Δημιουργοί και καλλιτέχνες συμμετέχουμε με το έργο μας, στην ελληνική κοινωνία αλλά δεν είμαστε εμείς οι διαχειριστές του Πολιτισμού.  Διαχειριστές του είναι το Δημόσιο, η ελεγχόμενη Αγορά και όσοι άνθρωποι  έχουν πρόσβαση σε δημόσιο και σε ιδιωτικό χρήμα που διατίθεται ανάλογα με τα κυβερνητικά προγράμματα, νομότυπα η παράτυπα, σε συνεργία  με τους νόμους του κράτους και με κριτήρια, τα κριτήρια  της Αγοράς, που διασκεδάζουν με Τέχνη.

Ads

Οι πολιτιστικές επιλογές του Δημοσίου, που  διαχειρίζεται και διακινεί τον πολιτισμό στην Ελλάδα σε συνεργασία με την κατευθυνόμενη αγορά καταδεικνύουν τον τρόπο που εμπορευματοποιήθηκε το πολιτιστικό αγαθό στον δημόσιο βίο, γεγονός που επηρεάζει την εξέλιξη  του πληθυσμού μας στο σύνολό του  και έχουν έναν  κοινό παρονομαστή στις κοινές τους δράσεις: την οικονομική  εκμετάλλευση του πολιτιστικού αγαθού.

Όταν το κράτος και η πολιτεία απομακρύνονται ιδεολογικά με διάφορες πολιτικές η οικονομικές προφάσεις, από το να προστατεύουν τις Τέχνες και τα Γράμματα  ως ένα δημόσιο, κοινό, αγαθό, τόσο διαφαίνονται οι πληγές τέτοιων χειρισμών πάνω στην Ελληνική καλλιτεχνική κοινότητα.

Έτσι δημιουργήθηκε μια μεγάλη στρατιά  ασυμβίβαστων και καταραμένων, καλλιτεχνών, που περιφρονούν και δεν εμπιστεύονται την συζυγία Πολιτισμού – Πολιτικής γενικώς στα πολιτιστικά πράγματα του τόπου μας….

Ads

Όλος ο μηχανισμός λειτουργίας και διαχείρισης στον πολιτισμό αποκαλύπτει, αδιαφάνεια στη διαδικασία της επιλογής και  πώς βγαίνει μέσα από τη χάραξη και την  χρόνια επιβολή μιας αυταρχικής πολιτιστικής πολιτικής, εντός ακόμα και στις πιο εναλλακτικές προτάσεις.

Το στοιχείο που επαναλαμβάνεται  διαχρονικά από σύστασης του Ελληνικού κράτους, είναι πως  η κάθε εξουσία ειδικώς εμπιστεύεται τους φορείς και γενικώς  δεν εμπιστεύεται τους Έλληνες Καλλιτέχνες.

Και οι πιο δοξασμένοι έχουν υποστεί τη βία ενός συστήματος που υιοθετεί χωρίς να αγαπά και να φροντίζει.

Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι καλλιτέχνες στην Ελλάδα.

Παρόλα αυτά όμως, η πολιτιστική και καλλιτεχνική διεργασία συντελείται αδιάκοπα μέχρι σήμερα, ανεξάρτητα με το που ήταν η είναι τα κέντρα της παγκόσμιας πολιτιστικής ακτινοβολίας.

Η ποιότητα  της Ελληνικής  Τέχνης ακολουθεί την εντοπιότητα και παρόλα τα στενά όρια, άλλοτε του εξευρωπαϊσμένου ελληνισμού των αυλικών  και άλλοτε  της επιβεβλημένης λογοκρισίας, δεν είναι σε συνάρτηση με τον πολιτικό προσανατολισμό της χώρας, αλλά σε διάλογο με την ίδια την Κοινωνία, όπου οι καλλιτέχνες πάλεψαν και απέδωσαν έργα μεγάλης αξίας, αξιοποιώντας ένα στιβαρό και γνήσιο πολιτιστικό απόθεμα.

Το απόθεμα αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το τι και το πώς η ελληνική κοινωνία κρατούσε τις επαφές της με τον λόγιο κόσμο της Δύσης η της Ανατολής, όσο  με την βαθειά σχέση των Ελλήνων με τον τόπο τους. Μια σχέση προσωπική που εκφράζεται σε όλες τις εκφάνσεις της Ελληνικής Τέχνης, με καθαρή αισθητική γραμμή.

Οι πνευματικές διεργασίες των Ελλήνων, άφησαν μια παρακαταθήκη δυνάμεων που κράτησε αυτή τη χώρα ζωντανή μέχρι σήμερα και έγινε μέτρο για το Πολίτευμα μέσα σε σκοτεινούς αιώνες αδυσώπητης σκλαβιάς.

Στις μεταμορφώσεις της Τέχνης που μας κληροδοτήθηκαν και κοσμούν την παγκόσμια ιστορία του Ανθρώπου, το άυλο ιστορικό μας παρελθόν έχει οργανική σχέση με το παρόν και διακρίνεται  στα έργα ως αίσθηση που ξεπερνά την συγκίνηση και την ταυτότητα και προχωρά σε πνευματικές και ποιοτικές αναζητήσεις γεφυρώνοντας ιδεολογικά το παρόν του σύγχρονου ανθρώπου με το παρελθόν του.

Οι σύγχρονοι έλληνες καλλιτέχνες δημιούργησαν μια πνευματική, ιδεολογική και ποιοτική σχέση με τον τοπίο που μας περιβάλλει, δημιουργώντας έτσι και μια νέα χρονικότητα  και δεν διανοήθηκαν ποτέ να διακόψουν τους δεσμού τους με την ιστορικότητά του. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που αντιλήφθησαν ότι η νοσταλγία της χαμένης δόξας των προγόνων,  είναι αφύσικο να μην μας συμπεριλαμβάνει.

Μετά τον δεύτερο πόλεμο  στα ΜΕ, ραδιοφωνικές εκπομπές   παρότρυναν  να καταναλώνεις  τέχνη και οι δημοσιογράφοι… έγιναν πωλητές τέχνης…

Κατά τον Δεύτερο Πόλεμο όπου η πολιτική προπαγάνδα είχε εγκαθιδρύσει τρομερό πολιτιστικό δίκτυο για την διάδοση του Φασισμού και του Ναζισμού στην Ευρώπη – αντιγράφοντας και παραχαράσσοντας  τα πρότυπα της Σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προπαγάνδας πριν και μετά το 17-, η Νίκη των Συμμάχων έδωσε στα ηγετικά κράτη των νικητών,  το πλεονέκτημα  να στηρίξουν  την δική τους  πλέον εθνική πολιτική προπαγάνδα  πάλι στα ίδια πρότυπα,  με  άλλο όμως περιεχόμενο, και με μεγάλη δόση αποικιοκρατικού πνεύματος η οποία έχρησε  την τότε ελεύθερη αγορά, ως απόλυτο διακινητή αγαθών και πλούτου.

Συνεπώς ποιος θα μπορούσε να θεωρήσει την εμπλοκή των Μέσων Ενημέρωσης ως ένα κακοπροαίρετο παράγοντα… από την στιγμή που η αγορά γινόταν συνώνυμο νίκης και  ελευθερίας  του σύγχρονου ανθρώπου;!

Έτσι το ραδιόφωνο και οι εφημερίδες παιάνιζαν το καλό και έννομο κομμάτι ελευθερίας για κάθε έναν και… η Τέχνη που άλλοτε  ανήκε σε αυτούς που είχαν χρήμα να της αφιερώσουν,  έγινε προσιτή  στον πολύ κόσμο, «εκδημοκρατίστηκε» δια τουραδιόφωνου, του κινηματογράφου – που ήταν η φτηνή διασκέδαση-, όπως αργότερα  έγινε  και με την τηλεόραση.

Τα κράτη χρόνια αποθησαύριζαν έργα τέχνης. Μετά τον πόλεμο άνοιξαν οι  αποθήκες, στολίστηκαν τα  μουσεία, κατασκευάστηκαν  δημόσιοι χώροι συλλογικής μνήμης, πλατείες  με αγάλματα, φτιάχτηκαν  ορχήστρες, εκδημοκρατίστηκαν τα Πανεπιστήμια, οι τέχνες διείσδυσαν σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, χρηματοδοτήθηκαν πολιτιστικοί σύλλογοι, πολιτιστικά κέντρα, η τέχνη πλέον έγινε  στοιχείο ευημερίας  και αντικείμενο εξερεύνησης του ανθρώπινου ψυχισμού.

Τα Μέσα Ενημέρωσης, φερέφωνα μιας επίσημης πολιτικής, διαθέτοντας χώρο σε διαφημιστικούς κρατικούς πολιτιστικούς σχεδιασμούς, αλλά και σε σχεδιασμούς πωλήσεων πολιτιστικών προϊόντων, πχ δίσκους, βιβλία, ταινίες, εισέπρατταν ποσά από εταιρείες, μια και η διαφήμιση του πολιτιστικού προϊόντος  ήταν η ανερχόμενη οικονομική δύναμη, που θα καθόριζε και  την κοσμική ζωή των ευτυχισμένων ανθρώπων.

Από τα ΜΜΕ που ήταν κρατικά όλοι έβγαιναν κερδισμένοι συμπεριλαμβανομένων και των καλλιτεχνών, που πια η οικονομική ευημερία ήταν δεδομένη στη δουλειά τους έτσι και κατάφερναν να διεισδύσουν σε αυτό το σύστημα.

Οι καλλιτέχνες που στάθηκαν στο πλάι αυτής της πολιτικής γραμμής, στριμωγμένοι ανάμεσα στις συμπληγάδες  διαφόρων στρατιωτικών η θρησκευτικών  σχημάτων και  αντιλήψεων, είχαν πάντα  αντισταθμιστικά οφέλη, σε αντίθεση με  εκείνους που δεν εντάσσονταν.

Ήδη στην δεκαετία του 60, οι πρώτοι καρποί της καμπάνιας του ΕΟΤ έφερε  τουρίστες και βραβεία  στην Ελλάδα… επιβεβαιώνοντας το καλό που κάνουν… μέχρι το 67 όμως  που όλα μπήκαν «στον πάγο», για να συνεχίσουν  το πρόγραμμα  από τη Μεταπολίτευση και με μια τηλεόραση μέσα σε κάθε σπίτι, που όλοι παρακολουθούν, ως ευαγγέλιο.

Το 1980 ήδη ο σχεδιασμός προώθησης  προϊόντων όπως ήταν ο δίσκος  περιείχε στο 100% τα ΜΜΕ. Το 1990  γίνεται καθεστώς για όλα και έτσι… εμπορευματοποιείται η επωνυμία.

Τα ΜΜΕ ροκανίζουν την ισχύ της Τέχνης κάνοντας κατάχρηση της δυνατότητας της πληροφόρησης που παρέχουν, εμπλεκόμενα ξεκάθαρα  και στον σχεδιασμό μιας καλλιτεχνικής πορείας.

Η ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα στον δημόσιο λόγο, διαταράσσονται.

Η  κοινοποίηση διαπιστευτήριο εγκυρότητας και

Το δικαίωμα στην  ενημέρωση… εμπορευματοποιούνται.

Το τραγούδι πωλείται πλέον ως κατσαρόλα, ένα μακαρόνι παρουσιάζεται ως καλλιτεχνικό αριστούργημα, ο πολιτικός εμφανίζεται ως σταρ, η Ελλάδα ως μια μεγάλη καφετέρια..

Με άλλα λόγια η εμπορευματοποίηση της κοινωνικής ζωής οδήγησε  τα ΜΜΕ σε διαχειριστές της  αναπαράστασης του εφήμερου, όπου οι κανόνες της αγοράς  ανέτρεψαν την δεοντολογία της δημοσιογραφίας  και της Τέχνης με στόχο την επίδραση επί της συνείδησης.

Με το ίδιο στρατηγικό σύστημα που διείσδυσε η αγορά μεταπολεμικά στα Μέσα ενημέρωσης, με διαφημίσεις, πωλήσεις  κλπ, διείσδυσε και στο διαδίκτυο.

Σήμερα το στοιχείο και το νέο εργαλείο χειραγώγησης του Διαδικτύου και του Δημοσίου είναι  το που ανοίγονται  σε παρόχους, στους οποίους δίνεται ηγετικός ρόλος.

Καθημερινά τα ΜΜΕ μας αποκαλύπτουν  εκείνη η στρατιά των Παρόχων, ευνοούμενων δηλαδή, που χρήστηκε να  εκπαιδεύει στα μουλωχτά το Κράτος ώστε  να εξοικονομούνται  πρωτίστως κονδύλια που θα αναπτύξουν πολιτιστικά προγράμματα, εξασφαλίζοντας  τα δικαιώματα των εκδοτών, τα δικαιώματα των μεγάλων ομίλων, που ξαφρίζουν την πνευματική ιδιοκτησία και με ελάχιστη πλέον δυνατότητα ελέγχου, όλων αυτών, από την Πολιτεία την εποχή των Μνημονίων και της δικτατορίας του χρέους.

Ένας ανεξέλεγκτος μηχανισμός  από παρόχους, χορηγούς, και άλλους χρηματοδότες που διαχειρίζονται κοινοτικά προγράμματα  προωθούν  τον εθελοντισμό τους στους Δήμους,  δημιουργώντας σύγχυση στο κοινό, οργανώνοντας καρικατούρες συμμετοχικής άθλησης, όπου αθλούνται  μαζί «αφεντικά και δούλοι», κατά τα πρότυπα μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης, όπου ο «ηγέτης ανάμεσά μας» πραγματώνει τα νοήματα της επιχειρηματικότητας μέσα από «ενεργειακά περάσματα», όπως ονομάζονται επίπλαστα τα σταυροδρόμια, οι τόποι της αιχμής, μέσα σε μια πόλη.

Αντιλαμβανόμαστε άραγε όλοι, ότι πρόκειται για  ιεραρχημένα σχήματα που έρχονται σε αντίθεση με τις Πάνδημες γιορτές μας  και είναι σε ρήξη με την κοινωνία όσο και αν ισχυρίζονται το αντίθετο και εναντιώνονται στην ελεύθερη αναπαραγωγική διαδικασία της Τέχνης;

Διοικούμενα από τον «οικονομικό άνθρωπο» οι σχηματισμοί αυτοί, φροντίζουν να διογκώνουν το σύστημα, που  τους  συντηρεί, νοικιάζοντας η υπενοικιάζοντας πολιτιστικούς χώρους από  τους τοπικούς φορείς Δήμων και Κοινοτήτων, απαλλάσσοντας από  οικονομικά και διοικητικά βάρη την τοπική αυτοδιοίκηση και μετακυλώντας τα βάρη στους Έλληνες καλλιτέχνες.

Υπάρχει μεγάλη ποικιλία στον επιχειρηματικό σχεδιασμό αυτού του πολιτιστικού μορφώματος που   κατασκευάζει μια αλληλουχία στεγανών και μοιράζει  το κέρδος σε ομάδες συμβεβλημένων εργολάβων.

Ούτε λόγος για ποιοτική αξιολόγηση αυτών, ούτε λόγος για κάποια προστασία από  το σύστημα που υποβιβάζει την καλλιτεχνία σε πάρεργο, μια και οι καλλιτεχνικές δράσεις περιστρέφονται γύρω από ομάδες συνταξιούχων που ενεργοποιούν ανέργους και περιθωριοποιημένους  και σιγά – σιγά εξαρθρώνεται από αυτό ο καλλιτέχνης με απώτερο σκοπό τον εξοστρακισμό του;

Η Ελληνική Πολιτεία  κλασικά, αναπαράγει και προωθεί την εντύπωση πως προστατεύει  την καλλιτεχνική και πνευματική ζωή  μας.

Οι όψεις αυτής της  προστασίας  δεν είναι απλά αμφιλεγόμενες, αλλά σκανδαλωδώς νοθευμένες, όσο το κράτος  θεσμοποιεί και προωθεί την εμπορευματοποίηση στη διαδικασία αναπαραγωγής και  παραγωγής της τέχνης,  και όσο αυτή παραμένει συνυφασμένη με τη διασκέδαση, που σημαίνει διασκορπίζω.

Όταν επισημαίνουμε πως το συγκεκριμένο μοντέλο είναι επικίνδυνο για τον δημόσιο βίο, είναι επειδή πρωτίστως εκπαιδεύει τους πολίτες αυτής της χώρας στο να μην αναζητούν ταυτότητα και εντοπιότητα στην τέχνη, αποπνευματοποιεί και  εκκοσμικεύει την παρουσία του καλλιτέχνη μέσα στην κοινωνία και διαπομπεύει, κατασπαράσσει, τον ελληνικό καλλιτεχνικό  κόσμο καταδικάζει τον καλλιτέχνη στην σιωπή, ως ανίκανο να εκφράσει την ελληνική ζωή συνηγορεί στην κατασπατάληση της Πνευματικής Ιδιοκτησίας.  

Το κράτος υιοθετώντας μια συντηρητική και αποικιοκρατική αντίληψη για την Ελληνική τέχνη, μας θωρεί  σαν τοπικό φολκλόρ, μετά των κηδεμόνων μας. Στην πραγματικότητα αυτό που περιμένουμε από το κράτος είναι να περάσει σε ένα άλλο στάδιο συνείδησης, όπου ο Πολιτισμός να υπονοεί Τέχνη και όχι διαχείριση, να μην σημαίνει ότι  ένα εκπαιδευτικό η μουσειακό έκθεμα θα διακινδυνεύει από  την οραματική εμπλοκή του κάθε ηγετίσκου, σε φιέστες και σε δρώμενα των Αγορών.

Κάθε καταγγελία μας δεν θέλουμε να συγκαλύψει τις ιδιαιτερότητες της πάγιας και γενικότερης προσφοράς μας, στην αληθινή ζωή και  να γιατί  θυμίζουμε σπάνια, πως από την αποθησαύριση και την διαχείριση των καλλιτεχνικών έργων, εμείς δικαιούμαστε χρήματα, επισημαίνοντας με  κομψότητα το ότι: Δεν είναι η φτώχεια που στραγγαλίζει τον καλλιτέχνη, αλλά η σύλησή του… το κενοτάφιο το οποίο μας ετοιμάζεται, προκειμένου η Ελλάδα, οι Έλληνες και ο πολιτισμός τους να ανήκει στους διαχειριστές της. 

* Φωτογραφία: Λεπτομέρεια από τον πίνακα «Μουσική», του Ανρί Ματίς

** Εισηγηση της Νένας Βενετσάνου στη διημερίδα  του εργαστηρίου της Πέπης Ρηγοπούλου με θέμα: «Η εικόνα της Ελλάδας: Πολιτισμός και Μ.Μ.Ε» που πραγματοποιηθηκε στο ΕΚΠΑ