Το προεκλογικό πρόγραμμα και οι εξαγγελίες ενός πολιτικού ηγέτη προς το λαό που προσπαθεί να κυβερνήσει μοιάζουν με τις υποσχέσεις ενός ερωτευμένου άντρα στη γυναίκα που επιθυμεί να κατακτήσει.

Ads

 
Είναι, συνήθως, τόσο πιθανό ο πολιτικός να πραγματοποιήσει όσα υποσχέθηκε όσο ο ερωτευμένος να ‘χαρίσει’ στη γυναίκα που διεκδικεί τα αστέρια και να την κάνει ‘την πιο ευτυχισμένη σε ολόκληρο τον κόσμο’.
 
Οι υποσχέσεις, όμως, δεν κοστίζουν τίποτα και ιδιαίτερα στις παραπάνω περιπτώσεις κρύβουν γι’ αυτόν που τις κάνει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Αν δεν ‘πιάσουν’, τότε δεν έχει έχει καμία σημασία τί υποσχέθηκε αφού δε θα του έχει δοθεί ποτέ η δυνατότητα να αποδείξει ότι τα εννοούσε και πως θα τα πραγματοποιούσε. Αν πάλι ευοδώσουν, τότε δεν υπάρχει λόγος να τις υλοποιήσει αφού θα έχει πετύχει, ήδη, το στόχο του.
 
Με μία σειρά προεκλογικών του υποσχέσεων ο Ολλάντ κατέκτησε πρόσφατα τις καρδιές του 52% των Γάλλων. Υποσχέθηκε ανάπτυξη αντί για λιτότητα, ευρωομόλογα αντί για περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα, κρατικές δαπάνες αντί για περικοπές, περισσότερο κοινωνικό κράτος αντί για λιγότερο και μία ισχυρή διαπραγμάτευση με τη Γερμανίδα Καγκελάριο Μέρκελ αντί για υποτακτική αποδοχή όσων προτείνει, με βασικό στόχο την προσπάθεια να αποκτήσει η Ευρώπη αναπτυξιακή προοπτική και να βγει απ’ την κρίση.

Όπως συμβαίνει συνήθως, ωστόσο, φαίνεται πως και στην περίπτωση του Ολλάντ τα όμορφα προεκλογικά λόγια θα έχουν πολύ λίγη σχέση με τις μετεκλογικές του πράξεις. Αυτό, τουλάχιστον, αν πιστέψουμε όσα γράφονται σε διπλωματικά έγγραφα που διέρρευσαν από τις πρεσβείες Γαλλίας και Γερμανίας σε Βερολίνο και Παρίσι αντίστοιχα (αποσπάσματα των οποίων δημοσιεύτηκαν πρώτα απ’ την εφημερίδα Guardian).
 
Σύμφωνα με ένα από αυτά, ο βασικός υποψήφιος για τη θέση του υπουργού Οικονομικών της επικείμενης κυβέρνησης Ολλάντ, Μισέλ Σαπέν, εξέφρασε σε συνάντηση του με Γερμανούς διπλωμάτες το σκεπτικισμό του για τα ευρωομολόγα, υποστηρίζοντας ότι δεν αποτελούν τη λύση στην ευρωπαϊκή κρίση.
 
Σύμφωνα με τα έγγραφα ο Σαπέν απέρριψε κατηγορηματικά την αύξηση των δημοσίων δαπανών και την εκπόνηση κρατικών προγραμμάτων προκειμένου να τονωθεί η ζήτηση και να δοθεί μία ώθηση στην οικονομία.
 
“Είναι απολύτως απαραίτητο να δημιουργηθεί ανάπτυξη αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο με έμμεσα μέτρα τόνωσης της ζήτησης και όχι πια μέσω προγραμμάτων που θα πληρώνει το κράτος”  διεμήνυσε η ομάδα του Ολλάντ στους Γερμανούς διπλωμάτες.
 
Από το σύνολο τεσσάρων κατευθυντήριων γραμμών της πολιτικής του, στις τρεις ο Ολλάντ φαίνεται να έχει συμφωνήσει ήδη με τη Μέρκελ κάτι που μένει να δούμε να επιβεβαιώνεται, πιθανώς, ακόμη και εντός του Ιουνίου. Οι προτάσεις του για την ενίσχυση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της χρήσης ευρωπαϊκών κεφαλαίων για την υλοποίηση προγραμμάτων υποδομής βρίσκονται ήδη στην ατζέντα της Καγκελαρίου και δεν αποτελούν παρά τσιρότα στις πληγές που έχει ανοίξει η κρίση στην Ευρώπη.
 
Η χρήση των λεγόμενων ‘ομολόγων έργων’ που προτείνει ο Ολλάντ ώστε να τα διαφημίσει ως δική του συνδρομή στην προσπάθεια για ανάπτυξη, έχουν σχεδιαστεί προ πολλού και σε αυτά αναφέρθηκα πριν ένα χρόνο επισημαίνοντας ότι η Γερμανία θα τα ενεργοποιούσε εν καιρώ, όταν θα ήθελε να δώσει ένα αναπτυξιακό άρωμα στη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική που επιβάλλει στην ευρωζώνη. Πρόκειται και πάλι για δάνεια τα οποία τα κράτη θα πρέπει να πληρώνουν για χρόνια, με τη διαφορά ότι ο στόχος τους υποτίθεται πως θα είναι η δημιουργία ανάπτυξης, κάτι που χρήζει εξέτασης.
 
Ο Ολλάντ δε φαίνεται διατεθειμένος να αμφισβητήσει τίποτε απ’ ότι έχει ήδη προτείνει η Μέρκελ και απ’ όσα έχουν υπογραφεί από τα κράτη της ΕΕ αλλά μάλλον θα αρκεστεί στην προσθήκη κάποιων, ασθενικών, μέτρων για την ανάπτυξη, ώστε η επόμενη ημέρα να βρει ‘νικητή’ τόσο τον ίδιο όσο και τη σύμμαχο του, επιτρέποντας και στους δύο να ικανοποιήσουν τις πολιτικές τους σκοπιμότητες.
 
Τα μόνο σημεία που έχουν απομείνει χωρίς ταύτιση απόψεων έχουν να κάνουν με τη δυνατότητα του Μόνιμου Μηχανισμού Στήριξης να αντλεί κεφάλαια απευθείας απ’ την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κάτι που όσο η Γερμανία δεν επιθυμεί δεν πρόκειται και να συμβεί και τον κανόνα για την αυτόματη επιβολή κυρώσεων στην περίπτωση ‘δημοσιονομικών παραπτωμάτων’, που ο Ολλάντ δε θέλει να επικυρωθεί και μένει να δούμε την απάντηση της Μέρκελ επί τούτου.
 
Αν όσα αναγράφονται στα εμπιστευτικά διπλωματικά έγγραφα ισχύουν και επιβεβαιωθούν, τότε ο Ολλάντ θα αποδεχτεί εξ ολοκλήρου τη σκληρή συνθήκη για τη δημοσιονομική σταθερότητα την οποία έχει σχεδιάσει και προωθήσει η Μέρκελ και θα επιδιώξει μόνο ένα μπόλιασμα σε αυτήν κάποιων αμφιλεγόμενων αναπτυξιακών μέτρων.
 
Δυστυχώς, στα έγγραφα δεν αναφέρεται κάτι για τη στάση του νέου Γάλλου Προέδρου απέναντι στην ελληνική κρίση. Οι προεκλογικές του ομιλίες άφησαν ελπίδες για παρέμβαση του. Μένει να δούμε αν θα υπάρξει και μετεκλογική, έμπρακτη, συνέχεια.
 
*Πάνος Παναγιώτου
Χρηματιστηριακός Τεχνικός Αναλυτής
Διευθυντής GSTA Ltd, WTAEC Ltd