Υπουργός άμυνας της Γερμανίας και στενή συνεργάτιδα της καγκελαρίου Μέρκελ, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είναι και επίσημα η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχοντας περάσει από τη βάσανο της «εκλογής» της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με 383 ψήφους υπέρ έναντι 327 κατά και 22 αποχές -μετά βίας πάνω από το όριο της απόλυτης πλειοψηφίας των 374 ψήφων που είναι αναγκαίες. 

Ads

Μητέρα επτά παιδιών, πολύγλωσση και με μια ήδη επιτυχή πολιτική καριέρα πίσω της, η φον ντερ Λάιεν είναι το δίχως άλλο μια εντυπωσιακή προσωπικότητα, κατά πολλούς στις Βρυξέλλες τέλεια για τη θέση της προέδρου της Επιτροπής. Ωστόσο, υπάρχουν μεγάλα ερωτηματικά για τη Γερμανίδα πολιτικό: η Bundestag έχει συστήσει εξεταστική επιτροπή για τη διερεύνηση πιθανών παρατυπιών στην ανάθεση επικερδών συμβολαίων σε εξωτερικούς συμβούλους από το γερμανικό Υπουργείο Άμυνας, ενώ κατά κοινή ομολογία, οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις βρίσκονται από την άποψη της επιχειρησιακής ετοιμότητας σε οικτρή κατάσταση, την πολιτική ευθύνη για την οποία ασφαλώς έχει η πολιτική ηγεσία της Bundeswehr.

Αυτά τα δεδομένα οπωσδήποτε ρίχνουν μια βαριά σκιά στο λαμπερό προφίλ της νέας προέδρου της Επιτροπής. Ωστόσο, από μια άποψη είναι αδιάφορα. Διότι, το μείζον ζήτημα με την «εκλογή» της φον ντερ Λάιεν είναι, ακριβώς, τα εισαγωγικά στη λέξη «εκλογή». Από την εποχή της – εντελώς λησμονημένης, πλέον – Διακήρυξης του Λάακεν το Δεκέμβριο του 2001, το κεντρικό ζητούμενο στον ευρωπαϊκό πολιτικό διάλογο δεν ήταν άλλο από τον περίφημο εκδημοκρατισμό των θεσμών και των λειτουργιών της ΕΕ. Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά, τα αποτελέσματα αυτού του διαλόγου είναι μάλλον αξιοθρήνητα. Και η ανάδειξη της φον ντερ Λάιεν είναι το επιστέγασμα αυτής της αποτυχίας. Πράγματι, μια από τις περισσότερο διαφημισμένες ιδέες για «περισσότερη δημοκρατία στην ΕΕ» ήταν η διαδικασία των Spitzenkandidaten, μια ιδέα που υποστήριξε ο Μάρτιν Σουλτς και εφαρμόστηκε στις ευρωεκλογές του 2014, μολονότι τυπικά δεν περιέχεται στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες και δεν έχει νομική ισχύ. Η μόνη σχετική αναφορά στη Συνθήκη της Λισαβόνας είναι η υποχρέωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να «λάβει υπόψη τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών», προτείνοντας τον υποψήφιο πρόεδρο στο ευρωκοινοβούλιο.

Η ιδέα των Spitzenkandidaten ήταν σχετικά απλή: Οι πολιτικές ομάδες που συμμετέχουν στις ευρωεκλογές θα προτείνουν εκ των προτέρων έναν υποψήφιο, ώστε ο Ευρωπαίος πολίτης να γνωρίζει όχι μόνο ποιοι θα τον εκπροσωπούν στην ευρωβουλή, αλλά και ποιος θα αναλάβει το αξίωμα του προέδρου της Επιτροπής. 

Ads

Όπως είναι προφανές, η χρήση παρελθοντικού χρόνου εν προκειμένω είναι σκόπιμη: η διαδικασία των Spitzenkandidaten είναι ουσιαστικά νεκρή, γεγονός που δεν θλίβει ιδιαίτερα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο ποτέ δεν είδε με καλό μάτι την όλη διαδικασία, θεωρώντας (ορθώς) ότι του στερούσε πολιτικό χώρο να κινηθεί με βάση το παραδοσιακό παίγνιο της εσωτερικής ισορροπίας δυνάμεων. Και που, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν τελικά τόσο δύσκολο να παραμεριστεί με συνοπτικές διαδικασίες. Το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια αρκετά άκομψη άσκηση εξουσίας μεταξύ (κυρίως) του Εμμανουέλ Μακρόν και της Άνγκελα Μέρκελ, μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος και των Σοσιαλιστών (και των Φιλελευθέρων), αλλά και στα ενδότερα της ίδιας της ευρωπαϊκής δεξιάς. Και το ευρωκοινοβούλιο; Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες, ο θεσμός της ΕΕ που επιφυλάσσει για τον εαυτό του τον ρόλο της δημοκρατικής φωνής των Ευρωπαίων, περιορίστηκε τελικά στο να εγκρίνει πειθήνια την επιλογή που έγινε πίσω από κλειστές πόρτες και με διαδικασίες που θυμίζουν το Κονκλάβιο του Βατικανού – μείον την παρουσία του Αγίου Πνεύματος.

Σε όλα αυτά, αυτό που προκαλεί το μεγαλύτερο προβληματισμό είναι ότι η επιλογή της φον ντερ Λάιεν δεν ήταν σε καμία περίπτωση το χειρότερο που θα μπορούσε να είχε συμβεί. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ο επίσημος Spitzenkandidat του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος ήταν ο Μάνφρεντ Βέμπερ, μια απαράδεκτη, ολότελα ανεπαρκής πολιτική φυσιογνωμία με προφανή ακροδεξιό ιδεολογικό προσανατολισμό, ο μοναδικός πολιτικός φίλος του οποίου στην Ευρώπη φαίνεται πως τελικά ήταν ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος έσπευσε να φιλοξενήσει την επίσημη πρώτη της προεκλογικής εκστρατείας του Βέμπερ στην Αθήνα. Το πώς μια ασημαντότητα όπως ο Βέμπερ κατέληξε υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος είναι άλλο ζήτημα, εξίσου ενδεικτικό ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά στα ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα.

Από τη στιγμή, βέβαια, που ήταν φανερό ότι ο Βέμπερ δεν υπήρχε περίπτωση να συγκεντρώσει επαρκή υποστήριξη στο ευρωκοινοβούλιο, το λογικό και ορθό θα ήταν να προταθεί ο Spitzenkandidat της δεύτερης σε ισχύ πολιτικής ομάδας, των Σοσιαλιστών: ο Ολλανδός Φρανς Τίμερμανς. Όπως είδαμε, το εσωτερικό παίγνιο ισχύος της ΕΕ οδήγησε τα πράγματα σε άλλη κατεύθυνση, ρίχνοντας τη διαδικασία των Spitzenkandidaten σε αχρησία και ανυποληψία.

Οι ίδιες παρατηρήσεις ισχύουν και για τις υπόλοιπες επιλογές υποψηφίων για τις κορυφαίες θέσεις στην ΕΕ: ο Βέλγος (γαλλόφωνος, φιλελεύθερος) Σαρλ Μισέλ για την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Ισπανός (σοσιαλιστής) Ζοσέπ Μπορέλ για τη θέση του ύπατου εκπροσώπου εξωτερικών υποθέσεων της ΕE, o Ιταλός (σοσιαλιστής) Νταβίντ Σασόλι για την προεδρία της ευρωβουλής και, φυσικά, η Γαλλίδα Κριστίν Λαγκάρντ για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. 

Πηγή: Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών