«Ο άνθρωπος που καθορίζει τη ζωή του με βάση την πιο κοντινή προοπτική είναι κι ο πιο αδύναμος. Αν ικανοποιείται μόνο με τη δική του προοπτική μπορεί να φαίνεται δυνατός, όμως η προσωπικότητά του δεν έχει πραγματική ομορφιά κι αξία», έλεγε ο Μακαρένκο, ο τεράστιος παιδαγωγός που γατροπόρεψε τις ψυχές των εκατομμυρίων ορφανών της ΕΣΣΔ ώστε να φυτέψει αντί αποκλεισμό και μίσος συμμετοχή κι αγάπη. Θυμίζοντας πως η αληθινή αυταξία της γνώσης είναι αυτοαναιρούμενη, αφού κερδίζεται όταν μπαίνει στη μάχη για την προοπτική της ανθρώπινης απελευθέρωσης και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Ads

Η γενιά που έδωσε την σημαντική μάχη που της αναλογούσε απέναντι στον ναζισμό, αλλά και ξοδεύτηκε σε έναν αχαρακτήριστο εμφύλιο, προσπαθούσε τώρα, ακουμπώντας τα όπλα κάτω, να δει ένα μέλλον μακρύτερο από την όποια δική της προοπτική ανάμεσα από καπνούς ερειπίων. Η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει τον ελληνικό χώρο ρημαγμένο από μια ανυπολόγιστη καταστροφή που τον έστειλε δεκαετίες πίσω, τον ελληνικό λαό υπερήφανα ματωμένο από μια ανεπανάληπτη αντιστασιακή προσπάθεια, τις πολιτικές παρατάξεις στην Ελλάδα σε έναν αυτιστικό διάλογο για την αυτοδικαίωση τους , και το ελληνικό κράτος  σε κόκκινο συναγερμό για να επαναδιεκδικήσει τα κεκτημένα για τους κληρονομικούς νταβατζήδες του, με την βοήθεια των προστατών του. 

Η επάνοδος της κυβέρνησης Παπανδρέου, στην οποία Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ορίστηκε ο Ε. Παπανούτσος., φροντίζει να διαλύσει το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελούνταν από μέλη με αναχρονιστικές ιδέες και να δημιουργήσει ένα νέο σώμα από έμπειρους και ικανούς ανθρώπους στον χώρο της εκπαίδευσης (Παπανούτσος, 1982: 48). Προσπάθησε να νομιμοποιήσει στην εκπαίδευση τη δημοτική γλώσσα μέσω ενός νομοσχεδίου, το οποίο όμως δεν υπογράφηκε από τον Αντιβασιλέα – Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό (Παπανούτσος, 1982: 52-53). Πρότεινε την επιστροφή του σχήματος έξι χρόνια φοίτηση στη στοιχειώδη εκπαίδευση και έξι χρόνια στη μέση εκπαίδευση, το οποίο έγινε δεκτό (Παπανούτσος, 1982: 54). Η πρότασή του για εκπαιδευτική ανασυγκρότηση, συμπεριλαμβάνει τις ιδεολογικές κατευθύνσεις της γενιάς του 1930 και τις παιδαγωγικές αρχές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού (Δημαράς, 2013: 217).

Το 1949 με Υπουργό Παιδείας τον καλλιεργημένο συντηρητικό Κ. Τσάτσο σημαντική είναι η προετοιμασία ενός νομοσχεδίου, σύμφωνα με το οποίο η μέση εκπαίδευση είναι διαιρεμένη σε δύο κύκλους και καταργούνται οι εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο με τη δημιουργία ενός προπαιδευτικού τμήματος. Οι πολιτικές εξελίξεις, ωστόσο, δεν επέτρεψαν την ψήφισή του (Δημαράς, 2013: 217). Με την έναρξη της μετεμφυλιακής περιόδου, εμφανίζονται δύο αντίμαχα εκπαιδευτικά ρεύματα, το παραδοσιακό – συντηρητικό με κυριότερο εκπρόσωπο τον Κ. Γεωργούλη και το συγχρονιστικό με τον Ε. Παπανούτσο, νεότερο δημοτικιστή (Τερζής, 2010: 332). Ο παραδοσιακός προσανατολισμός της εκπαίδευσης, που κυριάρχησε την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας και του εμφυλίου πολέμου έρχεται σε αντίθεση με το συγχρονιστικό ρεύμα της δεκαετίας του 1950, με την εμφάνιση νέων κοινωνικών στρωμάτων στην ελληνική κοινωνία και με τη στροφή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Τερζής, 2007: 115).

Ads

Η ελληνική αστική τάξη θέτει τα θεμέλια μιας καπιταλιστικής, εξαρτημένης οικονομικής ανάπτυξης. Εγκαταλείπεται το μοντέλο της κλειστής οικονομίας και η χώρα κατατάσσεται στην άμεση περιφέρεια μητροπολιτικών κέντρων, όπως των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος είναι επιτακτικός, καθώς και η προσαρμογή του στις 17 νέες ανάγκες της αγοράς εργασίας για την εξασφάλιση φθηνού εργατικού δυναμικού (Βεργίδης, 1982: 20). Το συγχρονιστικό ρεύμα της εκπαίδευσης κερδίζει οπαδούς στην ελληνική κοινωνία, όμως, δεν μπορεί ακόμη να υπερισχύσει του παραδοσιακού ρεύματος (Τερζής, 2007: 115). Όλες οι πολιτικές δυνάμεις και οι ειδικοί της εκπαίδευσης συμφωνούν ότι έως τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο η ελληνική εκπαίδευση «χωλαίνει», όμως μετά τον εμφύλιο πόλεμο η κατάσταση επιδεινώνεται.

Το Σύνταγμα του 1952 επικυρώνει την πρωτοκαθεδρία του τελευταίου, (αναδεικνύοντας την αντίθεση μεταξύ οικονομικής και ιδεολογικής ηγεμονίας και των διαφορετικών μερίδων της αστικής και μεσοαστικής/μικροαστικής τάξης που τα υποστηρίζουν) με την προβολή του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού ως σκοπού της εκπαίδευσης, σηματοδοτώντας την επιστροφή στο προπολεμικό συντηρητικό πλαίσιο (Δημαράς, 2013: 219- 221).

Η δεκαετία του 1950 χαρακτηρίζεται από δύο αντίθετες αντιλήψεις ως προς τη δομή της μέσης εκπαίδευσης. Οι συντηρητικοί υποστηρίζουν τη δημιουργία μιας κατώτερης βαθμίδας μέσης εκπαίδευσης, ενώ οι φιλελεύθεροι – κεντρώοι υποστηρίζουν τη φοίτηση όλων των παιδιών στο γυμνάσιο. Οι παραπάνω θεωρήσεις μεταβάλλονται, καθώς στην ελληνική κοινωνία εμφανίζονται νέα δεδομένα, ήδη γνωστά στο εξωτερικό, όπως η θέσπιση του κράτους πρόνοιας και η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου. Η αναγκαιότητα της εκπαίδευσης του πληθυσμού, προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη του τόπου, οδηγεί στην πρόσβαση και φοίτηση στο σχολείο όλων των παιδιών (Κυπριανός, 2004: 261-262). Τη θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου αναπτύσσει ο Γ. Παπανδρέου στη Βουλή το 1957.

Επίσης, μέλη της Επιτροπής Παιδείας στο ίδιο πλαίσιο δηλώνουν ότι «… η εκπαίδευση δεν πρέπει να είναι προνόμιο των λίγων … πρέπει να ενισχύονται οι φτωχοί …» και καταλήγουν ότι η παιδεία είναι η «… πλέον θετική και παραγωγική επένδυσις …» (Κυπριανός, 2004: 263). Η αριστερή κριτική παρόλο τον ψήφο της ΕΔΑ εκφράζεται κυρίως από την ιμβριώτη και άλλους  που επισημαίνουν πως η ελληνική εκπαίδευση «δέθηκε σε ένα στείρο ιστορισμό» (Ιμβριώτη, 1964: 157). Η προσπάθεια της Ε.Ρ.Ε. το 1959 δεν απέδωσε. Η παράταξη, δέσμια των συμφερόντων των λίγων, δεν βοήθησε τα εκπαιδευτικά πράγματα, αλλά οδήγησε στον σκοταδισμό. Τα μέτρα της Ε.Κ., ενώ θέτουν το ζήτημα του εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού του σχολείου, διατηρούν το «Σχολείο πλουσίων» και το «Σχολείο φτωχών». Δεν καταφέρνουν να συνδέσουν τη γενική και επαγγελματική μόρφωση με την τεχνική κατάρτιση (Ιμβριώτη, 1964: 157-164).

Η στασιμότητα στα εκπαιδευτικά θέματα και η δυσφορία της κοινωνίας αντικατοπτρίζονται στην απεργία της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας (στο εξής Δ.Ο.Ε.), τον Ιούνιο του 1957 (Δημαράς, 2013: 223). Τον ίδιο μήνα ο Κ. Καραμανλής συγκροτεί επιτροπή με σκοπό τη μελέτη των προβλημάτων της παιδείας, η οποία τον Ιανουάριο του 1958 παραδίδει μία εισήγηση 170 σελίδων. Στην επιτροπή συμμετείχαν εκπαιδευτικοί και κοινωνικοί παράγοντες, που αντιπροσώπευαν διάφορες τάσεις, ώστε να εκπροσωπείται η ελληνική κοινωνία και να εκφράζεται η βούλησή της (Παπανούτσος, 1982: 91). Από τη σύσταση της επιτροπής, μετριοπαθείς παιδαγωγοί και πανεπιστημιακοί με ανάλογη εμπειρία από προηγούμενες συντηρητικές ή φιλελεύθερες κυβερνήσεις, φαίνεται ότι κινείται σε συγκεκριμένο και περιορισμένο πλαίσιο, αποφεύγοντας τις νεωτεριστικές ιδέες και αντιλήψεις και τα ακραία εκπαιδευτικά μέτρα.

Παγκόσμιες νέες αρχές και αντιλήψεις επικρατούν στον χώρο της εκπαίδευσης, όπου υπάρχει άλεκτα σαφείς επιρροή των ρώσων φορμαλιστών (και όχι μόνο) στους «πρωτοπόρους» της Δύσης. Η οικονομική κατάσταση της χώρας και η αργοπορία της στον τομέα της οικονομίας αποδίδεται στην ανεπάρκεια της ελληνικής εκπαίδευσης να λειτουργήσει ως παραγωγική δύναμη, παρά την ύπαρξη και του αντιθέτου:  ότι το χαμηλό επίπεδο της εκπαίδευσης οφείλεται στην οικονομική καθυστέρηση της χώρας (Κυπριανός, 2004: 263-264).

Μερίδα της ελληνικής αστικής τάξης κάνει την στρατηγικής σημασίας επιλογή να στραφεί στην ανερχόμενη ΕΕ, καναλιζάροντας πολιτικά και οικονομικά τον μακραίωνο, ελπιδοφόρο και προβληματικό διάλογο του ελληνικού φαντασιακού με μια υπαρκτή στις θετικές δυνατότητες της τότε μα ρετουσαρισμένη από τα βαθιά σκοτάδια της Δύση. Οι ομιλητές της Ε.Κ. αναφέρονται στην επίτευξη της οριστικής συμφωνίας για τη σύνδεση της Ελλάδας με την Ε.Ο.Κ. τον Μάρτιο του 1961, η οποία θα βοηθούσε στην επίλυση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας. Οι Μ. Θεοδωράκης και Σ. Ηλιόπουλος,  μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (Ε.Δ.Α.), συμφωνεί ότι τα εκπαιδευτικά μέτρα είναι αποτέλεσμα της πάλης του ελληνικού λαού για την αναδιοργάνωση και διεύρυνση της εκπαίδευσης (Πρακτικά Βουλής, 1964: 510). Η Ε.Κ. θεωρεί τις δαπάνες για την εκπαίδευση «… δαπάνας επενδύσεων και δη επενδύσεων πρώτου βαθμού …».

Η αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση στο 11,3% του κρατικού προϋπολογισμού και η εξασφάλιση των πόρων για την υλοποίηση των μέτρων είναι ενδεικτικά της πρόθεσης της κυβέρνησης (Αλαβάνος/Πρακτικά Βουλής, 1964: 458). Στα τρία νομοσχέδια παρουσιάζονται όλοι οι στόχοι που θέτει η κυβέρνηση. Η δωρεάν παιδεία και ο ανθρωπιστικός προσανατολισμός της, η εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, η δημιουργία του λυκείου είναι οι βασικοί στόχοι που τίθενται προς την σταδιακή εφαρμογή.

Ο ξαφνικός πληθωρισμός πνευματικού προλεταριάτου επιβάλλει ώστε να υπάρχει φραγμός  στο λύκειο και να θεσπιστούν εισιτήριες και προαγωγικές εξετάσεις σε κάθε τάξη του (Πρακτικά Βουλής, 1964: 519-520). Ο αρχηγός της Ε.Ρ.Ε., Π. Κανελλόπουλος, υπερθεματίζει διαφωνόντας, αντιπροτείνοτας  η επιλογή να γίνεται στο λύκειο, αλλά στο γυμνάσιο, συμφωνώντας με την πρόταση του Κ. Τσάτσου για θέσπιση εξετάσεων από το δημοτικό στο γυμνάσιο (Πρακτικά Βουλής, 1964: 522).Πρόταση του Κ. Τσάτσου είναι η θέσπιση κατατακτήριων εξετάσεων για την είσοδο των παιδιών στο γυμνάσιο από το δημοτικό ή η εισαγωγή τους σε τεχνικές σχολές με δωρεάν φοίτηση, καναλιζάροντας την κοινωνική κινητικότητα των ανερχόμενων μικροαστών.

Ο ίδιος, αποστειρώνονοντας τις οικονομικο-κοινωνικές συντεταγμένες που ορίζουν και καθορίζουν την δράση των ατόμων- αποκαλεί δημοκρατία την «ελεύθερη επιλογή» του κάθε νέου να ακολουθήσει την κατεύθυνση που επιθυμεί στην εκπαίδευση με μόνο κριτήριο τις κλίσεις του και τις ικανότητές του. (Πρακτικά Βουλής, 1964: 486-487). Από την ομιλία του φαίνεται η επικρατούσα ιδεολογία στον χώρο της Ε.Ρ.Ε., σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να υπάρχουν φραγμοί νωρίς στη μόρφωση, εισαγωγικές εξετάσεις στο γυμνάσιο, ώστε όλοι όσοι αποφοιτούν από το λύκειο να εισάγονται στις ανώτατες σχολές.

Η συζήτηση στη Βουλή επί της αρχής και των άρθρων του Ν.Δ. 4379/1964, κι εν μέσω των εντεινόμενων αγώνων στους δρόμους για την παιδεία που σημάδεψαν «την τελευταία άνοιξη», ολοκληρώθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1964. Η συζήτηση είχε τη μορφή λόγου και αντίλογου και συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των κομμάτων. Κοινή διαπίστωση όλων ήταν το υψηλό επίπεδο των συζητήσεων, σε σύγκριση με προγενέστερες και μεταγενέστερες, κοινοβουλευτικές περιόδους. Οι εκπρόσωποι της Ε.Ρ.Ε. και της Ε.Δ.Α. ψήφισαν το νομοσχέδιο της Ε.Κ., παρά τις αντιρρήσεις που εξέφρασαν. Όμως, παρά την ψηφοδοσία, η επίθεση στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 συνεχίζεται από τον τύπο της δεξιάς, που ζητάει την κατάργησή της. Θεωρεί ότι λείπει ο ελληνοχριστιανικός χαρακτήρας της παιδείας, αναδεικνύοντας την εντεινόμενη ανησυχία για την ριζοσπαστικοποίηση του εκπαιδευτικού κινήματος στους δρόμους,. Οι ίδιοι κύκλοι που τα έσπαγαν λίγες δεκαετίες πριν στους ίδιους δρόμους για την «τρισκατάρατη δημοτική» και την σε αυτήν μετάφραση του (γραμμένου στη δημοτική, κοινή της εποχής του) λόγου αγάπης του ευαγγελικού Ιησού, ο οποίος έπρεπε να παραμείνει ακαταλαβίστικος για να προκαλεί δέος και να αστυνομεύει μέσω αυτού την συνείδηση των εξοβελισμένων.

Στη Θεσσαλονίκη έχει δημιουργηθεί μία ομάδα από καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής, οι οποίοι δηλώνουν την αντίθεσή τους στις απόψεις της Φιλοσοφικής Αθηνών. Υποστηρίζουν τη μεταρρύθμιση και πιστεύουν ότι θα έχει θετικά αποτελέσματα (Foukas, 2018: 83) ανοίγοντας ένα δίπολο συντήρησης και προόδου μεταξύ των 2 φιλοσοφικών σχολών.

Η τελευταία Άνοιξη ήταν όντως απόπειρα για μια ηλιόλουστη εποχή γιατί ήταν η τελευταία φορά που είχε ως βασικό πολιτικό διακύβευμα αυτό που «δεν είναι πια της μόδας»: Την Παιδεία. Ο κόσμος, παρασυρμένος από την ανάγκη του και πολύ λιγότερο από τους ποικίλους πολιτικάντηδες, θα την σηκώσει στους ώμους στους δρόμους, το καθεστώς θα την πιστολιάσει στην Σταδίου με Εδουάρδου Λο. «Σωτήρη Πέτρουλα σε πήρε ο Λαμπράκης»…

Ο διάλογος και η σύγκρουση για την παιδεία, γενικότερα, δεν θα μακροημερεύσει αφού το βαθύ κράτος θα ματώσει με τα νύχια του το ‘τροτέζικο’ έστω πρόσωπο της εύθραυστης Δημοκρατίας. Τα τανκς κατεβαίνουν στους δρόμους και η παιδεία στο απόσπασμα: Τον Ιούνιο του 1967, μετά την επιβολή της δικτατορίας, Τα Νέα δημοσίευσαν ανακοίνωση της δημόσιας αρχής για το Ακαδημαϊκό Απολυτήριο, έναν θεσμό, ο οποίος διαφημίστηκε, αλλά απέτυχε και ο λαός έχει δεχτεί την κατάργησή του.

Η κατάργησή του θεωρήθηκε επιβεβλημένη από την «εθνική κυβέρνηση». Η συσταθείσα επιτροπή από πρυτάνεις πανεπιστημίων και εκπαιδευτικών λειτουργών, κατέληξε σε ένα απλό σύστημα εξετάσεων με την κατανομή των σχολών σε έξι ομάδες με τέσσερα ως έξι εξεταστέα μαθήματα και τέσσερα εξεταστικά κέντρα (Τα Νέα, 28-6-1967). «Η αφοσίωση στα ιδανικά του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» αναγορεύεται στο ύψιστο καθήκον της ελληνικής νεολαίας και των λειτουργών της εκπαίδευσης. «Το δικτατορικό καθεστώς θα δώσει στους νέους ιδανικά και ιδεώδη, που τους τα είχαν αφαιρέσει οι δημαγωγοί τους» (Τα Νέα, 22-6- 1967). Τα προς γενικευμένης τηλεόρασης ριάλιτυ στο Παναθηναϊκό στάδιο (και όχι μόνο) όπου ο Περικλής συναντάται με την Adidas και όλοι μαζί υμνούν την εθνοσωτήριο, ξεκινούν. Οι ευχάριστες νότες των φεστιβαλικών τραγουδιών καλύπτουν τα (προϋπάρχοντα από το 50 αλλά) εντεινόμενα γκρεμίσματα των νεοκλασσικών και της βιωμένης ιστορίας. Η λοβοτομή γίνεται παιδαγωγικός, εθνικός στόχος. Και η λοβοτομή είναι χρήσιμη και επιβεβλημένη για τους κυβερνώντες και βολική κι ευχάριστη για τους κυβερνώμενους.

Σε λίγο η εποχή αυτή τελείωνε… Μια άλλη ερχόταν. Εάν το μετεμφυλιακό κράτος χρησιμοποίησε την παιδεία όχι ως δικαίωμα και υποχρέωση των πολιτών μα ως δώρο προς αίρεση για τα παιδιά των αριστερών, το μεταπολιτευτικό, μέσα από την ‘ανάσυρση’ αριστερών στη εξουσία, υπέβαλλε (όπως θα δούμε στο επόμενο μέρος) ως κρυφό θέσφατο στην ελληνική κοινωνία την ‘υποταγμένη άνοδο’.

Αλλά οι αγώνες έπρεπε να συνεχιστούν. Γιατί εάν η παιδεία παραμένει το σημαντικότερο όπλο για έναν καλύτερο κόσμο, τότε (για να θυμηθούμε την Σοτομαγιόρ) «δεν θα πετύχουμε μια δικαιότερη κοινωνία εάν δεν επιτύχουμε μια δίκαιη εκπαίδευση.»