Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν άσσος στους νεολογισμούς. Είχε βαφτίσει τους κομμουνιστές «παραδοσιακή Αριστερά», εξυπονοώντας ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν η «Νέα Αριστερά». Με το ΚΚΕεσ, υπήρξε ακόμα πιο εφευρετικός. Το αποκαλούσε «λέσχη συζητήσεων», παραφράζοντας έξυπνα τον γνωστό όρο «champagne socialists». Οι συνδηλώσεις ήταν προφανείς: ένα κομμουνιστικό κόμμα που δεν έχει ρίζες εκεί που πρέπει και περιφέρεται με τους «Στόχους του Έθνους» στο χέρι αποτελεί μια ασώματη κεφαλή και μια περιπατούσα αντίφαση. 

Ads

Οι αντιφάσεις όμως κάποτε λύνονται, προς τη μία κατεύθυνση ή την άλλη. Το ΚΚΕεσ μετονομάστηκε σε ΕΑΡ, για να συμπαραταχθεί με το ΚΚΕ. Η συμμαχία αυτή ήταν μάλλον περιστασιακή και δεν επιβίωσε. Ούτε όμως το ΚΚΕ διασώθηκε μετά τις κοσμογονικές αλλαγές που συνέβησαν το 1989. Ήταν αναμενόμενο. Όταν δεν υπάρχει πολιτικό σχέδιο και όλα παραπέμπονται στη Δευτέρα Παρουσία, οι όρκοι στην κόκκινη σημαία δεν φτάνουν. Οι κοινωνικές αλλαγές αντιβαίνουν στην εντροπία και δεν γίνονται αυθόρμητα. Χρειάζεται στρατηγική και «δουλειά πολλή», όπως λέει ο ποιητής. 

Περασμένα ναι, ξεχασμένα όχι. Για να μη το βαρύνουμε όμως περισσότερο, ας παραλείψουμε τα ενδιάμεσα κι ας δούμε τι συμβαίνει τώρα. Το μεν ΚΚΕ συνεχίζει ακάθεκτο στην ίδια ρότα: σοσιαλισμός χωρίς πρόγραμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πάλι, εκκωφαντική σιωπή. Δεσμεύεται άραγε στην προοπτική του κοινωνικού μετασχηματισμού ή όχι; Δεν αμφισβητώ τις προθέσεις, που ενδεχομένως υπάρχουν στον χώρο του. Απλώς δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από τον πολιτικό λόγο που αρθρώνει ως κόμμα. Και μην μπερδευόμαστε με τον όρο «αλλαγή παραγωγικού μοντέλου», γιατί αυτό μπορεί να σημαίνει πολύ διαφορετικά πράγματα.

Ας γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος. Σε μια περίοδο όπου το κοινωνικό κράτος βρίσκεται στο προσκήνιο λόγω πανδημίας, οι προτάσεις που διατυπώνονται από την Αριστερά είναι μάλλον φοβικές (και πάντως δεν ξεπερνούν τα περιθώρια που δίνει το Ταμείο Ανάκαμψης). Όμως η ανάταξη του ΕΣΥ και η Παιδεία χρειάζονται πλέον πολύ μεγάλες επενδύσεις, δηλαδή δημόσιες δαπάνες που ανέρχονται σε αρκετά δις. Χωρίς τέτοιες επενδύσεις, οι δημόσιοι φορείς θα περάσουν νομοτελειακά στα χέρια ιδιωτών, με το δόλιο επιχείρημα της περαιτέρω «ανάπτυξης» και του «εκσυγχρονισμού» τους. Δυστυχώς, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καεί με το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» και έτσι κάνει τώρα λογαριασμό με βάση όσα «μας επιτρέπονται» από τους Θεσμούς και το Σύμφωνο Σταθερότητας. Αλλά δουλειά δεν γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο.

Ads

Η οπτική της Αριστεράς στο θέμα της δημόσιας διοίκησης είναι εξ ίσου μυωπική και περιορίζεται ουσιαστικά στο αίτημα των (περισσότερων) προσλήψεων. Δεν είναι λάθος αυτό, αλλά αφορά το ένα σκέλος του προβλήματος. Στη δημόσια διοίκηση χρειάζεται όχι μόνο η μαζική ενσωμάτωση νέων στελεχών, αλλά και η έξοδος του γηρασμένου (και διαβρωμένου) προσωπικού, που έχει προσληφθεί σε άλλες εποχές και υπό άλλες συνθήκες. Χωρίς στελέχη που διαθέτουν πραγματικές δεξιότητες και χωρίς υπαλλήλους που έχουν κερδίσει τις θέσεις τους με το σπαθί τους, ο κρατικός μηχανισμός θα παραμένει δέσμιος των δυνάμεων αδρανείας και των κατά καιρούς σκοπιμοτήτων. 

Υπάρχει τέλος ένα τρίτο κεφάλαιο, που το γνωρίζουμε όλοι: η φορολογική μεταρρύθμιση. Ασφαλώς και υπάρχουν λεφτά για εμβληματικά έργα και φιλόδοξα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων. Μόνο που τα έχουν άλλοι. Χρειάζεται ως εκ τούτου μια μεταρρύθμιση άκρως μεροληπτική, μια αλλαγή σκανδιναβικού τύπου, για να εισπράττει το Δημόσιο όσα πρέπει χωρίς να αφαιμάζει κάθε λίγο και λιγάκι τα συνήθη υποζύγια, δηλαδή τους μισθωτούς και τις μικρές επιχειρήσεις.

Και λίγα λέμε. Για παράδειγμα, η περιβαλλοντολογική πολιτική δεν εξαντλείται μόνο στις «πράσινες» μηχανές και τα αέρια. Προϋποθέτει επίσης τον έλεγχο της αυθαίρετης δόμησης και την προστασία της άγριας ζωής, που πέρα από θεσμικά μέτρα χρειάζονται και την κατάλληλη παιδεία. Επίσης, το πρόβλημα της στέγης δεν λύνεται με ευχές. Λύνεται με συντονισμένες κινήσεις, που περιλαμβάνουν κίνητρα, τραπεζικές πολιτικές και ριζοσπαστικές παρεμβάσεις στον αστικό ιστό και στην περιφέρεια. Όλα αυτά κοστίζουν σε χρήμα και πιθανόν σε ψήφους. Αλλά αν δεν τα εντάξει η Αριστερά στη βραχυ-μεσοπρόθεσμη ατζέντα της ποιος θα το κάνει;

Το απογοητευτικό είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να επικεντρωθεί στα επίδικα, περί άλλα τυρβάζει.

«Δεν πιστεύω στο προνόμιο των λίγων να επιλέγουν με ορθότερα κριτήρια έναντι των πολλών, που δεν ξέρουν. Και αν «δεν ξέρουν», υποχρέωση όλων εμάς των αριστερών, είναι να μάθουν. Καθ’ υπερβολή θα έλεγα ότι το επιχείρημα αυτό προσομοιάζει με το αντίστοιχο της αριστοκρατίας που δεν επιθυμούσε το δικαίωμα ψήφου να γίνει καθολικό, διότι οι πολλοί δεν ήξεραν να ψηφίσουν ορθά, όπως ήξεραν οι ευγενείς που είχαν μέχρι τότε το προνόμιο αυτό». Αυτά είπε χθες ο Αλέξης Τσίπρας, για να υπερασπίσει την πρότασή του να εκλέγεται η ηγεσία του κόμματος από το σύνολο των μελών και όχι από τους συνέδρους.

Ο τόνος και το παράδειγμα που επιστρατεύεται σ’ αυτή την πρόταση είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν αντιδράσεις. Τεχνικά μιλώντας, η θεμελίωση (ή η αναίρεση) της θέσης Τσίπρα αφορά την επιτροπή που επεξεργάζεται το καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ εν όψει του συνεδρίου. Η λογική όμως που τη διαπνέει μας αφορά όλους.

Ας μιλήσουμε έξω από τα γνωστά στερεότυπα. Η ηγεσία των κομμάτων δεν επιλέγεται ποτέ από τους «αριστοκράτες» ή τους «αρίστους» του κάθε χώρου, αλλά ούτε και από τους «αφιερωμένους» ή τους πιο συνειδητούς. Άλλοτε είναι «δοτή» ή «καθ’ υπόδειξιν» και άλλοτε κάπως πιο αντιπροσωπευτική. Το θέλουμε ή όχι, πάντα υπάρχει στο υπόβαθρο μια διαπάλη μηχανισμών, που δεν ενδιαφέρονται μόνο για τις ιδέες τους, αλλά και για πολύ πιο ιδιοτελή πράγματα. Σε αυτή τη διαπάλη, πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζουν οι συγκυριακοί όροι, δηλαδή οι συγκρούσεις και οι ισορροπίες που διαμορφώνονται ανάλογα με τις περιστάσεις. Γραμμική σχέση ανάμεσα στις επιθυμίες της κοινωνίας και την ανάδειξη κομματικών οργάνων δεν υφίσταται, παρά μόνο στο φαντασιακό επίπεδο.

Η μεγάλη δημοφιλία ορισμένων πολιτικών εξηγείται από το συγκυριακό του πράγματος, που τείνει να δημιουργεί εξάρσεις (ή ακόμα και λαϊκίστικα παραληρήματα) στο συλλογικό φαντασιακό, ανάλογα με την ιστορική περιβάλλουσα. Τα πρόσωπα συνδέονται νοητά (δηλαδή ιδεολογικά) με γεγονότα, με εποχές, με πολιτισμικές ροπές, με οράματα, που δεν είναι κατ’ ανάγκην δικά τους, αλλά μια προβολή όσων φαντάζονται ή επιθυμούν άλλοι. Μια ιδιότητα βέβαια όλων των «νοητών» είναι ότι ενίοτε καταρρέουν με γδούπο. Και τότε οι «εκλεκτοί του λαού» γίνονται εν μια νυκτί «αποδιοπομπαίοι τράγοι».

Όσοι νομίζουν ότι η «αδιαμεσολάβητη», «γνήσια», «ζώσα» και «ζέουσα» σχέση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με τον «λαό» αποτελεί πολιτικό σχέδιο και μέθοδο με την οποία η Αριστερά θα γίνει και πάλι ηγεμονική δύναμη κάνουν σοβαρό λάθος. Πρόκειται για μη σχέδιο, ακόμα και στην περίπτωση που όλα αυτά τα επίθετα τεθούν εκτός εισαγωγικών.