Πώς οι δυνάμεις της εργασίας θα ανακτήσουν το χαμένο έδαφος;

Ads

 
Η προσπάθεια αποδόμησης των εργασιακών σχέσεων και χτυπήματος των ΣΣΕ δεν ξεκίνησε με την κρίση. Ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και στην Ελλάδα εντείνεται τη δεκαετία του 1990 και δεν περιορίζεται σε παρεμβάσεις στο νομοθετικό πεδίο.  Πριν από αυτές:
 
(α) Έχει αλλάξει η αντίληψη για την εργασία.  Οι εργαζόμενοι μετατρέπονται σε απασχολήσιμους, όρος που καθιέρωσε εκείνη την περίοδο ο τέως πρωθυπουργός Κ. Σημίτης.  Είναι η εποχή που το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού είναι σε πλήρη εξέλιξη.  Ένας καινοφανής όρος που δεν περιγράφεται πουθενά, θυμίζω ότι το Σύνταγμα στο άρθρο 22 αναφέρεται στην προστασία της Εργασίας και όχι της απασχόλησης.  O όρος απασχολήσιμος σηματοδοτεί το ξεκίνημα της αποδόμησης των εργασιακών σχέσεων και την επιβολή των ελαστικών σχέσεων εργασίας.
 
Ένας άλλος όρος που εισάγεται στη συζήτηση εκείνη την εποχή είναι το flexicurity.  Είναι η ευελιξία στην αγορά εργασίας σε συνάρτηση με την ασφάλεια.  Το δεύτερο συστατικό στην ελληνική πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ.  Η ευελιξία στην αγορά εργασίας είναι συνώνυμο της επισφάλειας.
 
(β) Αλλάζει η προσέγγιση για το δημόσιο και το ιδιωτικό.  Το δημόσιο είναι αναποτελεσματικό, ακριβό, διεφθαρμένο.  Το ιδιωτικό το ακριβώς αντίστροφο, είναι αποτελεσματικό, φθηνό και έντιμο.  Ξεκινά η συζήτηση για το ποιες υπηρεσίες θα προσφέρει ο Δημόσιος και ο ευρύτερος Δημόσιο Τομέας.  Τα πρώτα κύματα αποκρατικοποίησης μεγάλων ΔΕΚΟ (υπηρεσιών κοινής ωφέλειας) είναι σε εξέλιξη.  Για παράδειγμα ο ΟΤΕ.  Τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ ήταν από τα πλέον ισχυρά του ευρύτερου δημόσιου τομέα, διαπραγματεύονταν και υπέγραφαν συλλογικές συμβάσεις εργασίας και δημιουργούσαν ένα πρότυπο που είχε μπει στο στόχαστρο.  Μαζί με την ΟΤΟΕ ήταν από τους στυλοβάτες της ΓΣΕΕ.
 
Στις περιπτώσεις που το εγχείρημα προχωρά έστω και τμηματικά ένα μέρος του προσωπικού ενθαρρύνεται να κάνει χρήση ευνοϊκών διατάξεων και να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα.  Οι εργασιακές σχέσεις των νεώτερων σε ηλικία τροποποιούνται προς το δυσμενέστερο.  Σε δεύτερο κύμα ιδιωτικοποίησης στην ίδια ΔΕΚΟ ακολουθείται και πάλι η ίδια στρατηγική.  Ο ΟΤΕ είναι χαρακτηριστικό αρνητικό παράδειγμα, όπου η παλαιότερη γενιά εργαζομένων «διασώζεται» σε βάρος των επομένων.
 
Στις ΔΕΚΟ που δεν περνά άμεσα η ιδιωτικοποίηση αρχίζει μία φάση απαξίωσης, που προχωρά άλλοτε με αργούς άλλοτε με πιο έντονους ρυθμούς.  Έχει δύο χαρακτηριστικά: καθυστερούν και δεν γίνονται επενδύσεις, τα λιμάνια είναι σε αυτή την περίπτωση, και δεν γίνονται προσλήψεις προσωπικού ή γίνονται με το σταγονόμετρο.  Την έλλειψη προσωπικού την αντιμετωπίζουν με την πρόσληψη εποχικού προσωπικού, με συμβασιούχους, ή την δίνουν σε υπεργολάβους, κλασσικά παραδείγματα η καθαριότητα και η φύλαξη που δίνονται στο σύνολό τους ή εν μέρει.  Προχωρά με αυτό τον τρόπο, αυτό που οι εργαζόμενοι ονομάζουμε λειτουργική ιδιωτικοποίηση.   Σε πολλές ΔΕΚΟ όπως και σε πολλές τράπεζες δημιουργούνται εργαζόμενοι πολλών ταχυτήτων.  Εχει αρχίσει η εσωτερική υποτίμηση της εργασίας και η καταστροφή των εργασιακών σχέσεων. 
 
Και στις δύο περιπτώσεις ο ρόλος των συνδικάτων ήταν κρίσιμος.  Αυτές οι αρνητικές μεταβολές έγιναν με την ανοχή τους και τη συνενοχή τους.  Τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ κατά κανόνα ελέγχονται από δυνάμεις φιλικά προσκείμενες στην εκάστοτε κυβέρνηση.  Το πελατειακό σύστημα, που αποτέλεσε ισχυρό χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής της χώρας, μεταφέρεται κατά αναλογία και στα συνδικάτα, καθόρισε τη λειτουργία τους και την ταυτότητά τους.  Σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν έχουν κατηγορηθεί για συνδιοίκηση και έχουν καλλιεργήσει κατά κύριο λόγο μία κουλτούρα προσωπικής τακτοποίησης, αντί για μία κουλτούρα συλλογικής διεκδίκησης, αλληλεγγύης και αγωνιστικότητας.  Η στρατηγική αυτή επιβραβεύεται από τα μέλη τους, συγκεκριμένες ομάδες υπερψηφίζονται και αναπαράγονται.  Τα μέλη γίνονται με αυτό τον τρόπο σε κάποιο βαθμό συμμέτοχοι σε αυτή τη νοσηρή κατάσταση. 
 
Βλέπουμε λοιπόν ότι η προσπάθεια για την ανατροπή των θεσπισμένων εργασιακών σχέσεων έχει προηγηθεί της οικονομικής κρίσης, δεν είναι αποτέλεσμα της.  Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η υποτίμηση της εργασίας συνέβαλαν στη δημιουργία της κρίσης.  Η οικονομική κρίση είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για την πλέον βάρβαρη αναδιανομή πλούτου προς όφελός του κεφαλαίου και σε βάρος των εργαζομένων.
 
Όλο αυτό το διάστημα προκειμένου να περάσουν διάφορες αναδιαρθρώσεις ακούστηκαν ελκυστικά κάθε φορά επιχειρήματα για το τι καλό θα φέρουν, για παράδειγμα μεγαλύτερη ανάπτυξη ή περισσότερες θέσεις εργασίας.  Έχει λοιπόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε αν αυτά επαληθεύονται και προς όφελος ποιού.
 
Θα εστιάσω στην περίπτωση του λιμανιού του Πειραιά διότι βοηθά στην εξαγωγή συμπερασμάτων.  Οι απόπειρες ιδιωτικοποίησης έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 με την αλλαγή του νομικού καθεστώτος του, την εισαγωγή τμήματός στο χρηματιστήριο, το φρενάρισμα των επενδύσεων, την μη πρόσληψη προσωπικού.  Στον ΟΛΠ εξαιτίας των αγώνων των εργαζομένων δεν πέρασε η δημιουργία προσωπικού δύο ταχυτήτων που επιχειρήθηκε όταν ήταν σε πλήρη εξέλιξη η πρώτη φάση παραχώρησης τμήματος του εμπορικού λιμανιού στην Cosco.  Τότε μέσα και από απεργιακές κινητοποιήσεις καταφέραμε και ενσωματώσαμε στην Συλλογικές μας συμβάσεις και στο Γενικό Κανονισμό Προσωπικού τους συναδέλφους που με βάση νομοθετική παρέμβαση που είχε γίνει ειδικά για το ζήτημα πληρώνονταν με ατομικές συμβάσεις εργασίας.
 
Το τέλος του 2009 όταν παραχωρήθηκε τελικά το τμήμα του λιμανιού στην Cosco, στη σύμβαση παραχώρησης δεν υπήρχε καμιά αναφορά στους εργαζόμενους και στις εργασιακές σχέσεις που θα επικρατούσαν στο τμήμα που αυτή θα διαχειρίζονταν, τακτική εξαιρετικά ασυνήθιστη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα της εποχής.  Η λιμενεργασία είναι ένας από τους χώρους εργασίας που πανευρωπαϊκά είναι ρυθμισμένη και έχει ισχυρά συνδικάτα.  Είναι ένας από τους λίγους εργασιακούς χώρους που δεν έχει απορυθμιστεί.  Αυτό δεν έγινε τυχαία.  Τα τελευταία 20 χρόνια επιχειρήθηκε δύο φορές από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Μεταφορών, να περάσει οδηγία που θα απορύθμιζε μεταξύ άλλων τις εργασιακές σχέσεις στα λιμάνια.  Από την αρχή το αντιμετωπίσαμε με οργάνωση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και κοινούς αγώνες, κοινές απεργίες, κοινές διαδηλώσεις, κοινές καμπάνιες ενημέρωσης.  Το αποτέλεσμα: καταφέραμε να σταματήσουμε δύο τέτοια σχέδια οδηγίας.
 
Ο ΟΛΠ, δεν έγινε τυχαία στόχος.  Ήταν στρατηγική επιλογή προκειμένου να απορυθμιστεί ένας εργασιακός χώρος με ισχυρά συνδικάτα.  Η επιλογή αυτή δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα.  Οι συνάδελφοί μας από τα άλλα ευρωπαϊκά λιμάνια από την αρχή το αντιμετώπισαν ως μία ιδιαίτερα κακή πρακτική με κίνδυνο επέκτασης και σε άλλες χώρες.  Έχουμε επανειλημμένα αναλάβει κοινές δράσεις για να δημοσιοποιήσουμε αυτή την κατάσταση αλλά και να προσπαθήσουμε να την αντιμετωπίσουμε.
 
Επιγραμματική αναφορά για το τι συμβαίνει στους προβλήτες του λιμανιού του Πειραιά που είναι υπό τη διαχείριση της Cosco.  Η θυγατρική που έχει δημιουργηθεί, έχει προσλάβει γύρω στα 250 άτομα, όλα με ατομικές συμβάσεις εργασίας.  Συνδικάτο στο χώρο δεν υπάρχει.  Από την αρχή έχει κάνει συμφωνία με μία άλλη εταιρεία, τη Διακίνηση, για να της προμηθεύει λιμενεργάτες που μαζί με πενήντα δικούς της θα εργάζονται στο τέρμιναλ.  Η Διακίνηση με τη σειρά της έχει κάνει συμφωνία με 5 υπεργολάβους, ο αριθμός δεν είναι σταθερός, μέσω των οποίων προμηθεύεται προσωπικό.  Υπάρχουν ατομικές συμβάσεις εκ περιτροπής εργασίας με ανώτατο όριο τις 12 ή τις 16 ημέρες το μήνα.  Μέχρι και πριν από ένα χρόνο τα 16ωρα συνεχούς εργασίας δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο.  Οι απολύσεις ήταν και παραμένουν ιδιαίτερα εύκολες.  Κατά ευγενική δήλωση της εταιρείας οι εργαζόμενοι είναι εύκολα ανακυκλώσιμοι.  Στο χώρο δημιουργήθηκε συνδικάτο, μετά από μία απεργία-εξέγερση που έγινε τον Ιούλιο του 2014.  Σε αυτή την κινητοποίηση οι εργαζόμενοι στον ΟΛΠ ήμασταν δίπλα στους συναδέλφους μας με φυσική παρουσία και με δωρεάν παροχή τεχνικής βοήθειας. 

Καταφέραμε να μην κατασταλεί η κινητοποίησή τους και την επομένη το πρωί να δημιουργηθεί το συνδικάτο.    Αρχικά η Cosco αναγνώρισε τη σχέση της με αυτούς, αλλά αργότερα υπαναχώρησε.  Ενάμιση χρόνο μετά το συνδικάτο δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη από Cosco και Διακίνηση.  Δεν έχει γίνει σοβαρή διαπραγμάτευση για ΣΣΕ και βεβαίως δεν έχει υπογραφεί.  Οι συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας είναι ακόμη σε πολύ κακό επίπεδο.  Ατυχήματα γίνονται και δεν δηλώνονται.  Δεν υπάρχει διαδικασία εκπαίδευσης.  Δεν υπάρχουν διαλλείματα. Μέλη του ΔΣ του συνδικάτου έχουν απολυθεί.  Πλέον βγαίνει μηνιαίο πρόγραμμα εργασίας, αλλά και πάλι δεν τηρείται.  Οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να μαθαίνουν 1-1,5 ώρα πριν αν θα εργαστούν εκείνη την ημέρα και σε ποιά βάρδια.  Ο αριθμός των ωρών υπερωρίας προκύπτει κατά τη διάρκεια της δουλειάς.  Η αμοιβή των υπερωριών γίνεται με ένα κατά προσέγγιση τρόπο, ένα μέρος τους κατά κανόνα είναι «προσφορά» στην εταιρεία.  Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, που σχετικά σπάνια επισκέπτονται το χώρο, ακόμη και σήμερα δεν διακρίνουν τίποτα από τα παραπάνω.  Τις ελάχιστες φορές που έχουν κάνει σχόλια αφορούν τους υπεργολάβους.  Η Cosco, βγαίνει αλώβητη.
 
Τα επιχειρήματα που ακούγονταν υπέρ της επιλογής της ιδιωτικοποίησης την περίοδο 2007-9 ήταν ότι θα ανέβει η κίνηση του λιμανιού του Πειραιά, θα υπάρξει ανάπτυξη, θα ανοίξουν θέσεις εργασίας.  Τότε αναφέρονταν σε 4.000 θέσεις εργασίας.  Τι συνέβη:  Πράγματι ειδικά μετά τη δημιουργία του 3ου προβλήτα αυξήθηκε και άλλο η κίνηση στο λιμάνι.  Παράγεται πλούτος, αλλά κατά κύριο λόγο προς όφελος της CoscoΗ κατάσταση των εργαζομένων δεν βελτιώθηκε.  Καταστράφηκαν 500 θέσεις εργασίας με ΣΣΕ και αντικαταστάθηκαν από 700 περίπου θέσεις εκ περιτροπής εργασίας χωρίς ΣΣΕ και χωρίς βαρέα και ανθυγιεινά.
 
Αυτό το διάστημα είναι σε εξέλιξη η διαδικασία ιδιωτικοποίησης του συνόλου του λιμανιού του Πειραιά με ένα μοντέλο μοναδικό για την Ευρώπη και εξαιρετικά ασυνήθιστο και για τα διεθνή δεδομένα.  Καταγράφεται και πάλι η ίδια απουσία πρόνοιας για τις εργασιακές σχέσεις.  Επιπροσθέτως από τη σύμβαση παραχώρησης που έχει μονομερώς συντάξει το ΤΑΙΠΕΔ, προβλέπεται ένα μοντέλο διαχείρισης που χαρακτηρίζεται από το μεγάλο αριθμό υπεργολαβιών. 

Αυτό σημαίνει:

(α) κατακερματισμός των εργαζομένων σε πολλούς μικρούς υπεργολάβους. 

Ads

(β) κατακερματισμός του αντικειμένου εργασίας.  Πρώτος στόχος να μην μπορεί να στοιχειοθετηθεί η λιμενεργασία σαν επάγγελμα.  Δεύτερος στόχος να δυσκολέψει τη δημιουργία ενός συνδικάτου στο χώρο που θα διαπραγματεύεται με ένα εργοδότη.  Θα βρεθούμε ξανά αντιμέτωποι με ένα δαίδαλο υπεργολάβων που είναι σχεδόν αδύνατον να ελεγχθούν.  Με αυτό τον τρόπο επιβραβεύεται το υπόδειγμα που έχει εισαχθεί με το πρώτο κύμα ιδιωτικοποίησης.
 
Μία άλλη παράμετρος που βγαίνει έξω από τα όρια του λιμανιού:  Ο ΟΛΠ είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά.  Το εργασιακό μοντέλο που κυριαρχεί σε αυτόν επηρεάζει αρνητικά ή θετικά το σύνολο των εργασιακών σχέσεων στην πόλη.  Αν τελικά επικρατήσει το υπόδειγμα που μόλις περιέγραψα δημιουργεί μία αρνητική τάση για το σύνολο των επιχειρήσεων της πόλης.
 
Τι δυνατότητες αντίδρασης έχουν οι εργαζόμενοι: 

Τα τελευταία χρόνια οι απεργιακές μας κινητοποιήσεις ήταν λιγότερο αποτελεσματικές διότι περιορίζονταν στους εργαζόμενους του ΟΛΠ οπότε το εμπορικό τμήμα του λιμανιού δούλευε κανονικά.  Η Cosco άλλωστε το πουλάει στους χρήστες ως ένα λιμάνι χωρίς απεργίες, άρα χωρίς καθυστερήσεις.  Από την αρχή είναι κοινός τόπος ότι οι δύο ομάδες εργαζομένων πρέπει να συναντηθούμε και να συντονίσουμε τη δράση μας.  Η τύχη μας είναι κοινή.  Αυτό δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό από καμία πλευρά και ακόμη και τώρα υπάρχει καχυποψία,  έχει ενδιαφέρον ότι η καμπάνια δυσφήμησης των εργαζομένων στον ΟΛΠ έχει περάσει σε σημαντικό μέρος των εργαζομένων της Cosco, στις πρώτες κοινές συναντήσεις κάποιοι μας έλεγαν ότι είμαστε τεμπέληδες και παράλληλα επιχειρηματολογούσαν ότι αυτοί δεν απεργούν επειδή είναι τεμπέληδες αλλά γιατί οι συνθήκες εργασίας είναι εξοντωτικές.  Τέλος υπάρχουν σκέψεις συναδέλφων μεγαλύτερων σε ηλικία για ατομικό βόλεμα.
 
Στην περιγραφή της κατάστασης εκτός από τα προβλήματα, καταγράφονται κακές και καλές πρακτικές.

Κακή πρακτική να αποδεχόμαστε τη δημιουργία εργαζομένων με διαφορετικές σχέσεις εργασίας μέσα στον ίδιο χώρο δουλειάς.  Στέλνει ένα αρνητικό μήνυμα στο σύνολο των εργαζομένων, και εξασθενεί τη δύναμη πίεσης.
 
Καλές πρακτικές: Όπου αναδύεται μία εστία αντίστασης την βοηθάμε να δημιουργηθεί και να δράσει.  Ενδεχομένως κάποια πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα και εύκολα, για ένα νέο συνδικάτο δεν είναι.  Νομική βοήθεια, χώρος για να συνεδριάσουν, μεθοδολογία κοινοποίησης των αιτημάτων τους, τρόπος οργάνωσης απεργιών.  Συμπαράσταση, έμπρακτη.  Δημιουργία κοινών δράσεων σε τοπικό, περιφερειακό, και πανευρωπαϊκό επίπεδο.
 
Κοινή δράση για να μην περάσουν αλλαγές που θα απορυθμίζουν και άλλο τα εργασιακά δικαιώματα.  Είναι γνωστό ότι το εγχείρημα δεν περιορίζεται μόνο σε μία χώρα ή σε ένα κλάδο εργαζομένων, οπότε είναι ανόητο να πιστεύουμε ότι κάποιος θα εξαιρεθεί από αυτή την επίθεση.  Να γίνει κατανοητό ότι οι όποιες εξαιρέσεις είναι προσωρινές και την επομένη που θα στοχοποιηθεί κάποιος άλλος εργασιακός χώρος, οι σύμμαχοι θα είναι λιγότεροι, και με ποια επιχειρηματολογία θα ζητήσεις την αλληλεγγύη που εσύ αρνήθηκες έμπρακτα να δείξεις το προηγούμενο διάστημα.
 
Οι παθογένειες των συνδικάτων προϋπήρξαν των μνημονίων, σε ένα βαθμό διευκόλυναν την επιβολή τους γιατί είχαν προετοιμάσει ιδεολογικά και με την πρακτική τους τα μέλη τους.
 
Πρόβλημα προς επίλυση παραμένει να αλλάξει ο χαρακτήρας των συνδικάτων που κάνουν συνδικαλισμό εκ των ασφαλούς.  Να σταματήσει η λογική της ανάθεσης και τα μέλη να δραστηριοποιηθούν ενεργά εντός της συλλογικότητας.  Να αναβιώσουν οι αρχές της αλληλεγγύης και της αγωνιστικότητας, της γείωσης με την κοινωνία.  Αυτές οι αρχές που έκαναν τα συνδικάτα ισχυρά.  Για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να αντιμετωπίσουμε την καχυποψία και να βάλουμε τους εργαζόμενους να σκεφτούν μακροπρόθεσμα και με λιγότερο εγωιστικά κριτήρια.
 
Νωρίτερα αναφέρθηκα σε αφηγήσεις προκειμένου να περάσουν απορρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.  Σήμερα η νέα αφήγηση, που υιοθετείται και από ανθρώπους που τοποθετούνται στην αριστερά, λέει ότι με 25% ανεργία στη χώρα (στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά είναι ψηλότερη τουλάχιστον κατά 10%) μία συζήτηση για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι πολυτέλεια.  Ορισμένοι κάνουν ένα βήμα παραπέρα και το χαρακτηρίζουν έως και λάθος τακτικής.  Εκείνο που επείγει είναι να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και στη συνέχεια θα δημιουργηθεί κίνημα που θα διεκδικήσει καλύτερους όρους εργασίας.
 
Θεωρώ ότι είναι λάθος στρατηγική, άσκοπη που προωθεί την απορρύθμιση.  Η αυξημένη ανεργία είναι απόρροια άλλων παραγόντων και όχι των ρυθμισμένων εργασιακών σχέσεων και της ύπαρξης συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.  Πιστεύω λοιπόν ότι στο σημερινό κλίμα οφείλουμε να προστατεύουμε τις εργασιακές σχέσεις ακόμα περισσότερο και όχι να τις απορρυθμίζουμε.  Η δική μας αφήγηση οφείλει να να υποστηρίζει την παραγωγική ανασυγκρότηση με δικαιώματα.
 
* Η Αναστασία Φραντζεσκάκη είναι διδάκτορας κοινωνικών επιστημών, με τομέα ενδιαφέροντος τη δράση των νέων κοινωνικών κινημάτων.