Μπορεί να υπάρξει μια νέα ατμόσφαιρα στις σχέσεις ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ; Μπορεί να κλείσει η εποχή των παγετώνων που εγκαινίασε η είσοδος στο πρώτο μνημόνιο και να αποκατασταθεί μια φυσιολογική πολιτική σχέση ανάμεσα στους δύο χώρους;

Ads

Προς αποφυγήν παρερμηνειών, σπεύδω να εξηγήσω ότι η ομαλοποίηση των σχέσεων στην οποία αναφέρομαι, δεν συνδέεται επ ουδενί με όσα αφειδώς διακινούνται περί “συνοικεσίων” και άλλων ανομολόγητων, που ούτως ή άλλως εντάσσονται στο χώρο της πολιτικής μυθιστοριογραφίας. Αντίθετα, αυτό που έχει ενδιαφέρον να διερευνηθεί είναι αν η περίοδος που διανύουμε, μπορεί να σηματοδοτήσει τη μετάβαση από τη φάση του αμοιβαίου μίσους  στην εποχή μιας φυσιολογικής πολιτικής αντιπαλότητας.

Σύμφωνα με τη δημοφιλέστερη αφήγηση, τη βασική ευθύνη για το περίσευμα αδιαλλαξίας που συσωρεύτηκε στη δημόσια ζωή έχει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μερίδιο, ωστόσο, και μάλιστα υπολογίσιμο, διεκδικούν πλέον και οι αντίπαλοί του, καθώς, όπως ο αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε στην εμπέδωση του κλίματος ακραίας πόλωσης και στη λογική των μηδενικών ανοχών, έτσι και η σημερινή αντιπολίτευση, ανακυκλώνει τη συνταγή των μετώπων και αποθεώνει την πολεμική ρητορική. 

Αν το θέμα είναι ποιος ήρξατο χειρών αδίκων, όντως ο ΣΥΡΙΖΑ δαιμονοποίησε πρώτος το ΠΑΣΟΚ. Αλλά και το ΠΑΣΟΚ, ομού μετά των συμμάχων του, ΔΗΜΑΡ, κινήσεων και λοιπών κεντροαριστερών δυνάμεων, κάθησε στο ίδιο θρανίο, αντέγραψε την τακτική  του ΣΥΡΙΖΑ και δαιμονοποιεί πλέον συνολικά την Αριστερά, αναπαριστώντας την ως ένα εσμό ατάκτων, που συνέχει απλώς και μόνο η νομή της εξουσίας.

Ads

Αλλά για να επανέλθουμε: δοθέντων όσων έχουν μεσολαβήσει, μπορεί, άραγε, να αποκατασταθεί μια φυσιολογική πολιτική σχέση, που θα δώσει χώρο σε γόνιμες αντιπαλότητες και θα φέρει σε δεύτερο πλάνο τις ασκήσεις μίσους; 

Το ερώτημα δεν έχει μόνο θεωρητική αξία, αλλά και πολιτική χρησιμότητα. Για να απαντηθεί, ωστόσο, προέχει να ανακτηθεί η αυτοτέλεια του μεσαίου χώρου και να διαλυθεί η αίσθηση του συμπληρωματικού προς τη ΝΔ κόμματος, που δημιούργησε η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου. 

Υπό αυτή την έννοια, δεν προσφέρουν και πολλά οι εκβιαστικές πιέσεις προς τη Φώφη Γεννηματά να δεσμευτεί με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει μετά τις επόμενες εκλογές. Αν το ΠΑΣΟΚ και οι σύμμαχοί  του εκδηλώσουν προτίμηση – είτε γείρουν, δηλαδή,  προς τον ΣΥΡΙΖΑ είτε κλίνουν προς τη ΝΔ – το μόνο που θα καταφέρουν είναι να στείλουν απευθείας κάποιους εν δυνάμει ψηφοφόρους τους στον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα. 

Για να αντέξει στις μυλόπετρες της πόλωσης ο ενδιάμεσος χώρος, αυτό που προέχει δεν είναι να επιλέξει στρατόπεδο, αλλά να κατοχυρώσει την πολιτική του αυτονομία, γυρίζοντας οριστικά την πλάτη σε διχαστικές προτάσεις, όπως είναι η συμπαράταξη των απανταχού “ευρωπαϊστών”, δεξιών, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών, απέναντι στις δυνάμεις του λαϊκισμού.

Αν συμφωνήσουμε ότι η διακριτή πολιτική παρουσία της κεντροαριστεράς αποκαθιστά την πολιτική τάξη και απαλάσσει την ατμόσφαιρα από παραλυτικές πολώσεις, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι προσπάθειες αυτοκαθορισμού που έχουν δρομολογηθεί στο χώρο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης θέτουν, αντικειμενικά, νέα δεδομένα στο τραπέζι.  

Το διαζύγιο με τη γραμμή που προέβαλε μέχρι πρότινος ως εθνική ανάγκη την ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ, δεν συνεπάγεται υποδούλωση στον ΣΥΡΙΖΑ. Υπό προϋποθέσεις, μπορεί να ανακόψει την κοινωνική πόλωση και να συμβάλει στην ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ δυνάμεων που θα μπορούσαν, στρατηγικά, να συγκροτούν ένα προοδευτικό πολιτικό μπλοκ.