Πλήρες αδιέξοδο επικρατεί στην εμπόλεμη Συρία, με το ΝΑΤΟ να προετοιμάζεται ενδεχομένως για μία επέμβαση τύπου Βοσνίας. Ευκαιρία να πιέσει περαιτέρω με στόχο την επίθεση στο Ιράν διαβλέπει το Ισραήλ, την ώρα που η αναβάθμιση των σχέσεων ανάμεσα στην Αθήνα και το Τελ Αβίβ επιφυλάσσει κινδύνους για την Ελλάδα. Ο διεθνολόγος Αλέξανδρος Κούτσης, εξειδικευμένος στα θέματα της Μέσης Ανατολής, αναλύει για το tvxs.gr την κατάσταση η οποία διαμορφώνεται στην ευρύτερη περιοχή.

Ads

 
Στη Συρία οι συγκρούσεις επιμένουν, χωρίς φως στο τούνελ.
 
Πρόκειται πράγματι για ένα αδιέξοδο, καθώς από τη μία πλευρά το καθεστώς αδυνατεί να καταστείλει την εξέγερση και από την άλλη πλευρά η αντιπολίτευση δεν είναι ικανή να προβεί στην ανατροπή με ένοπλο αγώνα απέναντι σε έναν ισχυρό μηχανισμό. Την ίδια ώρα, δεν διαφαίνεται ένα μοντέλο όπως αυτό που εφαρμόστηκε στη Λιβύη, δηλαδή μία επέμβαση ξένων δυνάμεων για την ανατροπή του καθεστώτος, πράγμα που προϋποθέτει μία διττή απόφαση του ΟΗΕ: επιβολή ζώνης μη πτήσεων και απαγόρευση μετακίνησης στρατιωτικών μονάδων από το καθεστώς (ουσιαστικά ανατροπή του δια της βίας).
 
Ποια είναι λοιπόν τα σενάρια από εδώ και στο εξής;
 
Το πρώτο σενάριο αφορά σε μία πολιτική λύση, δηλαδή να καθίσουν οι δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με αντικείμενο την ειρηνική απομάκρυνση του καθεστώτος και την εξασφάλιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων (εγχώριων και διεθνών) όλων των εμπλεκόμενων πλευρών. Η συγκεκριμένη εκδοχή δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανή, καθώς η αντιπολίτευση δεν είναι διατεθειμένη να εισέλθει σε μία ανάλογη διαδικασία.
 
Το δεύτερο σενάριο έχει να κάνει με την προοπτική μιας μυστικής συνεργασίας πάνω στη βάση της στρατιωτικής και συμβουλευτικής αρωγής των δυτικών δυνάμεων προς την αντιπολίτευση στη Συρία. Αυτό βέβαια δεν εξασφαλίζει ότι αυτοί οι οποίοι θα ανέλθουν στην εξουσία θα είναι εκείνοι οι οποίοι θα έχουν στηριχθεί από τη Δύση, καθώς στο «παιχνίδι» συμμετέχουν επίσης η Αλ Κάιντα και άλλες «τζιχαντιστικές» ομάδες.
 
Το τρίτο σενάριο θέλει τον ΟΗΕ να λαμβάνει μία απόφαση ανάμειξης ξένων δυνάμεων. Ωστόσο, δεν διαφαίνεται η αποδοχή μιας ανάλογης εξέλιξης από τη Ρωσία και την Κίνα. Μπορεί ωστόσο, σε αυτό το πλαίσιο, να αναγκαστεί το ΝΑΤΟ να προβεί σε μία ενέργεια ανεξαρτήτως ΟΗΕ, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Βοσνίας. Η συγκεκριμένη εκδοχή όμως προσκρούει στον κίνδυνο μιας τοπικής σύγκρουσης με τις ρωσικές δυνάμεις οι οποίες βρίσκονται στη Συρία (ναυτικές βάσεις, σύμβουλοι κλπ) ή την έναρξη ενός ψυχρού πολέμου για τον έλεγχο της περιοχής.
 
Την ίδια ώρα, κρίνοντας από τη στάση του στο τρομοκρατικό χτύπημα στη Βουλγαρία, φαίνεται ότι το Ισραήλ αναζητεί αφορμή για επίθεση στο Ιράν.
 
Ο Νετανιάχου είναι αποφασισμένος να κάνει ό,τι μπορεί ώστε να σύρει τις ΗΠΑ σε μια επίθεση εναντίον του Ιράν. Αυτή τη στιγμή όμως ο Ομπάμα, είτε λόγω των επικείμενων εκλογών είτε επειδή αντιλαμβάνεται ότι οι επιπτώσεις θα είναι τεράστιες στο χώρο της Μ.Ανατολής, δεν φαίνεται διατεθειμένος να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Επομένως, το Ισραήλ επιχειρεί να εκμεταλλευτεί την επίθεση αυτοκτονίας στη Βουλγαρία ως «πάτημα», απειλώντας να αντιδράσει εναντίον του Ιράν και κυρίως εναντίον της Χεζμπολάχ, την οποία έχει επίσης εμπλέξει σε αυτήν την ενέργεια. Βλέποντας ότι η Συρία είναι απασχολημένη στο εσωτερικό της, το Ισραήλ θεωρεί ότι η Χεζμπολάχ είναι ευάλωτη στην περίπτωση μιας νέας επίθεσης – εισβολής του Τελ Αβίβ στο νότιο Λίβανο. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι αποχώρησε από την ισραηλινή κυβέρνηση το κόμμα συνασπισμού της Κατίμα, ο ηγέτης του οποίου είναι αντίθετος με μία επίθεση εναντίον του Ιράν, με αποτέλεσμα ο Νετανιάχου να είναι αποδυναμωμένος στο εσωτερικό, ώστε να μπορέσει να πάρει μια τέτοια απόφαση.
 
Υπάρχει πιθανότητα το Ισραήλ να επιτεθεί μόνο του στο Ιράν;
 
Δεν νομίζω. Το Ισραήλ δεν έχει τη στρατιωτική ικανότητα να πλήξει όλα τα σημεία στα οποία το Ιράν διαθέτει πυρηνικές εγκαταστάσεις. Για να μπορέσει να χτυπήσει χωρίς να δεχθεί σημαντικό πλήγμα, χρειάζεται και τις ΗΠΑ.
 
Κι εδώ ερχόμαστε στις σχέσεις της Ελλάδας με το Ισραήλ.
 
Δεν έχουν διαρρεύσει λεπτομέρειες για τις συμφωνίες της Ελλάδας με το Ισραήλ, ωστόσο, είναι δεδομένο ότι η Αθήνα έσπευσε να αναβαθμίσει τις σχέσεις της με το Τελ Αβίβ, μετά το ξέσπασμα της διαμάχης του με την Τουρκία (ώστε να κλείσει αυτό το μέτωπο συνεργασίας). Πρόκειται για μία επιλογή η οποία χρήζει μεγάλης προσοχής. Δεν πρέπει η Ελλάδα να μεταδώσει -ούτε στο Ισραήλ, ούτε στην Τουρκία- την εικόνα: «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Μπορεί σήμερα το Ισραήλ να τα έχει χαλάσει με την Τουρκία, αλλά αύριο μπορεί να τα ξαναβρεί και η Ελλάδα να βρεθεί πάλι στο «κρύο». Χρειάζεται πολιτική καλών, φιλικών σχέσεων με όλες τις πλευρές. Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε ανάμειξη στη διαπάλη της μιας πλευράς με την άλλη.