Σε προηγούμενα άρθρα περιγράψαμε τη δομή του Υπουργείου Οικονομικών (όπως αυτό στήθηκε στη μνημονιακή περίοδο), αναφερθήκαμε πόσο εύκολα μπορεί να φτιαχτεί ένας ελεγκτικός μηχανισμός που δεν φέρνει ουσιαστικά αποτελέσματα (χωρίς να ενοχλούνται οι πολιτικοί προϊστάμενοι), περιγράψαμε πως η διαφθορά και η διαπλοκή συνυπάρχουν (αναφωνώντας «φτάνει πια!»), καταγράψαμε και έντεκα προτάσεις (εν είδει ενδεκάδας) για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου και της διαφθοράς.

Ads

Πριν από λίγες ημέρες, σε δύο συνέχειες το tvxs.gr, παρουσίασε στοιχεία για ρουσφέτια που ζητήθηκαν να ικανοποιήσει ο τότε Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων κ. Χ. Θεοχάρης, έχοντας -φαρδιά, πλατιά- τα ονόματα και τις υπογραφές, κάποιων εκπροσώπων του έθνους. Ρουσφέτια που δεν ήταν προφορικά, αλλά γραπτά. Προφανώς γιατί οι εκπρόσωποι του έθνους (αυτό που στο όνομά του γίνονται τα πάντα και τα πάνδεινα) ασπάζονται το λατινικό ρητό «scpipta manent, verba volant».

Θα πείτε βέβαια, χωρίς κωλυσιεργία, «σιγά, δεν ξέρουμε ότι αυτά γίνονται; Ότι έτσι λειτουργεί το σύστημα;» Θα συμφωνήσουμε στη διαπιστωτική ερώτηση, όπως και ότι «δεν πέσαμε από τα σύννεφα». Όπως επίσης, ότι ο Διαφωτισμός δεν κατάφερε να επηρεάσει προς μια θετική κατεύθυνση την πολιτική λειτουργία, ούτε τις σχέσεις των πολιτικών με τους πολίτες (σε μεγάλο βαθμό, διατηρήθηκαν -έστω εκμοντερνισμένα- τα φεουδαρχικά τους χαρακτηριστικά –ηγεμόνες και ηγεμονευόμενοι, πατρίκιοι και πληβείοι, προεστοί και ραγιάδες). Τα κατάλοιπα των οθωμανικών πρακτικών, τα «μπαξίσια» και τα «ρουσφέτια» (χαμογέλασα με πικρία, διαβάζοντας ότι στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων υπήρχε φάκελος με τον χαρακτηρισμό «ρουσφέτια») διατηρούνται ανεπηρέαστα και ανέγγιχτα.

Στο όνομα μιας αταξικής, εθνικά και υπαλληλικά ουδέτερης, εξυπηρέτησης του πολίτη και σχέσεων κράτους-πολίτη, οι πολιτικοί απαιτούν να γίνεται το «δικό τους», όπου αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά το βόλεμα των ημετέρων -άμεσων και έμμεσων-, αλλά και όποιων «επισκέπτονται» τα βουλευτικά γραφεία για να «διεκπεραιώσουν την υπόθεσή τους» (θυμάστε το «θέμα σας εκτακτοποιήθη» στην ελληνική ταινία;). Είναι μια σχέση «δούναι και λαβείν», όπου ο πολιτικός τοποθετεί ή μεταθέτει τον υπάλληλο και εκείνος για να τον ευχαριστήσει τον ψηφίζει (συνήθως πείθοντας και το σόι του). Αυτή η σχέση, ενίοτε εμπλέκει και συνδικαλιστές, που παρεμβαίνουν «μεσολαβητικά», φτιάχνοντας το «τρίγωνο του ρουσφετιού»: πολιτικός/συνδικαλιστής (αυτός που απαιτεί), υπηρεσιακός παράγοντας (αυτός που εξυπηρετεί), δημόσιος υπάλληλος (αυτός που αιτείται).

Ads

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις επιβεβαιώνουν ότι μια από τις μορφές της διαφθοράς, ο νεποτισμός και το πατρονάρισμα, δηλαδή η άνομη εξυπηρέτηση των ιδιωτικών και εν πολλοίς, ίδιων και ιδιοτελών συμφερόντων, καλά κρατούν στην Ελλάδα και πολλούς ταλαιπωρούν, ενώ λίγους βολεύουν. Είναι μια μορφή διαφθοράς που έχει τα χαρακτηριστικά της μικρομεσαίας διαπλοκής και σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να αφορά σε ένα πλέγμα οικονομικών εξυπηρετήσεων, κατάχρησης εξουσίας, απιστίας στην υπηρεσία, έως και συνέργιας σε οικονομικά εγκλήματα.

Η Γ.Γ.Δ.Ε. -υπηρεσία μνημονιακής απαίτησης, και τροϊκανής έμπνευσης- είναι ημιαυτονόνομη από την πολιτική εξουσία του Υπουργείου Οικονομικών και εκτός από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και την αύξηση των δημοσίων εσόδων, στοχεύει στην καταπολέμηση της διαφθοράς. Για αυτό το λόγο, έχει συντάξει σχέδιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς και οδικό χάρτη για το πώς μπορεί να γίνει αυτό. Για να δούμε το τραγελαφικό της υπόθεσης που ανέδειξε το tvxs.gr, τα ρουσφέτια φαίνεται ότι ήταν σημαντικά για μια παρελκυστική εφαρμογή της πολιτικής ανθρώπινου δυναμικού, την ώρα που στα λόγια υποστηρίζονταν η αξιοκρατία και η χειραφέτηση των εφοριακών και των τελωνειακών υπαλλήλων.

Οι αποκαλύψεις δείχνουν τι γινόταν, πως η ημιαυτονομία εφαρμοζόταν στην πράξη, όπως και με τέτοιους τρόπους η διαπλοκή θέριευε και στεριωνόταν στα σαθρά θεμέλια της ανομίας και ενός σύγχρονου «κοτζαμπασισμού». Αυτά συνέβαιναν στο πρόσφατο παρελθόν, στην εποχή που μας έλεγχαν οι ξένοι, οι ντόπιοι εφάρμοζαν πολιτικές λιτότητας και απολύσεων (για να μη ζούμε σε μια διεφθαρμένη χώρα), ενώ οι ίδιοι άνθρωποι, μοίραζαν ραβασάκια για την «τακτοποίηση των ημέτερων». Η απόλυτη απαξίωση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου (του αστικού που ποτέ δεν αφέθηκε να λειτουργήσει). Γιατί κανείς δεν μίλησε για κατάλυση του αστικού συστήματος, ούτε όμως και εκείνοι έδειξαν βούληση να το υπερασπιστούν. Το τορπίλιζαν με την πρώτη ευκαιρία, αδιαφορώντας για τα πρότυπα και τις αξίες που διαμόρφωναν. Με άλλα λόγια, «ότι φάμε, ότι πιούμε» και άσε τους άλλους να «κουρεύονται».  

Αυτή είναι η μια πλευρά της υπόθεσης· η πολύ σοβαρή, η πολιτική πλευρά. Η άλλη έχει να κάνει με ποια από αυτά τα «αιτήματα» ικανοποιήθηκαν από τον τότε Γενικό Γραμματέα και νυν βουλευτή του Ποταμιού. Αυτή είναι λιγότερο σημαντική, καθώς αφορά σε ένα πρόσωπο (που εκείνη την εποχή εμφανιζόταν ως «παντοδύναμος») και στο αν και πόσο συναίνεσε στις «παραινέσεις». Ο κ. Θεοχάρης το ξέρει αυτό καλύτερα από όλους μας. Αν θέλει μπορεί να μιλήσει. Αν θέλει μπορεί να μας «διαφωτίσει», συμβάλλοντας στη μετάβαση από το «σκοτάδι στο φως».

Αλλά υπάρχει ένα ακόμα ζήτημα, πολύ πιο καίριο από τα προηγούμενα. Όσα αποκαλύφθηκαν αφορούν σε προηγούμενη διακυβέρνηση – που η ψήφος του λαού τιμώρησε με εμφαντικό τρόπο. Σήμερα, «στα πράγματα» είναι μια άλλη κυβέρνηση, που εκλέχθηκε για να βάλει τέλος σε φαινόμενα όπως τα παραπάνω. Θα βάλει τέλος; Έχει τα «κότσια» να το κάνει; Δύο και μήνες μετά, «μύτη δεν άνοιξε». Πολλοί που στην αρχή όρθωσαν ψηλά το ανάστημά τους, τώρα -μέρα με τη μέρα- το χαμηλώνουν. Συζητούν, ψιθυρίζουν και μονολογούν: «κι αυτοί ίδιοι σαν τους άλλους;» Η κυβέρνηση μιλάει για ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας. Πόσο αξιοπρεπείς ήταν εκείνοι που ζήτησαν ρουσφέτια, αλλά και οι άλλοι που τους τα έταξαν; Αυτά που συνέβαιναν στο παρελθόν, δεν τα θέλουμε σήμερα (ή δεν είναι έτσι;). Δεν κάνουμε «δίκη προθέσεων», αλλά όσο αφήνονται στην ησυχία τους τα ποντίκια, τόσο αυτά πληθαίνουν, τόσο πιο πολύ ροκανίζουν τα «θεμέλια» του δημοκρατικού πολιτεύματος και σπέρνουν «αρρώστιες» στο λαό. Κυρίες και κύριοι της κυβέρνησης, «ιδού εμείς ο λαός, ιδού το μέλλον μας».