Η εξομολόγηση του τέως αμερικανού υπουργού οικονομικών Timothy Geithner αποκάλυψε και την ουσία του ελληνικού δράματος. Τον Φεβρουάριο του 2010, ο Geithner, σε γεύμα εργασίας στον Καναδά όπου συνεδρίαζαν οι G7, άκουσε εμβρόντητος τους ευρωπαίους και κυρίως τους γερμανούς, να του λένε πως θα «συντρίψουν τα καθίκια τους Έλληνες».

Ads

Τι ήταν αυτό που έκανε έξαλλους τους ευρωπαίους και αποκάλυψε την πραγματική φύση της ΕΕ; Το γεγονός ότι η ελληνική χρεωκοπία απειλούσε τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες. Αντί λοιπόν να αφήσουν την Ελλάδα να πτωχεύσει, δηλαδή να μην εξυπηρετήσει τα ομόλογα που έληγαν και εν συνεχεία να την δανείσουν, ώστε να βγει σταδιακά από την κρίση, χωρίς όμως την βίαιη προσαρμογή που επέβαλαν, υποχρέωσαν την ελληνική κυβέρνηση να δεχθεί ένα πρόγραμμα τεράστιου δανεισμού και βίαιων μεταρρυθμίσεων.

Οι στόχοι τους ήταν δύο. Πρώτον να καλυφθούν οι τράπεζες και δεύτερον να υποτιμηθεί βίαια η ελληνική οικονομία, να καταστραφεί η αγορά της και η παραγωγική της βάση και να μετατραπεί έτσι η χώρα σε κράτος μειωμένης κυριαρχίας, ουσιαστικά κράτος φόρου υποτελές στην ΕΕ.

Ο πραγματικός στόχος ήταν η αυστηρή τιμωρία της Ελλάδας, έτσι ώστε να δοθεί το παράδειγμα και στα άλλα κράτη του Νότου και ταυτόχρονα να εξουδετερωθεί πολιτικά η χώρα, που βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και επιπλέον δημιουργεί και σοβαρές προστριβές μέσα στην ΕΕ με τα ανοιχτά της εθνικά θέματα. Η Ελλάδα έπρεπε να σωπάσει οριστικά. Και ο λαός της να συντριβεί. Και αυτό έγινε.

Ads

Ο Geithner, πραγματικά ανατριχιαστικός, αποκάλυψε όμως εμμέσως και τον εναλλακτικό δρόμο που είχε η Ελλάδα, έναν δρόμο όμως που η ανίκανη και διεφθαρμένη πολιτική ελίτ δεν ήταν σε θέση να ακολουθήσει, ενώ και ο ίδιος ο λαός, ανεχόμενος επί δεκαετίες αυτήν την κατάσταση, της διαπλοκής κράτους, πολιτικής ελίτ και επιχειρηματιών, δεν είχε τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις να αποδεχθεί μια σύγκρουση με την ΕΕ.

Ποιος ήταν ο δρόμος; Η άρνηση του προτεινόμενου σχεδίου και η αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ. Το επιχείρημα εδώ ήταν το προτεινόμενο μνημόνιο. Ήταν σε όλους σαφές πως ήταν καταστροφικό για την ελληνική οικονομία. Επομένως έπρεπε να απορριφθεί. Και η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να δηλώσει ότι αδυνατεί να εξυπηρετήσει τους κατόχους των ομολόγων (ιδιώτες οι περισσότεροι) και να προχωρήσει σε στάση πληρωμών και σε διαπραγματεύσεις με τους δανειστές για κούρεμα του χρέους.

Αυτό έπρεπε προφανώς να κάνει η κυβέρνηση Παπανδρέου. Αναλογιζόμενη όμως το τεράστιο πολιτικό κόστος και φυσικά την μοιραία πτώση της, προτίμησε να περάσει την ευθύνη στους ξένους, ισχυριζόμενη ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, από την κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας και την μεταβίβαση της πολιτικής εξουσίας στην τρόϊκα και τους δανειστές. Και έτσι πέταξε από πάνω της και την ευθύνη των μέτρων, καθώς προσπάθησε να τα εμφανίσει ως αποφάσεις της τρόϊκα.

Φυσικά απέτυχε και κατέρρευσε πολιτικά. Ταυτόχρονα, η ΕΕ αποκάλυψε το αυταρχικό της πρόσωπο και η ελληνική πολιτική ελίτ της ανικανότητά της. Τώρα, μετά από αυτά τα θλιβερά για τον ελληνισμό ιστορικά γεγονότα, η Ελλάδα βρίσκεται κυριολεκτικά διαλυμένη οικονομικά, με κατεστραμμένη την παραγωγική της βάση, με νεκρωμένη την αγορά και με τεράστια μείωση των εισοδημάτων, ενώ ταυτόχρονα η πολιτική εξουσία έχει κυριολεκτικά παραδοθεί στους δανειστές, οι οποίοι δεν επιτρέπουν ούτε καν μια απλή ρύμθιση χρεών προς την εφορία! Φυσικά για κοινοβούλιο δεν γίνεται καν λόγος. Έχει ουσιαστικά καταργηθεί.

Υπό αυτές τις περιστάσεις, είναι πραγματικά τιτάνιο το έργο που καλείται να επωμιστεί η επόμενη κυβέρνηση της αριστεράς που θα σχηματιστεί. Και είναι πραγματικά απορίας άξιον, τι μπορεί να αλλάξει, δεδομένου ότι δεν υπάρχει προ οφθαλμών ένα ρωμαλέο και συνειδητό λαϊκό κίνημα αντίστασης στην ΕΕ.

Δυστυχώς, η Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει δύο δρόμους: η να αποδεχθεί την μοίρα της και να παραμείνει εντός του ευρώ μια χώρα μειωμένης κυριαρχίας και ουσιαστικά φόρου υποτελής ή να αποχωρήσει από το ευρώ, αναλαμβάνοντας και την ιστορική ευθύνη αυτής της επιλογής, η οποία όμως φαντάζει ως η μόνη λύση για να ανακτήσει η χώρα την πολιτική της ελευθερία.

Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς, όσο αισιόδοξος και ευφάνταστος κι αν είναι, έναν τρίτο, ευκολότερο δρόμο. Μακάρι να μας τον υποδείξει η νέα κυβέρνηση.