναι αποτέλεσμα της κρίσης, τότε είναι βέβαιο ότι η ανάκαμψη της οικονομίας επηρεάζεται από τη διεύρυνση των ανισοτήτων για τους εξής λόγους: (1) η μεσαία τάξη που συνθλίβεται από την κρίση δεν διαθέτει το εισόδημα που χρειάζεται προκειμένου να τονώσει τη ζήτηση (2) τα χαμηλά εισοδήματα οδηγούν σε μείωση των φορολογικών εσόδων (3) η μείωση των δαπανών για εκπαίδευση (σημειωτέον, η εκπαίδευση οδηγεί στην ισοκατανομή τους εισοδήματος) επιτείνει μια ήδη άσχημη κατάσταση (4) εφεξής οι οικονομικές διακυμάνσεις θα είναι πιο έντονες αν όχι και πιο συχνές (η προοδευτική φορολογία λειτουργεί εξομαλυντικά του οικονομικού κύκλου).
 
Επομένως, μια πολιτική μείωσης των εισοδηματικών ανισοτήτων δεν βασίζεται (μόνο, όπως συνήθως θεωρείται) σε ουμανιστικούς λόγους, αλλά προπάντων σε οικονομικούς. Όσο πιο εξισωτική γίνεται μια κοινωνία, τόσο το καλύτερο για την αύξηση της παραγωγικότητας. Η ιδέα είναι ότι οι ακραίες εισοδηματικές ανισότητες (είδαμε ότι εντείνονται στην Ελλάδα) αποθαρρύνουν τη συμμετοχή, διότι τείνουν να περιθωριοποιούν τα μέλη της κοινωνίας, με αποτέλεσμα  να εξασθενεί το κίνητρο της μεγαλύτερης δυνατής συνεισφοράς. Αντίθετα, μια πιο εξισωτική και άρα αλληλέγγυα κοινωνία επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη δυνατή κινητοποίηση των μελών της και οδηγεί στα καλύτερα δυνατά οικονομικά αποτελέσματα (δηλαδή στη βελτίωσης της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας). Ενώ οι κραυγαλέες ανισότητες πλούτου οδηγούν σε κατασπατάληση πόρων.

* Η κρίση του 1930 έπληξε την Ελληνική οικονομία με σχετικά ήπιο τρόπο (τα προβλήματα εντοπίζονταν αρχικά στον εξωτερικό τομέα, και στη συνέχεια στα νομισματικά, παραμονή ή όχι στο κανόνα συναλλάγματος χρυσού και, βεβαίως, το χρεοστάσιο). Π.χ. την περίοδο 1929-1932, το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε τα έτη 1930 και 1931, ενώ το 1932 το ΑΕΠ ήταν υψηλότερο του 1929! Μετά το 1932 η βιομηχανική παραγωγή, αλλά και το ΑΕΠ συνολικά, παρουσιάζουν πρωτοφανείς ρυθμούς αύξησης, χωρίς αυτό βέβαια να συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και υψηλό βιοτικό επίπεδο για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού (Τσουλφίδης 2012, 2013). 

Αναφορές

Duménil G. and Lévy, D. (2014). The Crisis of the Early 21st Century: A Critical Review of  Alternative Interpretations

Mazower  M. (1994). Η Ελλάδα του Χίτλερ. Αθήνα Αλεξάνδρεια.

Τσουλφίδης Λ. (2013 [2003]). Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Τσουλφίδης Λ. (2012). “Οι πτωχεύσεις του ελληνικού κράτους”. Κείμενο Εργασίας

* O Λευτέρης Τσουλφίδης είναι Καθηγητής Ιστορίας Οικονομικών Θεωριών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

** Κουρτ Σβίττερς, «Πίνακας με τροχό», 1920/Ενθέματα