(για «Τα αποσυρθέντα βιβλία», του Χάρη Αθανασιάδη)

Ads

Τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας έχουν κι αυτά την ιστορία τους. Μια ιστορία που περιλαμβάνει ιδεολογικές συγκρούσεις και συρράξεις κάποιες φορές εξίσου βίαιες με όσες διεξάγονται στα πραγματικά πεδία των μαχών. Διαφορετικά διατυπωμένο: Η ιστορία των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας είναι μια ιστορία δημόσιας διαχείρισης του παρελθόντος με αποκλειστικό μέλημα και στόχο τη διαμόρφωση μιας συμπαγούς εθνικής ταυτότητας. Τα εγχειρίδια Ιστορίας αντί να εγκρίνονται ή να απορρίπτονται με κριτήρια αμιγώς επιστημονικά, αντί να καλλιεργούν την ιστορική συνείδηση των μελλοντικών πολιτών, στριμώχνονται σε «καλούπια εθνομέτρου», για να ανακαλέσω μια δήλωση της αναπληρώτριας Υπουργού Παιδείας και ιστορικού Σίας Αναγνωστοπούλου. Όσα δεν χώρεσαν στα καλούπια, λογοκρίθηκαν ή αποσύρθηκαν με αποφάσεις της κρατικής εξουσίας.

Δυστυχώς, οι λογοκριτικές παρεμβάσεις, όσες θέτουν σχολικά βιβλία σε καθεστώς ομηρίας μιας «εθνοπρεπούς» διδαχής, αντλούν νομιμοποίηση από ορισμένες ασάφειες του συντάγματος. Στο γνωστό σε όλους μας άρθρο 16, ενώ πολύ ορθά κατοχυρώνονται η ελευθερία της τέχνης, της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας» (εδάφιο 1), ορίζεται ταυτόχρονα ότι «η παιδεία έχει σκοπό. . . την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» (εδάφιο 2). Πρόκειται για αντίφαση που επέτρεψε κατά καιρούς διάφορες παρεμβάσεις και παραινέσεις της εκτελεστικής εξουσίας προς τους δασκάλους. Ένα παράδειγμα: Το 1976, ο τότε Υπουργός Παιδείας Γεώργιος Ράλλης, ζήτησε με εγκύκλιό του από τους καθηγητές «ιδία δε τους φιλολόγους και θεολόγους» να ενισχύσουν το φρόνημα των μαθητών προβάλλοντας «υψηλάς εθνικάς μορφάς και μεγάλας πράξεις εκ της μακραίωνος ιστορικής μας παραδόσεως» και, αντιθέτως, να αποφεύγουν «θέματα δυνάμενα να εγείρουν αμφισβητήσεις ή αναταραχήν εις τας συνειδήσεις των μαθητών», διότι «επιβάλλεται αρραγής ενότης και πλήρης ομοψυχία όλων των δυνάμεων του έθνους». Η αναγόρευση της διδακτικής της Ιστορίας σε πιστοποιητικό εθνικοφροσύνης γίνεται το νήμα που συνδέει τις αρχές με τα τέλη του 20ού αιώνα –ενδεχομένως και του 21ου αν αναλογιστεί κανείς τον «λιθοβολισμό» που υπέστη ο σημερινός Υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης, διότι ετόλμησε να κάνει χρήση του όρου «εθνοκάθαρση» αντί «γενοκτονίας» των Ποντίων– εκφυλίζοντας για πολλοστή φορά τον δημόσιο λόγο περί ιστορίας σε θεολογικό δόγμα και ομολογία πίστεως.

Το εξαιρετικό βιβλίο του Χάρη Αθανασιάδη αναλαμβάνει και φέρει επάξια εις πέρας τη δύσκολη και παρακινδυνευμένη αποστολή να ξετυλίξει το παραπάνω νήμα εκκινώντας αντίστροφα: από το εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, του οποίου η πασίγνωστη πλέον φράση περί «συνωστισμού» έγινε η θρυαλλίδα της έκρηξης μιας ιδεολογικής αντιπαράθεσης που άγγιξε τα όρια του διχασμού ανάμεσα σε υπερ-πατριώτες και εθνικούς μειοδότες. Θυμίζω ότι η διαμάχη εκείνη κράτησε σχεδόν δυόμισι χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων δημοσιεύθηκαν περί τα χίλια κείμενα με αποκορύφωμα το πόρισμα της Ακαδημίας Αθηνών, σύμφωνα με το οποίο «το εγχειρίδιο δεν συμβάλλει στην ενίσχυση της εθνικής μνήμης και της ελληνικής αυτογνωσίας». Το απέσυρε, τελικά, η ίδια κυβέρνηση που το είχε εγκρίνει.

Ads

Πέντε χρόνια νωρίτερα, το 2002, αναταράξεις είχε προκαλέσει μια Ιστορία της Γ΄ Λυκείου –η οποία γράφτηκε από 12 ιστορικούς με συντονιστή τον καθηγητή Γιώργο Κόκκινο– εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο περιέγραφε το Κυπριακό Ζήτημα. Ο συγγραφέας του επίμαχου κεφαλαίου διαπίστωνε πως σε αντίθεση με ό, τι συνέβαινε τότε στον Τρίτο Κόσμο, ο οποίος «συγκλονιζόταν από ριζοσπαστικά αντιαποικιοκρατικά κινήματα, που έδιναν προτεραιότητα όχι μόνον στην εθνική απελευθέρωση αλλά και στην κοινωνική πρόοδο», στην Κύπρο η ΕΟΚΑ του στρατηγού Γρίβα πρόβαλλε έναν «κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό». Ο Αθανασιάδης ανατέμνει τη διαμάχη που ξέσπασε (κυρίως στην Κύπρο) με αφορμή αυτή την διατύπωση και διαπιστώνει το βάθος του μνημονικού διχασμού της κυπριακής κοινωνίας, τις ασυμφιλίωτες ακόμα μνήμες από την κρίσιμη για τη μεγαλόνησο δεκαετία του 1950.

Ένα βήμα ακόμη πίσω στο χρόνο, στο 1965, που έμεινε στην Ιστορία για την διαβόητη Αποστασία, αλλά επίσης για όσα σηματοδότησαν τη Χαμένη Άνοιξη, όπως την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Ευάγγελου Παπανούτσου, ο Αθανασιάδης ανασύρει ένα ακόμη περιστατικό απόσυρσης βιβλίου Ιστορίας: πρόκειται για το εγχειρίδιο της Β΄ Γυμνασίου με τίτλο «Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική» του Κώστα Καλοκαιρινού, τότε φιλολόγου στο Κολλέγιο Αθηνών. Το εθνικό ολίσθημα του βιβλίου δεν ήταν τόσο η χρήση της δημοτικής (πρωτόγνωρη στα γυμνάσια), αλλά η έμμεση αμφισβήτηση της αγίας τριάδας, ήτοι του τριαδικού σχήματος του Παπαρρηγόπουλου επί του οποίου εδράζεται η αδιάρρηκτη συνέχεια του έθνους. Όπως φαίνεται και στον τίτλο του εγχειριδίου ο Καλοκαιρινός δεν διαχώρισε με σαφήνεια την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από την Βυζαντινή. Άφηνε να εννοηθεί ότι η δεύτερη είναι εν πολλοίς συνέχεια της πρώτης, μετακινώντας έτσι ελαφρά το Βυζάντιο και δι’ αυτού την ορθόδοξη εκκλησία από το εθνικό συνεχές. Υπονόμευσε, σύμφωνα με τους επικριτές του, το λεγόμενο σχήμα της συνέχειας, το άρθρο πίστεως της εθνικής μας ιδεολογίας. Καθώς μάλιστα έδινε ιδιαίτερη έμφαση στις εσωτερικές συγκρούσεις της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής κοινωνίας, επικρίθηκε πως συνέγραψε μια μαρξιστική Ιστορία, μια Ιστορία που δίνει λιγότερη σημασία στους εθνικούς εχθρούς και περισσότερη στην ταξική πάλη. Βρισκόμαστε στο 1965, στην μετεμφυλιακή Ελλάδα και στο διεθνές πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.

Τέλος, θύελλα επικρίσεων προκάλεσε το αναγνωστικό «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που εκδόθηκε στο πλαίσιο της βενιζελικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917. Για την ακρίβεια, τις αντιδράσεις προκάλεσε η απουσία από τις σελίδες του αναγνωστικού όλων εκείνων των ηθικοπλαστικών και εθνωφελών διδαγμάτων που στα προγενέστερα αναγνωστικά αναδύονταν μέσα από την υπερπροβολή των μεγάλων ανδρών, των ένδοξων προγόνων και των ανδραγαθημάτων τους. Το βιβλίο κατηγορήθηκε για ελλιπή πατριωτισμό, αλλά και για αθεΐα, επειδή οι μικροί ήρωες –οι πρωταγωνιστές της ιστορίας του– στη θερινή κατασκήνωση όπου βρίσκονταν, φρόντιζαν για τη διαβίωσή τους, επινοούσαν λύσεις στα προβλήματα που ανέκυπταν, στοχάζονταν πάνω στα φυσικά φαινόμενα, έπαιζαν και διασκέδαζαν, αλλά δεν εκκλησιάζονταν απαρέγκλιτα κάθε Κυριακή. Οι σημερινές αντιπαραθέσεις για τη θέση των Θρησκευτικών στα σχολεία θυμίζουν απελπιστικά εκείνη την διαμάχη που εκτυλίχθηκε πριν από έναν ολόκληρο αιώνα. Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, στα 1919, ο υπουργός Παιδείας είχε αναγκαστεί να ξεκαθαρίσει στον Αρχιεπίσκοπο πως το τί διδάσκεται στα σχολεία ήταν υπόθεση της Πολιτείας και όχι της Εκκλησίας. Όταν όμως ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές, τον Νοέμβριο του 1920, ο επόμενος υπουργός παιδείας ο Θεόδωρος Ζαΐμης απέσυρε το επίμαχο αναγνωστικό μαζί με άλλα δώδεκα. Το πόρισμα της Επιτροπής που ο ίδιος είχε συγκροτήσει έμεινε στην ιστορία ως μνημείο συντηρητισμού και μισαλλοδοξίας: «Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και να καώσι τα υπάρχοντα αναγνωστικά βιβλία ως έργα ψευδούς και κακοβούλου προθέσεως».

Αν κάτι συνδέει τα παραπάνω τέσσερα περιστατικά απόσυρσης σχολικών βιβλίων που διατρέχουν ολόκληρο τον 20ό αιώνα και φθάνουν ως τις μέρες μας, τούτο είναι ότι παρεξέκλιναν από την ορθοδοξία της μίας και μοναδικής εθνικής Ιστορίας, αμφισβήτησαν τους ποικίλους εθνοσωτήριους μύθους και το συμπαγές τριαδικό συνεχές που υπαγορεύει η ιστοριογραφία του Παπαρρηγόπουλου και αρνήθηκαν να εμβαπτίσουν την Ιστορία στα νάματα της εθνικοφροσύνης. Η σχολική Ιστορία ακρωτηριάστηκε πλειστάκις στην προκρούστεια κλίνη της εθνικής ημών ιδιοπροσωπείας κατά εχθρών ορατών τε και αοράτων. Και αν κάτι μας διδάσκει η μέχρι τούδε σχολική διδασκαλία της ιστορίας είναι ότι μια Ιστορία αποστειρωμένη στον πειραματικό σωλήνα του εθνικού φρονηματισμού εκπίπτει σε Θεολογία, δεν αξίζει το όνομά της και είναι η αποκλειστική υπεύθυνη μιας καρικατούρας της δημόσιας σφαίρας που διακονείται κυρίως από τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και νυχθημερόν εκτοξεύει ριπές και ρύπους μίσους, ρατσισμού και ξενοφοβίας διακρίνοντας τους ανθρώπους σε κανονικούς και υπανθρώπους.