«Έκανες βλακεία» φώναζα. «Άφησες το ακορντεόν δίπλα στο καλοριφέρ!». Φώναζα δυνατά με αγανάκτηση και πάθος και τη βεβαιότητα πως είχα δίκιο. Δεν αφήνουνε τα μουσικά όργανα πολύ κοντά στη ζέστη. Τρόμαξαν από την αντίδραση μου. Ο γιός μου κοιτούσε σαν απορημένος. «Μα το καλοριφέρ είναι κλειστό! Μα τι λέει ο μπαμπάς;». Το ροχαλητό μου που ακούστηκε μετά από λίγο τους καθησύχασε οριστικά, σαν γύρισα απ’ την άλλη πλευρά του καναπέ και συνέχισα νηφάλια τον ύπνο μου, χουχουλιάζοντας με ανακούφιση στη ζεστασιά, που ερχότανε από το αναμμένο τζάκι. Δεν συνέχισαν να ψάχνουν τις απαντήσεις. Κατάλαβαν.

Ads

«Κοιμότανε ο μπαμπάς» είπανε, «κι είδε όνειρο». Τόσο πειστικό, αλλά όνειρο! Κι επειδή τα όνειρα δεν τα διαλέγουμε, είδα ένα όνειρο παλιό, περσινό, προπέρσινο και βάλε. Αν πρόσθετες και τη μουσική, που έχω παρατημένη, μιλάμε για όνειρο δεκαετίας και βάλε. Γιατί ερχόταν από παλιά αυτή η οικειότητα με το καλοριφέρ να καίει στο φουλ. Μια που φέτος καλά -καλά δεν τ’ ανάψαμε. Κι εμείς κι άλλοι πολλοί. Μυρίζει Λονδίνο απ’ την αιθαλομίχλη των τζακιών κάθε νύχτα το Χαλάνδρι. Και το τηλέφωνο του Θανάση του βενζινά αντικαταστάθηκε από το τηλέφωνο του Πετράκη με τα καυσόξυλα. Κι οι υπολογισμοί! Κι αυτοί αλλάξανε και γίνονται πια σε κιλά κι όχι σε λίτρα! 
Ήταν μεγάλη πρόοδος για την εποχή μου το καλοριφέρ. Θυμάμαι τον μάστορα τον κυρ Γιώργο το Σιδερή να δουλεύει μερόνυχτα για να βγάλει τις πολλές παραγγελίες εγκατάστασης και να τραγουδά όλο λαχτάρα το Φιλεντέμ κοπανώντας τα σφυριά του τα σίδερα στο υπόγειο του σπιτιού μας, στην πάροδο της Καλλισπέρη. Κι εκείνη την ζέστη που απλώθηκε ύστερα, πλατιά σ’ όλο το σπίτι, από τις πυρωμένες φέτες του σώματος. Σκέτη απόλαυση, σαν να ρουφάς πούρο Αβάνας! 

Εκεί που μέχρι τότε ζεσταινόσουνα μόνο από μπροστά, με τις φέτες πυρωνότανε όλος ο τόπος. Όσο περισσότερες οι φέτες, τόσο καλύτερα τα αποτελέσματα. Στο καθιστικό, και στο μεγάλο δωμάτιο βάλαμε τα μεγαλύτερα σώματα. Βάλαμε και στο μπάνιο ένα κοντοστούμπι, που το ζέσταινε φίνα. «Ζεστάθηκε επιτέλους και το μπάνιο», λέγαμε σαν να έγινε θαύμα, μιας και τις κρύες μέρες χρειαζότανε μπαμπάκι με οινόπνευμα στο πιατάκι για να μαλακώσει λίγο το μπούζι εκεί μέσα. 

Έπειτα βάλαμε καλοριφέρ και στο χωριό, στο Μαίναλο. Πρώτοι, πρώτοι. Καμάρωνε ο πατέρας μου. Αδιαφορούσε και για το παλιό τζάκι, αν θα το κρατήσουμε ή θα το γκρεμίσουμε μετά να μην πιάνει και τον τόπο! Τι κι αν το ‘χαν φτιαγμένο Λαγκαδινοί χτιστάδες πρώτα απ’ όλα, μετά που κάψανε το σπίτι μας οι Γερμανοί. Τι κι αν οι γωνιές του σχημάτιζαν φιγούρες και πρόσωπα κάνοντας σκιές στο τοίχο, τρεμοπαίζοντας με τις φλόγες. Τι κι αν ήτανε τζάκι φτιαγμένο από πραγματικούς τεχνίτες. Τι κι αν τα λευκά ασουλούπωτα σιδερένια σουσούμια, που γεμίσανε ξαφνικά το πέτρινο σπίτι δείχνανε άσχημα κι ασυμμόρφωτα, δεν χωράγανε τα σεμέν και δεν κρατάγανε πάνω τους σταθερά μήτε αλουμινόχαρτο. 

Ads

Ένοιωθε ο πατέρας την πρόοδο που έφερε το καλοριφέρ στο παγωμένο πατρικό του σπίτι και αδιαφορούσε παντελώς για την ασχήμια και την νοσταλγία των παλιών χρόνων που ξεφύτρωνε γύρω του, και μας έπιανε τους υποδέλοιπους με την πρώτη ευκαιρία. 

Μεγαλώσαμε με σόμπες και θερμάστρες. Τα σχολεία μπάζανε, από παντού, τα σπίτια επίσης, και τα δημόσια κτίρια στηριζόντουσαν στα μεγάλα ανοίγματα από τα παράθυρα, που μαζεύανε τις ακτίνες του ήλιου στην διάρκεια της μέρας. Το κρύο, όπως και η ζέστη, δεν αλλάζανε με τεχνητό τρόπο. Ότι ήτανε να σε βρει, σ’ εύρισκε… Δεν αλλάζανε εύκολα αυτά κι έμενε ο άνθρωπος παραδομένος στη μοίρα του. 

Οι χωρικοί φορούσαν ρούχα βαριά, σκεπαζόντουσαν με μπαντανίες και αντιμετωπίζανε με καχυποψία και μορφασμούς τις «μπούλες» που βάλαμε στο σπίτι μας. Χρειαστήκανε κοντά τριάντα χρόνια να αλλάξουνε οι συνήθειες και να βάλουνε οι περισσότεροι γειτόνοι καλοριφέρ. 

Ξημέρωσε το πρωί και ως συνήθως δεν θυμόμουνα το όνειρο με το καλοριφέρ. Συμβαίνει αυτό με τα όνειρα, να ζούμε σ’ έναν άλλο κόσμο μαζί τους και να μην τα αναγνωρίζουμε μετά, σαν ξυπνάμε. 

Άνοιξα την τηλεόραση, κι άκουσα την είδηση για τα παιδιά που καήκανε στο Παγγαίο. Ένας φίλος του πατέρα της τραγικής οικογένειας το συνέδεσε, διακριτικά είν’ αλήθεια, με την κρίση. «Είχανε καλοριφέρ μέχρι πέρυσι» είπε. «Αλλά φέτος βάλανε την ξυλόσομπα». Συγκατένευσε η παρουσιάστρια της ΝΕΤ. Άρχισε να τα μασάει ο νεαρός συμπαρουσιαστής της, που ήθελε προφανώς να συνεχίσει να λέει υπάκουα και χωρίς επικίνδυνα υπονοούμενα ειδήσεις, καλές και κακές. Να που αρχίσανε λοιπόν οι θάνατοι, που θα φέρουνε τα καινούργια όνειρα, σκέφτηκα κι έκλεισα σοκαρισμένος την τηλεόραση, αναθυμούμενος από το πουθενά τον συχωρεμένο το θείο μου το Βασίλη.

Μια παγωμένη νύχτα, σαράντα χρόνια πριν, σαν χτύπησε πανικόβλητος την πόρτα μας ξημερώματα. «Ελάτε γρήγορα» είπε, πεθαίνουμε. Έτρεξε ο πατέρας. Μείναμε στο κατώφλι οι υπόλοιποι. Λίγα βήματα απόσταση. Ήταν σχεδόν σε κωματώδη κατάσταση όλοι, με πρώτα τα τρία παιδιά, τα ξαδέλφια μου. Πέσανε αποβραδίς και βάλανε την ψησταριά μέσα στο σπίτι για να ζεσταθούνε. Στον ύπνο τους κοντέψανε να πεθάνουνε απ’ το διοξείδιο. Άνοιξε τις πόρτες και τα παράθυρα ο πατέρας μου. Ήξερε ο δάσκαλος. Κάνανε εμετό τα παιδιά. Σωθήκανε, ευτυχώς και το κακό το όνειρο τέλεψε. 

Μα τ’ άλλο, το σημερινό δεν θα σβήσει με το ξύπνιο. Θα γίνει εφιάλτης και μοιριολόγισμα κι οργή. Θα σηκώσει κατάρες κι ολολυγμούς. Θα γεμίσει πολλούς ύπνους και όνειρα. 

Και θα ξυπνήσει καινούργιους κι αλλιώτικους ανθρώπους.