Η εκλογή προέδρου στο ΚΙΝΑΛ δοκιμάζει όλα τα στερεότυπα και τις συμβάσεις που έχουν διομολογηθεί ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις. Η «άψογη» συμπεριφορά των υπόλοιπων κομμάτων,  με όλες αυτές τις καθησυχαστικές δηλώσεις περί μη ανάμειξης στα εσωτερικά του ΚΙΝΑΛ, εντυπωσιάζει. Αλλά, μη γελιόμαστε, αυτή η μεταμοντέρνα στάση δεν είναι απόρροια πολιτικής ευπρέπειας• είναι μια στάση υποκριτική και μάλλον καιροσκοπική.

Ads

Παρέμβαση στα εσωτερικά άλλου κόμματος δεν είναι η έκφραση πολιτικής εκτίμησης ή προτίμησης σε κάποιον από τους υποψηφίους. Παρέμβαση είναι τα ύπουλα, οι μηχανορραφίες, οι δολοφονίες χαρακτήρα, οι εκβιασμοί, ο εισοδισμός. Από που λοιπόν προκύπτει ότι μια ορθολογική και ξεκάθαρη θέση για το ποιος από τους υποψήφιους του ΚΙΝΑΛ εξυπηρετεί καλύτερα μια στρατηγική συμμαχιών είναι αθέμιτη και κατακριτέα; Η λογική ότι δεν δηλώνουμε τις προτιμήσεις μας για να «προστατεύσουμε» τον υποψήφιο που μας αρέσει, ώστε να κερδίσει και τις ψήφους όσων μας αντιπαθούν, είναι μικρονοϊκή. Με «κόλπα» και ενάντια στη βούληση των μελών του ΚΙΝΑΛ δεν κτίζονται συνεργασίες.

Ας το επαναλάβουμε για να εμπεδωθεί: οι υποψήφιοι για την προεδρεία του ΚΙΝΑΛ μπορεί να ισχυρίζονται ό,τι θέλουν, αλλά η ιδέα ότι θα ανακάμψει, θα γίνει ξανά «μεγάλο» και θα εξαναγκάσει τον ΣΥΡΙΖΑ ή τη ΝΔ να ακολουθήσουν τη δική του γραμμή είναι εντελώς μεταφυσική. Όλοι γνωρίζουν ότι η βιωσιμότητα αυτού του κόμματος εξαρτάται άμεσα από το αν θα συμμαχήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ ή τη ΝΔ. Το ΚΙΝΑΛ θα έχει απώλειες και στις δύο περιπτώσεις, αλλά θα χάσει μακροπρόθεσμα περισσότερο αν επιμείνει σε μια πολιτική «ίσων αποστάσεων».

Αν μεν εκλεγεί ο Λοβέρδος, οι «κλασσικοί» οπαδοί του ΠΑΣΟΚ ή οι παπανδρεϊκοί δεν πρόκειται να επιστρέψουν ποτέ. Εάν δε επικρατήσει ο Γιώργος Παπανδρέου, οι του «ακραίου Κέντρου» θα αποχαιρετήσουν σύντομα το ΚΙΝΑΛ. Η λύση των «ίσων αποστάσεων είναι η χειρότερη, διότι σ’ αυτή την περίπτωση, αργά αλλά σταθερά, θα συμβούν και τα δύο -όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα.

Ads

Η συνεργασία του ΚΙΝΑΛ, που στα λόγια τουλάχιστον διεκδικεί μια σοσιαλδημοκρατική ατζέντα, με την ακραία νεοφιλελεύθερη ΝΔ μπορεί να υπόσχεται βραχυπρόθεσμα κέρδη, αλλά τελικά θα το διαλύσει. Από την άλλη πλευρά, μια βιώσιμη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε παρά να είναι προγραμματική και μακράς πνοής, πέρα από τα δεδομένα του εκλογικού συστήματος που θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές.

Είναι πασίδηλο ότι, αν η προσέγγιση ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ βασιστεί στα ασαφή περί «προοδευτικής διακυβέρνησης» και στα συγκυριακά της απλής αναλογικής, μια νίκη της ΝΔ στην επόμενη αναμέτρηση θα την ακυρώσει αμέσως. Οι προγραμματικές συγκλίσεις προϋποθέτουν άλλωστε άμεσες επαφές και συνεννοήσεις, που για αντικειμενικούς λόγους δεν μπορούν να γίνουν στο αμέσως επόμενο διάστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχει την πρόθεση της διεύρυνσης προς την Κεντροαριστερά, αλλά το ΚΙΝΑΛ δεν έχει αυτή τη στιγμή έναν αντίστοιχο, συγκλίνοντα προσανατολισμό.

Το αδιέξοδο στρατηγικής που αντιμετωπίζει το ΚΙΝΑΛ προκύπτει αντικειμενικά και δεν έχει άμεση λύση. Υπάρχουν όμως και οι υποκειμενικοί παράγοντες, δηλαδή τα πρόσωπα, που μερικές φορές παίζουν τον ρόλο καταλύτη. Διακινδυνεύω μια εκτίμηση: ότι ο Γιώργος Παπανδρέου θα μπορούσε, δυνάμει και υπό συνθήκες, να αποτελέσει έναν αξιόπιστο συνομιλητή της Αριστεράς.

Λέω «αξιόπιστο», για δύο λόγους: πρώτον, γιατί μέχρι τώρα δεν έχει εμπλακεί σε δολοπλοκίες και δεν εμφορείται από αντι-ΣΥΡΙΖΑ μένος• δεύτερον, διότι ό,τι πιστεύει για τα δικαιώματα, τον δημόσιο τομέα, τα ΜΜΕ, την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαφάνεια, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τα έχει πει και έχει προσπαθήσει να τα εφαρμόσει με τον τρόπο του. Αν είναι μάλιστα κάτι που χαρακτηρίζει τον Παπανδρέου είναι η μέχρι παρεξηγήσεως εμμονή του (οραματικά εννοώ) στο πάλαι ποτέ «σκανδιναβικό μοντέλο» του αναπτυγμένου κράτους προνοίας και της προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων. Γι’ αυτό και η όποια συνεργασία του με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα σκόνταφτε στην επεξεργασία κοινών θέσεων. Αλλού είναι το θέμα.

Το πρόβλημα είναι ότι ο Γιώργος Παπανδρέου αισθάνεται θύμα των περιστάσεων και κατάφορα αδικημένος. Επ’ αυτού, πρέπει κανείς να είναι ακριβοδίκαιος. Ο Παπανδρέου έχει μεν τεράστιες ευθύνες για την εμπλοκή του ΔΝΤ στα ελληνικά πράγματα και για πολλά άλλα, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί το bullying που υπέστη, πρώτα απ’ όλα από τους δικούς του συντρόφους και μετά από όλους τους άλλους. Δεν υπάρχει ανάλογο στην ελληνική δημόσια ζωή, όπου ένας πολιτικός αρχηγός παρουσιάζεται περίπου ως καθυστερημένος (π.χ., ΓΑΠ, που θυμίζει Φόρεστ Γκάμπ), επικίνδυνα ανίκανος, εκτός πραγματικότητος, εντελώς άσχετος.

Πορφυρογέννητος μπορεί να είναι ο Παπανδρέου, όπως ο Μητσοτάκης και ο Καραμανλής, αλλά νομίζω ότι υπήρξε εξ αρχής ένας πολιτικός με καλές προθέσεις, ιδιαίτερη ενόραση σε μερικά θέματα και «civility» πολύ πέραν των καθιερωμένων. Αν θα κερδίσει τις εκλογές στο ΚΙΝΑΛ και αν θα αντιληφθεί ο ίδιος ότι η επιβίωση του πολιτικού ρεύματος που εκπροσωπεί περνάει μέσα από τη συνεργασία με την Αριστερά, είναι βέβαια άλλος λογαριασμός.