Το διεθνές, και δη το ευρωπαϊκό, περιβάλλον μέσα στο οποίο πρόκειται να ξετυλιχτεί το πολιτικό και οικονομικό μέλλον της Ελλάδος προορίζεται μέσα στο έτος που μόλις ήρθε να γνωρίσει σημαντικές αλλαγές – αν όχι και ταραχώδεις ανατροπές, ως αποτέλεσμα και των μεγάλων εκκρεμοτήτων που κληροδοτεί το 2017.

Ads

Στην προσπάθειά μας να διακρίνουμε τις τάσεις που θα εκδηλωθούν τους επόμενους μήνες ξεχωρίζει ιδίως η προσπάθεια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος να βρει νέο βηματισμό, στο φόντο και των πολιτικών μετατοπίσεων στα τρία μεγαλύτερα κράτη-μέλη (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) και της πορείας του τέταρτου προς το Brexit. Την ίδια ώρα, στην ανατολικοευρωπαϊκή, μεσογειακή και βαλκανική περιφέρεια της ηπείρου παραμονεύουν νέες, δυνάμει εκρηκτικές, προκλήσεις.

Βρετανία: Στα τυφλά προς την έξοδο

Τυπικά, το Brexit θα πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο του 2019, ενώ η όλη διαδικασία εξόδου και διαμόρφωσης της νέας σχέσης ανάμεσα στη Βρετανία και τις χώρες της Ε.Ε. ολοκληρώνεται στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020. Όμως είναι το 2018 η χρονιά που θα κριθούν τα περισσότερα από τα ανοιχτά ερωτήματα.

Ads

Η θετική έκβαση των αρχικών διαπραγματεύσεων σε ζητήματα όπως το καθεστώς των συνόρων ανάμεσα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και τη Βόρεια Ιρλανδία δεν αναιρεί το γεγονός ότι τα δύσκολα είναι ακόμη μπροστά και αφορούν πρωτίστως το μέλλον που θα διαμορφωθεί ανάμεσα στους “27” και τη Βρετανία.

Η σαφής, τουλάχιστον μέχρι τώρα, τοποθέτηση της ευρωπαϊκής πλευράς ότι Ενιαία Αγορά σημαίνει και ελευθερία μετακίνησης και εγκατάστασης για όλους (και όχι μόνο για επιλεγμένες κατηγορίες, όπως οι εργαζόμενοι στο City) θα οδηγήσει σε μια ειδική εμπορική σχέση όπως αυτή της Ε.Ε. με τον Καναδά ή θα προκριθούν περισσότερο υβριδικές λύσεις;

Στο εσωτερικό της Βρετανίας η πρωθυπουργός, Τερέζα Μέι, καλείται να χειριστεί μια δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στους οπαδούς της σκληρής ρήξης και όσους εξακολουθούν να οραματίζονται μιαν αναίρεση του δημοψηφίσματος του 2016 (αρκετά πιο δύσκολη, καθώς η Ε.Ε. υποστηρίζει ότι η επίκληση του άρθρου 50 δεν μπορεί να αναιρεθεί μονομερώς), την ίδια ώρα που πρέπει να εξασφαλίσει ότι ο “λογαριασμός” θα παραμείνει σε λογικά πλαίσια.

Το λυκόφως της εποχής Μέρκελ

Η Άνγκελα Μέρκελ σίγουρα φανταζόταν διαφορετική τη διαδικασία συγκρότησης της νέας γερμανικής κυβέρνησης, η οποία και θα επιστέγαζε μια διαδρομή που την κατέστησε την πιο σημαντική πολιτική προσωπικότητα στην Ευρώπη. Παρότι αρχικά δήλωσε ότι πέτυχε τον στόχο της στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, εντούτοις βρέθηκε να διαχειρίζεται μια πολιτική κρίση πιο βαθιά από ό,τι είχε διαφανεί και πολύ μεγαλύτερης διάρκειας.

Η αδυναμία σχηματισμού κυβερνητικού συνασπισμού τύπου “Τζαμάικα”, με τη συμμετοχή των Πρασίνων και των Ελεύθερων Δημοκρατών, ήρθε να υπενθυμίσει τις διαιρέσεις και τις αντιφατικές κατευθύνσεις που διαπερνούν τις γερμανικές πολιτικές ελίτ σε θέματα όπως η αρχιτεκτονική της Ευρώπης ή το μεταναστευτικό. Ως αποτέλεσμα, η καγκελάριος επωμίζεται το δύσκολο εγχείρημα να δρομολογηθεί ξανά μια κυβέρνηση “μεγάλου συνασπισμού” με τους Σοσιαλδημοκράτες, που όμως επιδιώκουν να αποφύγουν τη φθορά που εισέπραξαν από την προηγούμενη συμμετοχή τους στο κυβερνητικό σχήμα.

Ωστόσο, η βασική πρόκληση για τη Γερμανία δεν θα αφορά απλώς τον σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά τον στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας. Τμήματα της κοινωνίας, αλλά και των ελίτ, αμφισβητούν την τρέχουσα εξισορρόπηση ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και το γερμανικό συμφέρον, ενώ θέτουν ζητήματα-ταμπού, όπως η συνεργασία με την ακροδεξιά AfD ή η επιλογή πιο σκληρής γραμμής στο μεταναστευτικό. Η όποια κυβέρνηση προκύψει θα χρειαστεί, συνεπώς, νέα αντίβαρα και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.

Θα είναι o νέος Ντε Γκολ;

Παρότι αναδείχθηκε στην προεδρία ως αναγκαστική επιλογή, απέναντι στον κίνδυνο της ακροδεξιάς που εκπροσωπούσε η Μαρίν Λεπέν, ο Εμανουέλ Μακρόν έχει ήδη βάλει υποψηφιότητα να μείνει στην ιστορία ως ο μεγάλος αναμορφωτής της Γαλλίας, αλλά και της Ευρώπης.

Στους λίγους μήνες που μεσολάβησαν από την ανάδειξή του, ο νέος πρόεδρος έχει ήδη αναμορφώσει το γαλλικό πολιτικό σύστημα (καθώς ο θρίαμβός του στις βουλευτικές εκλογές σήμανε την έξοδο από την παραδοσιακή αντιπαράθεση Σοσιαλιστών-Κεντροδεξιάς), έχει ολοκληρώσει τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, έχει προχωρήσει σε φορολογική μεταρρύθμιση, έχει αναγγείλει αλλαγές στην επαγγελματική κατάρτιση, την παιδεία και το σύστημα των επιδομάτων ανεργίας, έχει διεκδικήσει αυξημένο ρόλο στην προσπάθεια για μια νέα αρχιτεκτονική στην Ευρώπη, δεδομένης και της αμηχανίας στην οποία έχει περιέλθει η γερμανική πλευρά λόγω της παρατεταμένης αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, και έχει επιδείξει κινητικότητα που αναλογεί σε παγκόσμιο ηγέτη, με έναν τρόπο που είχαμε χρόνια να δούμε από Γάλλο πρόεδρο.

Όμως, όλα αυτά θα δοκιμαστούν το νέο έτος. Στο εξωτερικό, από το αν ο Μακρόν θα διαμορφώσει όντως νέους συσχετισμούς και νέες δυναμικές. Στο δε εσωτερικό, από τη δυνατότητά του όχι μόνο να θεσπίσει, αλλά και να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις, ξεπερνώντας αντιστάσεις και βρίσκοντας έναν τρόπο να μπορέσει πραγματικά να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες, σημείο στο οποίο έχουν αποτύχει όλοι οι προκάτοχοί του.

Ολική επαναφορά

Το μόνο σίγουρο για την Ιταλία είναι ότι οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν στις 4 Μαρτίου 2018. Από εκεί και πέρα, τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά σε σχέση με τις προοπτικές της χώρας, και κυρίως τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό.

Σε ό,τι αφορά το πολιτικό σκηνικό, διατηρείται η συνθήκη κατακερματισμού, που καθιστά ασαφείς τις προβλέψεις. Η Κεντροαριστερά, γύρω από το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντσι, θα προσέλθει στις εκλογές κουβαλώντας το πλήγμα της ήττας στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων ευνοείται από τις δημοσκοπήσεις, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να πείσει ότι αποτελεί κυβερνητική πρόταση, ενόσω υφίσταται φθορά από τη συμμετοχή του στη διαχείριση μεγάλων δήμων, όπως της Ρώμης. Η Λέγκα του Βορρά διεκδικεί να εκπροσωπήσει στην Ιταλία το κύμα του ακροδεξιού λαϊκισμού που συναντάμε σε άλλες χώρες.

Όμως, η πιο σημαντική πλευρά των εξελίξεων είναι ότι η Ιταλία εξελίσσεται στην πιο ευρωσκεπτικιστική από τις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα. Ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών δυνάμεων, από κατώτερα στρώματα, που συνδέουν το ευρώ με τη λιτότητα και την εξαιρετικά υψηλή ανεργία των νέων, μέχρι βιομηχανίες, τροφοδοτεί μια πραγματική αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Και όλα αυτά διαμορφώνουν συνθήκη για αυτό που κάποτε θα φάνταζε ανήκουστο: την επιστροφή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στο προσκήνιο.

Το τόξο των αντιδραστικών

Η Ευρώπη έδειχνε να παίρνει ανάσα από τους κραδασμούς των περασμένων δύο ετών (Brexit, γαλλικές και ολλανδικές εκλογές κ.ο.κ.), μέχρι που ακόμα μία δοκιμασία κυρίευσε το προσκήνιο: η αντιφιλελεύθερη στροφή χωρών της “ανατολικής διεύρυνσης”, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία.

Η πρόσφατη απόφαση της Κομισιόν να ενεργοποιήσει (για πρώτη φορά στα ευρωπαϊκά χρονικά) κατά της Βαρσοβίας μια πειθαρχική διαδικασία η οποία οριακά προβλέπει ακόμα και την αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου στα κοινοτικά όργανα, επειδή η πολωνική κυβέρνηση επιμένει σε παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη που διακυβεύουν την ανεξαρτησία της, είναι ενδεικτική του προβλήματος. Η πολωνική κυβέρνηση δεν δείχνει διατεθειμένη να υποχωρήσει – και το “Politico” συμπεριέλαβε τον Πολωνό υπουργό Δικαιοσύνης, Ζμπίγκνιου Ζόμπρο, στους 28 ανθρώπους που θα επηρεάσουν περισσότερο την πορεία της Ευρώπης την επόμενη χρονιά.

Δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με μια πολωνική “εξαίρεση”. Και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την Ουγγαρία και την ιδιαίτερα αυταρχική και λαϊκιστική ρητορική της κυβέρνησης Ορμπάν, έχουν προσπαθήσει έμπρακτα να κατοχυρώσουν το δόγμα ότι ο πυρήνας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης περιορίζεται στην οικονομική ενοποίηση και όχι σε κοινούς κανόνες δικαίου. Παρά τις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών οργάνων, οι εξελίξεις σε ζητήματα όπως η μεταναστευτική πολιτική, όπου η ατζέντα των χωρών της Ομάδας Βίζεγκραντ κερδίζει έδαφος, δείχνουν ότι ενίοτε αυτή η πολιτική αποδίδει.

Το τραύμα που δεν επουλώνεται

Εάν το 2017 σφραγίστηκε από την ανοιχτή κρίση που προκάλεσε το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλωνίας και η απάντηση της ισπανικής κυβέρνησης με την ενεργοποίηση του άρθρου 155 του Συντάγματος, το 2018 ξεκινά με την κρίση να παραμένει ενεργή.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης Δεκεμβρίου έδειξε ότι οι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας διατηρούν την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, σε πείσμα των προσδοκιών της Μαδρίτης για έναν διαφορετικό συσχετισμό. Βέβαια, όσο το άρθρο 155 και οι δικαστικές διώξεις παραμένουν σε ισχύ, ο νικητής των εκλογών, Κάρλες Πουιζδεμόντ, δεν θα μπορέσει να επιστρέψει στην πατρίδα του για να αναλάβει την προεδρεία της Generalitat, παρά μόνο με το ρίσκο να συλληφθεί και να προφυλακιστεί μαζί με άλλα μέλη της προηγούμενης περιφερειακής κυβέρνησης.

Στην πραγματικότητα, τα πράγματα βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο. Από τη μια οι ιδιαίτερα αυταρχικοί χειρισμοί της ισπανικής κυβέρνησης απέτυχαν να τροποποιήσουν ριζικά τον συσχετισμό, από την άλλη οι θιασώτες της ανεξαρτησίας στερούνται ολοκληρωμένης στρατηγικής για το πώς θα μπορούσε να αποκτήσει η ανεξαρτησία θεσμική υπόσταση.

Μένει να φανεί εάν η διέξοδος θα είναι η παραχώρηση ενός ακόμα μεγαλύτερου ποσοστού αυτονομίας (κίνηση την οποία δύσκολα θα μπορούσε να κάνει το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα, που, άλλωστε, είχε αντιταχθεί και στην προηγούμενη ανάλογη πρωτοβουλία) ή η παράταση της κρίσης.

Το βλέμμα στην Ανατολική Μεσόγειο

Θα είναι το 2018 η χρονιά της μεγάλης σύγκρουσης γύρω από την έρευνα για υδρογονάνθρακες στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας; Το ερώτημα αυτό δεν αφορά μόνο το διπλωματικό πεδίο, αλλά και τις θαλάσσιες εκτάσεις της κυπριακής ΑΟΖ. Ιδίως αν φτάσουμε να δούμε να συνυπάρχουν στο ίδιο θαλάσσιο οικόπεδο (το 6ο) το πλωτό γεωτρύπανο “Saipem 12000” (της κοινοπραξίας της ιταλικής Eni και της γαλλικής Total, που έλαβε τη σχετική άδεια από την Κυπριακή Δημοκρατία) με τουρκικά ερευνητικά σκάφη, πιθανώς συνοδευόμενα και από πολεμικά πλοία του τουρκικού στόλου.

Οι αδειοδοτήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο οικονομικής αλλά και γεωπολιτικής στρατηγικής που αφορά τη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης συμμαχίας που περιλαμβάνει την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο, αλλά και το Ισραήλ. Η σύμπραξη αυτή δεν περιορίζεται στις θαλάσσιες έρευνες, αλλά επεκτείνεται και στη διπλωματία των αγωγών, τόσο τον EastMed, που θα καταλήγει στην Ελλάδα και την Ιταλία, όσο και τη συμφωνία με το Ισραήλ για υποθαλάσσιο αγωγό που θα καταλήγει στην Κρήτη. Όμως, η Τουρκία αντιτίθεται σε αυτές τις συμφωνίες, θεωρώντας τες μάλιστα άκυρες και κενές περιεχομένου και αυτό εξηγεί τη δική της προσπάθεια και τις κατά καιρούς επιδείξεις δύναμης, που έρχονται να απαντήσουν σε πρωτοβουλίες όπως τα κοινά γυμνάσια ελληνικών, κυπριακών και ισραηλινών δυνάμεων ή τα πρώτα έπειτα από πολύ καιρό κοινά γυμνάσια ελληνικών και αιγυπτιακών δυνάμεων.

Μπρα-ντε-φερ στα Δυτικά Βαλκάνια

Θα ανοίξει ξανά η (κλειστή τα τελευταία χρόνια εξαιτίας άλλων σοβαρότερων προβλημάτων) συζήτηση για τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα Δυτικά Βαλκάνια αυτήν τη φορά στο επίκεντρο;
Όλα δείχνουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται να συζητήσει ξανά ζητήματα διεύρυνσης, έστω και εάν αρχικά είχαν τεθεί στο περιθώριο. Άλλωστε, με το Brexit, αντικειμενικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση υφίσταται μια διαδικασία συρρίκνωσης, που κάπως πρέπει να αντιστραφεί. Επιπλέον, θα πρέπει να συνυπολογιστούν ευρύτεροι γεωστρατηγικοί λόγοι, καθώς τα Δυτικά Βαλκάνια (και δη η Σερβία) αποτελούν ένα πεδίο όπου οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αντικρίζουν αυξημένη ρωσική επιρροή και επιχειρούν να την αντισταθμίσουν με την ενταξιακή διαδικασία στην Ε.Ε.

Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο ακούγονται. Αφενός, γιατί, π.χ., η ένταξη της Σερβίας σημαίνει ότι η Ε.Ε. ενσωματώνει στο εσωτερικό της και το ανοιχτό ερώτημα για το καθεστώς του Κοσόβου. Αφετέρου, γιατί υπάρχει και η Αλβανία, που, παρά την καθυστέρηση στις αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις (σε ζητήματα δικαστικών θεσμών, καταπολέμησης της διαφθοράς κ.λπ.), είναι μια χώρα όπου το αίτημα της ένταξης έχει μεγάλη υποστήριξη και στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία.

Πηγή: Capital