Η ελληνική εκλογική αγορά υπήρξε πάντοτε ένα κλειστό ολιγοπώλιο. Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου και μέχρι τη στιγμή της εκλογικής δόνησης του Μαΐου του 2012, δύο μεγάλοι παίκτες συγκέντρωναν στις κάλπες μερίδια αγοράς που ξεπερνούσαν σταθερά του 80%, ενώ και μετά από τις εκλογές εκείνες ο δικομματισμός – με τη συμμετοχή ενός νέου παίκτη στο ολιγοπώλιο – ανακατέλαβε το χώρο του συγκεντρώνοντας σταδιακά άνω του 65% των προτιμήσεων του κοινού. 

Ads

Ο νέος δικομματισμός μοιάζει να είναι το νέο σημείο ισορροπίας του ελληνικού κομματικού συστήματος, καθώς υπηρετεί τη βασική ανάγκη του εκλογικού σώματος: την ύπαρξη δύο κυβερνητικών εναλλακτικών μεταξύ των οποίων οι ψηφοφόροι θα κινούνται περιοδικά εκφράζοντας την απογοήτευσή τους για τη διαχείριση της εξουσίας από το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα. 

Η επάρκεια του ελληνικού δικομματισμού, ως συστήματος προσφοράς του πολιτικού προϊόντος, ερμηνεύεται από την απουσία έντονων ταυτοτήτων, ή αλλιώς ειδικών αγοραστικών προτιμήσεων, ενός κοινού που δε διαφοροποιείται στη βάση ταξικών, γεωγραφικών, εθνοτικών ή αξιακών διαφορών. Υπό αυτές τις συνθήκες, το ενδιαφέρον για τρίτα κόμματα παραμένει κατά κανόνα πολύ περιορισμένο. 

Στην τρέχουσα συγκυρία, το γεγονός ότι ένα από αυτά τα «τρίτα κόμματα» είναι ένας πρώην δικομματικός πυλώνας, το ΠΑΣΟΚ, σε συνδυασμό με την επιμονή του νέου πυλώνα που τον αντικατέστησε, του ΣΥΡΙΖΑ, να αφήνει σημαντικές αποστάσεις επί του ιδεολογικού συνεχούς από τον αντίπαλό του, τη ΝΔ, συντηρούν τη δημόσια συζήτηση για το μέλλον του λεγόμενου ενδιάμεσου χώρου. Έχει όμως στα αλήθεια προοπτική ένα τέτοιο εγχείρημα;

Ads

Λαμβάνοντας ως βάση για την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα τις δομικές ανάγκες του εκλογικού σώματος, όπως αυτές καταγράφηκαν προηγουμένως, η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Ένα ενδιάμεσο κόμμα δεν μπορεί να υπηρετήσει την ανάγκη σκληρής και άμεσης καταδίκης του κυβερνητικού παρελθόντος του ενός ή του άλλου δικομματικού πυλώνα. Αυτό μπορεί να το πετύχει κανείς αποτελεσματικότερα επιλέγοντας την ψήφο για την εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση. 

Ωστόσο, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν τελειώνει εδώ. Στο περιβάλλον του αυξανόμενου κυνισμού που δημιουργούν, από τη μία, η διάψευση των προσδοκιών ανατροπής της σκληρής οικονομικής πολιτικής και εξυγίανσης του κομματικού κράτους από τον ΣΥΡΙΖΑ, και, από την άλλη, η διστακτικότητα της νέας ηγεσίας της ΝΔ να αποβάλει τον συντηρητισμό και την πελατειακή λογική στη διαχείριση των εσωκομματικών ισορροπιών της, υφίσταται σαφώς μια ευκαιρία για ένα τρίτο κόμμα. Πρόκειται όμως για την ευκαιρία αντικατάστασης, και όχι συμπλήρωσης, ενός εκ των δύο πόλων του πάντα λειτουργικού ελληνικού δικομματισμού. 

Ο στόχος μοιάζει ακόμα πιο φιλόδοξος από αυτόν της απλής αποτύπωσης ενός τρίτου πόλου, ο οποίος πιθανότατα θα λάβει διψήφιο ποσοστό ή θα προσπεράσει τη Χρυσή Αυγή στην τρίτη θέση, δηλαδή από τους στόχους που συχνά παρουσιάζονται ως οράματα από τους εμπλεκόμενους στο όλο εγχείρημα. Και όμως είναι πιο εφικτός από αυτόν της δημιουργίας ενός ενδιάμεσου πόλου για τον απλούστατο λόγο ότι το εκλογικό σώμα δεν αποδίδει αξία στην ύπαρξη ενός τρίτου παίκτη.

Ποιες κινήσεις και ποιοι παίκτες θα μπορούσαν να υπηρετήσουν έναν τέτοιο στόχο; Ας ξεκινήσουμε εκ του αντιθέτου: τη θέση του «νέου δικομματικού» παίκτη δε θα μπορούσε να κερδίσει σίγουρα ένας παλιός. Η ανάμνηση του ΠΑΣΟΚ στον συγκεκριμένο ρόλο είναι πολύ νωπή για να μπορέσει να διεκδικήσει εκ νέου την επιστροφή του στο ολιγοπώλιο, ενώ το ίδιο μειονέκτημα περιορίζει και τη δυναμική κινήσεων που σχεδιάζονται από πρώην υπουργούς του ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο άλλων σχημάτων. Επίσης, τη θέση του «νέου παίκτη» δε θα μπορούσε να κερδίσει ένας πολυπρόσωπος κομματικός φορέας που θα έχει προκύψει από την απλή άθροιση μεμονωμένων σχημάτων που ενώθηκαν βιαστικά σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρηθούν στο προσκήνιο. 

Η εργαλειακότητα μιας τέτοιας κίνησης θα τσαλάκωνε τη δυναμική του αθροίσματος. Επιπλέον, στο δρόμο για την εκλογή μιας νέας ηγεσίας που θα σηματοδοτούσε και την ουσιαστική συγχώνευση, το εκλογικό σώμα θα παρατηρούσε με βεβαιότητα κινήσεις ελέγχου της εκλογής από τον μεγαλύτερο και πιο καλά οργανωμένο παίκτη, το ΠΑΣΟΚ, γεγονός που προφανώς θα περιόριζε δραματικά το εγχείρημα παρουσίασης του συγχωνευμένου σχήματος ενός «νέου παίκτη». 

Η τομή των προβλημάτων των παραπάνω λύσεων βρίσκεται στο αρνητικό φορτίο το οποίο ακόμα σέρνει μαζί του η ετικέτα του ΠΑΣΟΚ. Τη σφραγίδα του αποτυχημένου κυβερνητικού παρελθόντος – ανεξάρτητα από το αν αυτό είναι δίκαιο ή όχι –  φέρουν ακόμα και εκείνοι που έχουν αποχωρήσει από το κόμμα, αλλά επίσης και τα νεότερα στελέχη που πιθανώς δεν άσκησαν κυβερνητική εξουσία. 

Δεδομένης της κομβικής σημασίας των προσώπων για τη διαμόρφωση της αίσθησης του «νέου παίκτη», ο στόχος της αντικατάστασης ενός εκ των δύο πυλώνων του εκάστοτε δικομματισμού δεν μπορεί να υπηρετηθεί με οδηγούς στο τιμόνι ανθρώπους που θα συνδέονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με το ΠΑΣΟΚ. Όσο ρηχό και τετριμμένο και αν ακούγεται, ο στόχος αυτός μπορεί ευκολότερα να υπηρετηθεί από νέα, ή καλύτερα άγνωστα στο εκλογικό κοινό, πρόσωπα. 

Ποιοτικές έρευνες της εταιρείας Prorata δείχνουν ότι οι πολίτες είναι έτοιμοι να αξιολογήσουν θετικότερα από όλους τους σημερινούς εμπλεκόμενους στο εγχείρημα του ενδιάμεσου χώρου, πρόσωπα που δεν τους είναι γνωστά, αλλά η παρουσία ή το βιογραφικό τους τούς εμπνέουν. Ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δημόσιων πολιτικών προφανώς δεν μπορεί να επιτευχθεί στη βάση της υψηλής δημοτικότητας ενός προσώπου, όμως ο πολιτικός στόχος της ανάδυσης ενός νέου πόλου μπορεί να επιτευχθεί στη βάση της εικόνας, και μόνο, ανανέωσης που θα φέρει σε ένα κόμμα η εμφάνιση νέου πολιτικού προσωπικού.

Την κίνηση αυτή είναι στην πλεονεκτική θέση να την κάνει το Ποτάμι. Χωρίς το αρνητικό φορτίο του ΠΑΣΟΚ, το συμπαθές, πλην όμως όχι δημοσκοπικά ή κοινοβουλευτικά ισχυρό, Ποτάμι θα μπορούσε να αποτελέσει το όχημα ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού που η κοινή γνώμη μοιάζει να αναζητά σε πρώτη φάση. Προφανώς, σε μια επόμενη φάση, θα πρέπει να κερδίσει τη συμφωνία μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας με τις πολιτικές θέσεις του. Ωστόσο, η παρουσίαση μιας εικόνας νέων, όχι αποκλειστικά ηλικιακά νέων, προσώπων θα του πρόσφερε σημαντικούς πόντους ικανούς για μια δυνατή εξέλιξη. 

Παράλληλα, στο μικρό – επίπεδο του ίδιου του κόμματος, μια τέτοια κίνηση θα έβαζε τέρμα στις ψυχοφθόρες συζητήσεις για τις αποχωρήσεις πρώην βουλευτών και τα σχόλια περί αδιεξόδου του Σταύρου Θεοδωράκη, καθώς θα έπειθε την κοινή γνώμη ότι το κόμμα πορεύεται στη βάση ενός σχεδίου. Παρά την περί του αντιθέτου φιλολογία, το Ποτάμι έχει, λίγες μέρες πριν από τη συμπλήρωση των τριών ετών ζωής του, μία δεύτερη ευκαιρία. Για το ίδιο, αλλά κυρίως για τον λεγόμενο «ενδιάμεσο χώρο». Αρκεί να πατήσει το κουμπί του Restart.

* Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, είναι επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας και Επιστημονικά Υπεύθυνος της εταιρείας Prorata