Πέρασαν σχεδόν 40 χρόνια (συμπληρώνονται τον ερχόμενο Ιούλιο) από τη μεγάλη κυπριακή τραγωδία του 1974, που η πρώτη πράξη της ήταν το φασιστικό πραξικόπημα και η δεύτερη, η παράνομη και βάρβαρη τουρκική εισβολή, με συνενοχή στο διπλό έγκλημα ισχυρών χωρών του ΝΑΤΟ στο πλαίσιο ευρύτερων γεωπολιτικών σχεδιασμών. Όμως, για ορισμένους στην Κύπρο και στην Ελλάδα είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σαν να μην υπάρχει «ντε φάκτο» διχοτόμηση του νησιού, με κίνδυνο να οριστικοποιηθεί.

Ads

 
Το δυσάρεστο όμως, είναι, ότι στο πρόσφατο κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη- Έρογλου  για την επανέναρξη των διακοινωτικών συνομιλιών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ,   αντιδρούν όχι μόνο οι ακραίοι εθνικιστές στην Ελλάδα και την Κύπρο αλλά και δυνάμεις της Αριστεράς (κυρίως στην Ελλάδα, όχι στην Κύπρο). Πρόκειται για σοβαρό ιδεολογικό και πολιτικό πρόβλημα, την ώρα που το ΑΚΕΛ και άλλες αριστερές δυνάμεις στην Κύπρο, στηρίζουν – όχι άκριτα, βεβαίως– τις συνομιλίες, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στην Τουρκία, την οποία είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ την περασμένη εβδομάδα.
 
Ορισμένοι έχουν φτάσει στο σημείο να ασκούν ισοπεδωτική κριτική στο κοινό ανακοινωθέν, να μιλούν για «νέο σχέδιο Ανάν», λες και πρόκειται για το νέο σχέδιο λύσης, και όχι για την αφετηρία της διαπραγμάτευσης.  Άλλοι, εμφανιζόμενοι και ως μακαριακοί, θέλουν να ξεχνούν ότι ήταν ο Μακάριος που έκανε το μεγάλο βήμα να αποδεχθεί την ομοσπονδία, υπογράφοντας συμφωνία με τον Ντενκτάς, το 1977, με στόχο «μια ανεξάρτητη, αδέσμευτη, δικοινοτική ομόσπονδη δημοκρατία». 
 
Αναφέρονται ορισμένοι στον κυπριακό λαό και εννοούν μόνο τους ελληνοκύπριους. Η έννοια «Κύπρος, κοινή πατρίδα ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων» δεν τους απασχολεί. 
 
Στο σημείο αυτό, έχει ιδιαίτερη αξία να θυμηθούμε τι δήλωνε ο Μακάριος επιστρέφοντας από την αναγκαστική αυτοεξορία του τον Δεκέμβρη του ’74: «Τάσεις σωβινιστικαί παρωχημένων εποχών ή οιασδήποτε φύσεως προκαταλήψεις ούτε τους ελληνοκυπρίους ούτε τους Τουρκοκυπρίους ωφελούν», έλεγε, προσθέτοντας ότι «η σκληρά πείρα του παρελθόντος πρέπει να είναι διδάσκαλος δι αμφοτέρας τας πλευράς».
 
Το ζητούμενο από τις νέες διακοινοτικές συνομιλίες, είναι να προκύψει μια συμφωνημένη λύση, που να μπορεί να γίνει αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες.  Διότι, όπως έλεγε ένα σύνθημα της Τουρκοκυπριακής λαϊκής εξέγερσης του 2003-4 υπέρ της επανένωσης, «το περιστέρι της ειρήνης χρειάζεται δύο φτερούγες για να πετάξει».
 
Λύση δεν μπορεί να υπάρξει αν οι δύο κοινότητες δεν συνεννοηθούν, «από τα πάνω»  και «από τα κάτω».  Και από την άποψη αυτή, καθοριστικός είναι ο ρόλος των δυνάμεων της αριστεράς τόσο της ελληνοκυπριακής όσο και της τουρκοκυπριακής   που εδώ και πολλά χρόνια στηρίζουν και μοχθούν για την ανάπτυξη του  κινήματος επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων, κίνημα στο οποίο έχουμε συμβάλει και εμείς παλαιότερα ως ΣΥΝ και στην συνέχεια ως ΣΥΡΙΖΑ.
 
«Η επαναπροσέγγιση και η ειρηνική συνύπαρξη των δύο Κοινοτήτων – έγραφε ο Αλέξης Τσίπρας σε άρθρο του στη Χαραυγή το Μάρτη του 2010 – αποτελεί στόχο βαθύτατα προοδευτικό, πατριωτικό, θα έλεγα και επαναστατικό. Είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην κυπριακή ανεξαρτησία, στη ειρήνη και την απαλλαγή από τον σφιχτό εναγκαλισμό του ξένου παράγοντα».
 
Από την άλλη είναι σοβαρότατο λάθος- που κόστισε στο πρόσφατο παρελθόν- να υποστηρίζεται ότι «τίποτα δεν αλλάζει στην Τουρκία»  και να παραβλέπεται ότι υπάρχει και η «άλλη» Τουρκία. Ούτε να υποτιμάται το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο γεννάει πιέσεις τις οποίες η Άγκυρα δεν μπορεί να παραβλέψει αν θέλει να συνεχιστεί η ενταξιακή της πορεία.  
 
Τέλος δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το Κυπριακό είναι πρόβλημα διεθνές και ευρωπαϊκό και θα έχει τεράστια σημασία η επίλυσή του για όλο τον κόσμο. Η μη επίλυσή του θα είναι ακόμα μία αποτυχία, ιδιαίτερα της Ευρώπης. Όμως, πολύ αμφιβάλλω αν οι σημερινές κοντόφθαλμες  ηγεσίες της Ε.Ε. είναι σε θέση να αντιληφθούν τι θα σήμαινε η επανένωση της Κύπρου και πόσο ισχυρό παράδειγμα θα μπορούσε να αποτελέσει η ειρηνική συμβίωση ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων, στο πλαίσιο μιας ανεξάρτητης ομόσπονδης Κύπρου, στο κρισιμότατο σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου.
 
Εδώ υπάρχει θέμα και με την ελληνική κυβέρνηση, η οποία δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει ότι είναι στο πλευρό της Κύπρου και της κυβέρνησής της, να υποστηρίζει ότι το Κυπριακό βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής,  χωρίς  ωστόσο, να αναλαμβάνει κάποια πρωτοβουλία στον ευρωπαϊκό και στο διεθνή χώρο για το ζήτημα.
 
Κατά τη γνώμη μας, απαιτείται ένα κίνημα διεθνούς και ευρωπαϊκής αλληλεγγύης με τον κυπριακό λαό, και στην κατεύθυνση αυτή προτείναμε να οριστεί το 2014 «‘Έτος Κύπρου». 
 
Τελευταία επισήμανση, προς το παρόν. Ο σημερινός κόσμος είναι πολύ σύνθετος και αντιφατικός,  για να χωράει σε αναλύσεις του τύπου «άσπρο ή μαύρο». Οι ίδιες οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι καμιά μεγάλη δύναμη δεν μπορεί να κάνει ότι θέλει στην ευρύτερη περιοχή μας. Είναι άραγε τυχαίο ότι στη διάσκεψη ειρήνης για τον τερματισμό της συριακής τραγωδίας συμπροεδρεύουν οι ΗΠΑ, η Ρωσία και ο ΟΗΕ;  Και ας μην ξεχνούμε ότι η θεωρούμενη ως βέβαιη διεθνής στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, απετράπη διότι υπήρξε ισχυρή αντίδραση της διεθνούς  κοινής γνώμης, ιδιαίτερα στη Βρετανία και στις ΗΠΑ και έτσι προέκυψε το όχι του βρετανικού κοινοβουλίου στην εξουσιοδότηση που ζήτησε ο Κάμερον για στρατιωτική επέμβαση στην πολύπαθη αυτή χώρα της Μ Ανατολής.
 
* Ο Πάνος Τριγάζης, υπεύθυνος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Θεμάτων Ειρήνης του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε επί πολλά χρόνια μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Αλληλεγγύης με τον Κυπριακό Λαό.