“Οι βιοπαλαιστές θα πρέπει να διδάσκονται αυτά που οφείλουν να πιστεύουν. Ο πληθυσμός δεν θα πρέπει να γνωρίζει και γι’ αυτό θα πρέπει να πιστεύει” έγραψε ο εκ των προπατόρων του φιλελευθερισμού John Locke, αποκαλύπτοντας τα όρια μιας κατ’ επίφασην κοινωνικής συναίνεσης που ακόμη και στις σύγχρονες πλουραλιστικές δημοκρατίες δεν χτίζεται με ουδέτερους όρους αλλά για να νομιμοποιήσει κάθε βαθιά διαιρεμένη κοινωνία όπου η κατανομή της εξουσίας, (όχι μόνο της υλικής) των πολύτιμων υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων μεταξύ των ομάδων είναι άνιση. O τρόπος με τον οποίον καλύφθηκε ο αποκλεισμός ενός διεθνώς βραβευμένου έλληνα διασώστη από τα μίντια, και οι απίστευτες δικαιολογίες που εφευρέθηκαν για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα, αποτελεί επιτομή αυτής της ‘παιδαγωγικής’.

Ads

Όπως ξαναγράψαμε στο (ακόμη πιο πολύτιμο σε αυτό το περιβάλλον) tvxs o Pierre Nora έχει διατυπώσει την άποψη ότι ο τρόπος που οι κοινωνίες «θυμούνται» και η παραγωγή πλήθος μνημονικών τόπων τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι άσχετος με την υποχώρηση της ζωντανής, προφορικής μνήμης μιας κοινωνίας στην οποία ο μόνος συλλογικός κανόνας είναι η αποξένωση, αφού οι ισχυρές συλλογικότητες υποχωρούν και οι «μεγάλες αφηγήσεις» τους αμφισβητούνται. Με άλλα λόγια η ταυτότητα στην αναπαραστασιακή κοινωνική µνήµη έχει δημιουργήσει (και έχει δημιουργηθεί από) την ανάγκη για κοινωνικά υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά,  με σκοπό να χειραγωγήσει την αποσιώπηση που οι ισχυρές συλλογικότητες επέβαλλαν, που για τις μειονότητες στο εσωτερικό της βιώνονταν ως «το κενό στην ταυτότητα» (Κ. Μπάδα, Ευ. Ματσούκη, Προσεγγίσεις στην Υλική Μνήμη και στους Μνημονικούς Τόπους).

Το είδαμε γι ακόμη μια φορά, αλλά ίσως εντονότερα από κάθε άλλη, στην φετινή γιορτή της Δημοκρατίας. Γιορτή μιας Φαυλοδημοκρατίας που αποκλείει κάποιον που κριτικάρει τον Πρωθυπουργό λες και αυτό είναι κολάσιμο σε μια Δημοκρατία, λες και δεν απηχεί μερίδα των πολιτών που πρέπει κι αυτοί.ες να συμπεριλαμβάνονται, αλλά τιμά μια τελεσίδικα καταδικασμένη εκπρόσωπο της μικροκομματικής συναλλαγής και της ρεμούλας… Και για να παραφράσω ένα γνωστό σύνθημα: “Το πάθος για τα μετρητά είναι δυνατότερο από τα ιδεολογικά…”

Που χρησιμοποίησε εργαλειακά τους πρόθυμους και τις πρόθυμες κοινωνικών αγώνων και μειονοτήτων, σε αντίθεση με την ‘σιωπηλή ορθοστασία’ όπως γράφτηκε της ΚΥΡΙΑΣ ΜΑΓΔΑΣ ΦΥΣΣΑ, ώστε να πείσει για τις προθέσεις μιας «Δημοκρατίας» με πιο βατά, κάτι εκτιμητέο, χαρακτηριστικά από την άγρια μετεμφυλιακή Ελλάδα, αλλά και πιο ύπουλα, κάτι πιο επικίνδυνο εάν δεν προσεχθεί κι αν δεν αντιμετωπιστεί…

Ads

Αυτό που είτε ξεχνούν είτε δεν (θέλουν να) ξέρουν όσοι έχουν την αντίστοιχη αυταρχική νοοτροπία της ‘ιδεολογικής πόρτας’ είναι, όπως έχει γραφτεί, πως η ουσιαστική  μορφή της κοινωνικής συναίνεσης δεν αποκαθάρει, σε μια Δημοκρατία, το τοπίο από τους «άλλους» που εκφράζουν μια μερίδα πολιτών, αλλά λειτουργεί μόνο διαμέσου των αιτημάτων, των διεκδικήσεων, των κριτικών αποτιμήσεων (αρνητικών και θετικών), των προσδοκιών, τόσο των ατόμων όσο και των κοινωνικών ομάδων και, φυσικά, του βαθμού πολιτικής αλληλεπίδρασης και ισχύος που αυτές ασκούν όπως αλληλεπιδρούν με αντιθέσεις ή όχι, επάνω στην πολιτική διαχείριση και στις πολιτικές του κράτους.

Οι θεσμοί του κράτους όμως, ως η ανώτατη βαθμίδα «εγγραφής» του συσχετισμού δυνάμεων στο πολιτιστικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, οφείλουν όχι μόνο να προάγει την κοινωνική ενσωμάτωση του ατόμου με τη θετική παρουσία και μεσολάβησή του στη σχέση του ατόμου με τους συμβολικά δομημένους χώρους και τα συστήματα πολιτισμικών αξιών που το κοινωνικοποιούν, αλλά και να εξασφαλίζει εκείνες τις διαδικασίες ελέγχου από την πλευρά του που επιτρέπουν την έκφραση και την δημιουργική ενσωμάτωση του ατόμου. Φυσικά, καθώς ούτε το κράτος, ούτε οι θεσμοί του, έχουν αποδειχθεί ουδέτεροι θεσμοί, παρά τις εξαγγελίες των πιο διαφορετικών συστημάτων, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στον βαθμό που θα έπρεπε, εκτός εάν συμφέρει μια πολιτική επικοινωνιακής διαχείρισης ώστε να κρύψει τις παθογένειες του. Η πρόσκληση σε διάφορους ‘άλλους’ αλλά ο αποκλεισμός του Αποστολόπουλου δείχνει τα πολιτικά όρια όσων το κατέχουν, κυρίως όταν κυβερνούν, αλλά φοβάμαι ακόμη κι όταν αντιπολιτεύονται, δίχως αυτό να αποτελεί απόλυτη δικαιολογία για άλλες κυβερνήσεις.

Η σιωπή των καναλιών, αλλά και μία ευρύτερη διαχείριση, υπενθυμίζει ότι ο ρόλος που η επικοινωνία παίζει στην κατασκευή της ‘κοινωνικής συναίνεσης’ , το πλήθος των ιεροτελεστιών, των τελεστικών πράξεων (βλ. Connerton), μέσω των οποίων επικυρώνεται η «Mνήμη», έχει να κάνει με την δυναμική ισορροπία, με τον συσχετισμό δυνάμεων. Η αληθινή γιορτή της Δημοκρατίας δεν μπορεί να εννοηθεί σε ένα περιβάλλον συνεορτασμού όσων συμμετέχουν σε μια γενική ρεμούλα εις βάρος μάλιστα των εργασιακών δικαιωμάτων ενός βαθιά αποκλεισμένβου από την κριτική γνώση και την έλλογη δράση πληθυσμού (κι εδώ οι ευθύνες δεν ανήκουν αποκλειστικά σε έναν χώρο, παρά την υπαρκτή ανισομέρεια των ευθυνών), ούτε αποκομμένη από τους αληθινούς τόπους Μνήμης, εν μέσω αυταρχισμού, ακόμη κι εναντίον των λαλημένων αντιεμβολιαστών ή όσων αντιστέκονται στην υποχρεωτικότητα, και φυσικά εναντίον των ποικίλων ‘άβολων’ στάσεων ζωής και σκέψης.

Στην πραγματικότητα, πέρα από όσους κι όσες εκπροσωπούν πολιτειακούς θεσμούς κι όφειλαν να πάνε για μια πληθώρα λόγων που γίνονται εύκολα κατανοητοί από όσους δεν θέλουν πλήρη κατάρρευση, έδωσε παρόν ένα ‘πλήθος’ πνευματικών ανθρώπων και πολιτικά ή κοινωνικά ενεργών πολιτών που δεν εκπροσωπούσαν παρά την συνείδησή τους ή κινήματα. Η παρουσία τους συγκεκριμένα στην φετινή γιορτή μετά τα όσα είχαν συμβεί εξωθεσμικά κι απίστευτα, που φυσικά δεν ακυρώνει το υπόλοιπο της δράσης και του βίου τους, μόνο ως αντίστοιχη του pink washing μπορεί να εκληφθεί. «Το Pinkwashing είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση της χρήσης θεμάτων που σχετίζονται με ομοφυλόφιλους με θετικούς τρόπους, προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή από τις αρνητικές ενέργειες ενός οργανισμού, χώρας ή κυβέρνησης.» (wiki)
Σε αυτό το παιχνίδι συμμετέχουν δυστυχώς και προοδευτικάριοι, αρχίζοντας δυστυχώς παρά τις αρχικές ελπίδες μας από το Ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, που γίνονται το progressive washing ενός χυδαίου συστήματος, στάση που χορτάσαμε από την (γι άλλους λόγους πολύτιμη) “νομιμοποίηση” της αριστεράς και μετά, την ίδια ώρα που η αληθινή αριστερά διώκεται στην κοινωνία και συχνά κι εντός των κομμάτων της.

Εάν όμως η κοινωνική συναίνεση αφορά πρώτιστα την κακώς νοούμενη πολιτική ορθότητα κι όχι την ανάγκη εμβάθυνσης της Δημοκρατίας που στην περίπτωση αυτήν μετατράπηκε από όσους όφειλαν να την υπερασπιστούν σε Μπογδανοδημοκρατία, τότε η βαθιά υποκρισία των φιλελεύθερων έρχεται στην επιφάνεια και πάλι. Όπως και των πρόθυμων όλων των χρωμάτων που έτρεξαν, σε αυτές τις ιδιαίτερες περιστάσεις, όχι να τιμήσουν την Δημοκρατία, αλλά να τιμηθούν καταρρακώνοντας την. Δεν είχαμε μόνο, για να χρησιμοποιήσω ενοχλητικούς διεθνείς όρους, liberal cleansing με άλλα λόγια, αλλά και progressive washing…