Έχει αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι όλοι οι πρωθυπουργοί στα χρόνια των Μνημονίων, όταν «έσφιγγαν τα λουριά», άρχιζαν να φλερτάρουν εκφραστικά – σημειολογικά τουλάχιστον με πυρομαχικά κι εκρηκτικά. Ξεκινώντας από «το πιστόλι στο τραπέζι» του Γιώργου Παπανδρέου και τη «χειροβομβίδα» που ισχυρίστηκε πως απασφάλισε ο Αντώνης Σαμαράς μέχρι τη «βόμβα», την οποία δήλωσε ότι έχει στα χέρια του ο Αλέξης Τσίπρας. 

Ads

Προφανώς και δεν μπορούν επ’ ουδενί να εξισωθούν οι τρεις περιπτώσεις,  όμως αυτού του είδους η επιχειρηματολογία σαφώς παραπέμπει σε κάποιο θανάσιμο κίνδυνο για τη χώρα μπροστά στον οποίο αναγκάστηκαν να πάρουν οδυνηρές και δύσκολες αποφάσεις. Κι είναι αυτή η συνεχής επίκληση «θανάσιμων κινδύνων», κάθε φορά πριν από την υιοθέτηση σκληρών μνημονιακών πακέτων, η οποία πλέον εξοργίζει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, ιδιαίτερα τώρα που την φέρνει ξανά στο προσκήνιο μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά.

Στη σημερινή συγκυρία πάντως δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν πως ό,τι βόμβα ήταν να σκάσει στην ελληνική οικονομία, έχει σκάσει. Βόμβα δεν ήταν η επιβολή του πρώτου Μνημονίου κι ο λάθος πολλαπλασιαστής του ΔΝΤ, ο οποίος εκτός των άλλων στοίχισε σύμφωνα με υπολογισμούς 300 χιλιάδες θέσεις εργασίας; Βόμβα δεν υπήρξε το δεύτερο Μνημόνιο με το καταστροφικό για τα ασφαλιστικά Ταμεία PSI; Βόμβες δεν υπήρξαν η άνευ προηγουμένου φοροεισπρακτική καταιγίδα, η εκτίναξη της ανεργίας, τα εκατοντάδες χιλιάδες λουκέτα σε επιχειρήσεις και γενικότερα η εσωτερική υποτίμηση, η οποία έχει οδηγήσει το 40% των Ελλήνων πολιτών  να ζει στο όριο της φτώχειας ή κάτω απ’ αυτό, σύμφωνα τα στοιχεία της έκθεσης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ;

Για να μην κρυβόμαστε, βόμβα στα θεμέλια αυτής της γονατισμένης ελληνικής κοινωνίας θα είναι και το μνημόνιο, το οποίο έρχεται να επιβάλλει η κυβέρνηση Τσίπρα. Μόνο που το πρόβλημά του Έλληνα πρωθυπουργού δεν είναι είναι μόνο αυτό, καθώς οι δανειστές φαίνεται πως έχουν βάλει πλέον την κυβέρνησή του να βαδίζει σε ναρκοπέδιο, με τους κινδύνους να παραμονεύουν σε κάθε της βήμα. Πρώτον, γιατί η συμφωνία, ό,τι κι αν λέγεται επισήμως, δεν είναι δεδομένη. 

Ads

Η στάση του ΔΝΤ δεν είναι άλλωστε τυχαία, καθώς η δεδηλωμένη πρόθεσή του να μη συμμετάσχει προς το παρόν στο πρόγραμμα περιπλέκει τα πράγματα, αφού οι Γερμανοί την θεωρούν επιβεβλημένη. Ας μη μείνουμε μόνο στην πίεση εκ μέρους του Ταμείου για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, αλλά χρήσιμο θα ήταν να εστιάσουμε και στις προτροπές της Κριστίν Λαγκάρντ για εγγυήσεις ότι θα εφαρμοστούν οι λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις». Κι είναι εύλογο να αναρωτηθεί κάποιος εάν η συγκρότηση μιας κυβέρνησης «ειδικού σκοπού» με τη συμμετοχή και ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού θα αποτελούσε εκείνη την αναγκαία συνθήκη για να πειστεί η επικεφαλής του ΔΝΤ…

Η δεύτερη «νάρκη» έχει να κάνει με την παραδοχή  ακόμη κι εκ μέρους κυβερνητικών στελεχών, αλλά και κορυφαίων διεθνών οικονομολόγων, ότι το εν λόγω πρόγραμμα απλά δε βγαίνει. Μόνο που πλέον σε κάθε επιμέρους «αστοχία» του, λόγω της δεδομένης αδυναμίας της ελληνικής κοινωνίας να ανταπεξέλθει στο βάρος των νέων μέτρων, θα οδηγεί το «κουαρτέτο», που θα εποπτεύει στο εξής εκ τους σύνεγγυς την ελληνική οικονομία στην απαίτηση νέων μέτρων, χρησιμοποιώντας ως μπαμπούλα το «Grexit».

Ο τρίτος «θανάσιμος κίνδυνος» έχει να κάνει με τη διαφαινόμενη πορεία διάσπασης, που έχει πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Όχι γιατί η ενότητά  του από μόνη της είναι κρίσιμη για την καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών, αλλά γιατί υπήρξε ο κυριότερος οργανωμένος πολιτικός φορέας τόσο στην Ελλάδα όσο και πανευρωπαϊκά, που έδειξε ικανός να αμφισβητήσει τις ακραίες πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Η διάσπασή του κι η μετάλλαξή του σε μνημονιακό κόμμα θα αποτελούσε σαφή νίκη του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου. Ας μην ξεχνάμε ότι προ δύο μηνών ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ είχε δηλώσει με νόημα πως εμπιστεύεται τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά όχι τον ΣΥΡΙΖΑ.

Σε κάθε περίπτωση, σήμερα ζούμε τον απόλυτο πολιτικό παραλογισμό. Βλέπουμε έναν πρωθυπουργό να ομολογεί κατ’ επανάληψη ότι αποδέχτηκε μετά από ακραίο εκβιασμό έναν πολύ επώδυνο συμβιβασμό κόντρα στα δικά του πιστεύω, στην εκφρασμένη βούληση της βάσης του κόμματός του αλλά  και της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, επιχειρεί να μεταφέρει αυτό τον εκβιασμό ακόμη και σε εκείνους τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, που αρνούνται να αποδεχτούν τη δημιουργία ακόμη χειρότερων τετελεσμένων εις βάρος του ελληνικού λαού. Ακόμη κι αν τα κατάφερνε βέβαια είναι πολύ αμφίβολο αν θα κατάφερνε να αποφύγει το επικείμενο, αναπόφευκτο αδιέξοδο. Πως είναι δυνατό δηλαδή να μιλάει για «εκβιασμένη ενότητα εντός του ΣΥΡΙΖΑ», όταν αποδέχεται η ελληνική δημοκρατία να τελεί υπό διαρκή κι επαίσχυντο εκβιασμό εκ μέρους των δανειστών της χώρας;

Καλό είναι πάντως να αποφεύγουμε να μιλάμε στο όνομα της ελληνικής κοινωνίας, αφού έχει άλλωστε αποδείξει κατ’ επανάληψη πως βρίσκεται πολύ πιο μπροστά σε σχέση με τις πολιτικές ηγεσίες της χώρας. Αλλά πρέπει να συνομολογήσουμε ότι ο ελληνικός λαός στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου σαφώς μπορεί να μην ψήφισε υπέρ της εξόδου από το ευρώ, ακόμη σαφέστερα όμως απέρριψε τη διαιώνιση της καταστροφικής λιτότητας. Θεωρώ δε εξαιρετικά πιθανό, εφόσον η ελληνική κοινωνία αρχίσει να βιώνει τα επίχειρα και της νέας μνημονιακής συμφωνίας, όλο και περισσότερους να ακούσουμε να λένε: «Αν είναι στο τέλος να εξαϋλωθούμε, να το χέσω το ευρώ». Στο κάτω κάτω της γραφής, άδικο θα έχουν;