Η συνεδριακή διαδικασία του ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώνεται τυπικά με την εκλογή οργάνων στις 15 Μαΐου. Ο κύβος ερρίφθη. Είναι όμως Μεγάλη Εβδομάδα κι ας αντισταθούμε όσο μπορούμε στον πειρασμό του επικαιρικού. Αυτές τις μέρες, η παράδοση το ‘χει να λέμε κάτι πέρα απ’ τα προφανή…   

Ads

Η παράδοση δεν είναι μια «ανάκρουση» της μνήμης μας. Αυτό που μας παραδίδεται απ’ τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας αποτελεί τη βακτηρία που μας στηρίζει και μας ισορροπεί όταν αρχίζουμε να κάνουμε τα δικά μας, αβέβαια βήματα. Γλυκιά η θαλπωρή του λίκνου, αλλά αργά ή γρήγορα οι αδήριτοι νόμοι της ζωής θα μας αναγκάσουν να φύγουμε από αυτό που ξέρουμε κι αγαπάμε. Αλίμονο μας λοιπόν αν δεν ξέρουμε που θα πατήσουμε.

Μια φίλη μου διηγήθηκε τις προάλλες τι τράβηξε στη μετεμφυλιακή εποχή και στη δικτατορία η οικογένειά της. Τίποτα το ηρωικό, τίποτα το ανήκουστο. Όμως η καρτερία των γονιών της απέναντι στις δυσμενείς μεταθέσεις που διαδέχονταν η μία την άλλη, το πείσμα τους να κρύβουν το «Στ’ άρματα! Στ΄ άρματα!» για να το έχουν μεθαύριο τα παιδιά τους, η επιμονή τους να συμπεριφέρονται έντιμα και σωστά ακόμα κι απέναντι σ’ αυτούς που τους κυνηγούσαν, ε, όλα αυτά δεν ήταν απλή ιστορία. Και πως να μεγαλώσει κανείς παιδιά κάτω από αυτές τις συνθήκες; Ένα «γαμώτο» ερχόταν κάθε λίγο στο στόμα και το κρατούσε με τα δόντια να μην βγει προς τα έξω.

Ο κόμπος δεν λύθηκε ούτε στη μεταπολίτευση, ούτε στην αλλαγή του 1981. Λύθηκε επιτέλους το 2015, όταν ο κόσμος ξεπέρασε τους φόβους του κι ανέβασε με την ψήφο του την Αριστερά στην κυβέρνηση. Όσοι ελεεινολογούν εκ των υστέρων για το δημοψήφισμα μάλλον δεν ήταν εκεί, στην πλατεία Συντάγματος, το καλοκαίρι του 2015. Ζήσαμε ένα θαύμα, με το «εγώ» να υποτάσσεται στο «εμείς» και το «τώρα» στο «αύριο».

Ads

Τα θαύματα όμως δεν διαρκούν πολύ. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιστάθηκε σε πολλούς πειρασμούς και τα στελέχη του δεν έκλεψαν και δεν ξεγέλασαν κανέναν με συμφωνίες κάτω απ’ το τραπέζι. Οι διαγκωνισμοί, οι μικρότητες και η μικροψυχία εντός του κόμματος και της κυβέρνησης έφτασαν όμως σε κάποια στιγμή στο ζενίθ.

Ο Άντλερ έχει πει πως είναι τελικά ευκολότερο να πολεμάς για αρχές παρά να ζεις σύμφωνα με αυτές. Πράγματι, στο υπουργείο Παιδείας όπου επιστρατεύθηκα το 2015-2016, δεν είδα μόνο ενάρετους και ταλαντούχους ανθρώπους. Είδα επίσης προσωπικές στρατηγικές και εκφυλιστικά φαινόμενα. Για παράδειγμα, ένα πράγμα που δυσκολεύομαι ακόμα και σήμερα να εξηγήσω είναι το πόσο διαδεδομένη ήταν τελικά η τακτική της «πειρατείας», του λεγόμενου hijacking: εκτός από εκείνους που παρήγαγαν έργο, υπήρχαν κι αυτοί που «χώνονταν» και σφετερίζονταν τη δουλειά τους για να προωθήσουν το ατάλαντο εγώ τους. Όλοι «δικοί μας» βέβαια.

Υπήρχαν επίσης οι «της επετηρίδος», που πουλούσαν εκδούλευση ακόμα και σε υπουργούς, επειδή είχαν τις άκρες τους στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης. Ήτανε τα «τα παιδιά για όλες τις δουλειές», που παίρνανε με δική τους πρωτοβουλία στο τηλέφωνο τους δημάρχους και τους πρυτάνεις, χωρίς να έχουν καμια τέτοια δικαιοδοσία. Κι ήταν κι εκείνοι που κουβαλούσανε διάφορους απίθανους τύπους, με δήθεν διασυνδέσεις στο εξωτερικό, στα υπουργικά γραφεία. Δεν περιπτωσιολογώ. Άλλωστε, ακόμα και αν όλοι αυτοί ήταν μια αθλιεστάτη μειοψηφία -που δεν ήταν- δεν θα είχε καμιά σημασία. Τα δηλητήρια σκοτώνουν ακόμα και σε ελάχιστες δόσεις.

Τούτων δοθέντων, που καταλήγουμε; Προφανώς στα προφανή: είτε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε και δεν έχει καμία σχέση με την παράδοση της Αριστεράς, πράγμα που λογικά δεν στέκει, είτε το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημά» του είναι ένας μύθος. Δεν αναφέρομαι βέβαια στο πολύτιμο μέταλλο που επενδύει το σοσιαλιστικό όραμα. Αναφέρομαι στις πρακτικές.

Τώρα που πάνε ν’ αλλάξουν τα πράγματα, υπάρχει κάτι απ’ τα παλιά που ίσως θα ήταν χρήσιμο να έχουν υπ’ όψιν τα μελλοντικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ο απόστολος Λουκάς παραθέτει στο ευαγγέλιό του την προς κεκλημένους παραβολή. «Οταν σε καλέσει κάποιος σε γάμο», έλεγε ο Ιησούς, «μην πας να καθίσεις στην πρώτη θέση, γιατί μπορεί κάποιος άλλος καλεσμένος του να είναι πιο σπουδαίος από σένα. Οταν έρθει, αυτός που κάλεσε κι εσένα κι εκείνον θα σου πει: δώσε σ΄ αυτόν τη θέση. Τότε εσύ ντροπιασμένος θα πας και θα καθίσεις στην τελευταία θέση. Γι’ αυτό, όταν σε καλέσουν, πήγαινε και κάθισε στην τελευταία θέση, ώστε, όταν έρθει αυτός που σε κάλεσε, να σου πει: φίλε μου, πήγαινε σε καλύτερη θέση. Τότε αυτό θα είναι τιμή για σένα μπροστά στους συνδαιτυμόνες σου. Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί».

Πέρα από τα υποδείγματα, τις παραινέσεις και τις υπομνήσεις, υπάρχει άραγε άλλος τρόπος για να διορθωθούν στο μέλλον συμπεριφορές αναντίστοιχες στο όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας; Ασφαλώς και υπάρχει: η απηνής κριτική, και μάλιστα δημοσία θέα! Κανένας νοήμων πολίτης, και πολύ περισσότερο κανένας νέος άνθρωπος, δεν ανέχεται πλέον την πρωτοκαθεδρία, τον διδακτισμό, την υπεροψία και τη χειριστική συμπεριφορά των κομματικών αξιωματούχων. Γιατί, στο τέλος-τέλος, από που προκύπτει αυτό το δικαίωμα; Απ’ τη γαλλική επανάσταση;

Ζητώ συγγνώμη προκαταβολικά, αλλά θα πρέπει να κλείσω αυτό το σημείωμα με κάτι «επί προσωπικού», γιατί εδώ ταιριάζει γάντι και έχει νόημα: κάθε φορά που εκφράζομαι με έντονο τρόπο για τα εν οίκω, οι άσπονδοι φίλοι μου θεωρούν καλό να μου πουν πως είμαι «δύσκολος άνθρωπος». Πολύ δύσκολος, πράγματι, αλλά σ’ αυτή τη χορεία δεν είμαι μόνος.

Πάσχα έρχεται. Λέω λοιπόν να πάρω το αεροπλανάκι των συνειρμών και να προσγειωθώ κατακόρυφα στο σπίτι της Άννης, στην Αίγινα, όπως τότε. Η Άννη Βρυχέα ήταν γαλλοτραφής, αρχιτέκτων, πανεπιστημιακός, αντιδήμαρχος Αθηναίων και υψηλόβαθμο στέλεχος του κόμματος, δηλαδή, ό,τι πρέπει υλικό για να την ψωνίσει και ν’ αρχίσει να σκέφτεται «Εγώ είμαι και κανείς άλλος». Όμως τα φαινόμενα καμιά φορά απατούν. Αυτή η γυναίκα ήταν πιο χωμάτινη απ’ το χώμα. Και για αυτό ακριβώς αφουγκράστηκε τη βοή, χωρίς να χάσει τη ρίζα της στην κοινωνία και στην παράδοση μιας ανυπότακτης Αριστεράς. Απ’ την Άννη διδάχτηκα να μιλάω έτσι και μέχρι τώρα δεν το μετάνιωσα. Το αυτό εύχομαι ειλικρινώς δι’ υμάς.

Κατά τ’ άλλα, προσδοκώ κι εγώ, όπως όλοι, Ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος.

Αμήν!

*Παύλου, Προς Φιλιππησίους Επιστολή 2:3. «Μηδέν κατ’ ερίθειαν μηδέ κατά κενοδοξίαν αλλά τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών».