Το προσωπικό ημερολόγιο του Βίκτωρα Κλέμπερερ, που γράφτηκε μεταξύ 1933 και 1941, είναι μια από τις σημαντικές πηγές για όσους ενδιαφέρονται για την καθημερινή ζωή στη Γερμανία στα χρόνια του Χίτλερ.
 

Ads

Ανάμεσα σε όσα αφηγείται εκεί ο γερμανοεβραίος καθηγητής*, έχει ενδιαφέρον μια ιστορία από τα μαθητικά του χρόνια. Την ανακαλεί το 1937, με αφορμή μια λεζάντα της ναζιστικής εφημερίδας Der Stürmer: «Τι ωραίο, που είμαστε μόνο εμείς, μεταξύ μας!». Το Σεπτέμβρη του 1900 ή του 1901, λοιπόν, ένας φίλος του Κλέμπερερ τον πληροφορεί πως, με αυτά ακριβώς τα λόγια, ο καθηγητής μαθηματικών σχολιάζει στην τάξη την απουσία τριών εβραίων συμμαθητών τους: «σήμερα είμαστε μεταξύ μας».
 
Δεκαετίες πριν από τα στρατόπεδα εξόντωσης, ο αντισημιτισμός, σήμα – κατατεθέν του ναζισμού, ήταν ήδη μια παλιά ιστορία για τη Γερμανία – και όχι μόνο γι’ αυτήν. Κοιτάζοντας όμως προς τα πίσω, συχνά παραλείπουμε αυτή την παλιά ιστορία: υποθέτουμε ότι ο ναζισμός μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά και μόνο με βάση την οικονομική κρίση ή την εγγενή, φρικαλέα βία εναντίον των αντιπάλων του, χάνοντας όμως από το πλάνο τους «φιλήσυχους» υποστηρικτές του. Παραγνωρίζοντας ότι η άλλη όψη της αποστροφής τους για τους παρείσακτους είναι η οικειότητα και η ασφάλεια μεταξύ των (εθνικά και φυλετικά) όμοιων: αυτό το υπεράνω πάσης υποψίας «μεταξύ μας», που σήμερα ενοποιεί, μεταξύ άλλων, το δημοσκοπικό 8-9% της ελληνικής κοινωνίας που δείχνει «αφοσιωμένο» στους νεοναζί, παρά τα όσα.
 
Έχω λοιπόν τη γνώμη ότι η εγκληματική καθυστέρηση με την οποία ξεκίνησε το ξήλωμα του νεοναζιστικού «πουλόβερ», είναι ένας επιπλέον λόγος να ξαναδούμε τι ακριβώς συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες «μεταξύ μας». Να ξαναδούμε γιατί περιστατικά σαν αυτό των αρχών του 20ου αιώνα φαντάζουν εδώ και χρόνια στην Ελλάδα τόσο «φυσιολογικά» και τόσο «αυθόρμητα», σε βαθμό που η βία κατά των παρείσακτων, ο στρατοπεδικός τους εγκλεισμός και ο αποκλεισμός τους από τα δικαιώματα που απολαμβάνει το εθνικό «εμείς» να είναι χρόνια τώρα το εθνικό μας μυστικό – κάτι που λέμε και κάνουμε «μεταξύ μας»: η προϋπόθεση της ασφάλειας και της μεταξύ μας οικειότητας.
 
Εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες, η ελληνική κοινωνία έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό, λόγω της παρουσίας στη χώρα των μεταναστών και των παιδιών τους. Όμως, εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες, αυτή την αλλαγή δεν μπορεί να τη χωνέψει η αντίληψη που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία για το ποιοι είμαστε εμείς και τι είναι σήμερα αυτό το “μεταξύ μας”. Κάπως έτσι, ένα παιδί που ήρθε στη χώρα σε ηλικία εννιάμισι μηνών, και που σήμερα είναι πια στα 19, δεν μπορεί να φύγει στο εξωτερικό για σπουδές ή για να δουλέψει, επειδή δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια.
 
Κάπως έτσι, πέρσι τέτοιον καιρό, νηπιαγωγός στη Λευκάδα τέθηκε σε διαθεσιμότητα επειδή κρέμασε στην αίθουσα ζωγραφιές μαθητών της με ελληνικές και αλβανικές σημαίες. Κάπως έτσι, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, δύο δήμαρχοι της πρωτεύουσας και τέσσερις υπουργοί Δημόσιας Τάξης ανέχτηκαν το σφράγισμα της παιδικής χαράς του Αγίου Παντελεήμονα από νεοναζί του κοινού ποινικού δικαίου: ακόμα και μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, και παρά τα εκατοντάδες δημοσιεύματα ή τις ερωτήσεις στη Βουλή, ο φάκελος με τις 32 υποθέσεις του κ. Δένδια προς την εισαγγελέα κ. Κουτζαμάνη δεν περιελάμβανε ούτε μισό περιστατικό από την περιοχή αυτή. Και κάπως έτσι, οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών εξοικειώθηκαν και εξοικείωσαν σε τέτοιο βαθμό με τη ρατσιστική βία, ώστε για να αντιμετωπίσουν σήμερα τους φορείς της, την ενσωμάτωσαν στη μεταναστευτική πολιτική, στο όνομα της ασφάλειας και της εθνικής κυριαρχίας.
 
Η οικειότητα που υπαινίσσεται το εθνικό «μεταξύ μας» ήταν, τα τελευταία χρόνια, η άλλη όψη της εθνικής εξοικείωσης με το ρατσισμό. Και η εξοικείωση αυτή δεν υπήρξε αυθόρμητη. Πέρασε από την κανονικοποίηση του όρου «λαθρομετανάστης» στα ΜΜΕ, τη διοίκηση και τους διωκτικούς μηχανισμούς από ψηφισμένους νόμους ή την ακύρωσή νόμων και νομοσχεδίων κατά παραγγελία της Χρυσής Αυγής (βλ. ιθαγένεια και αντιρατσιστικό)· από την ασυδοσία δικαστικών και αστυνομικών, που τώρα είναι ώρα να ελεγχθούν· από την απαξίωση του «δυσάρεστου» στις κυβερνήσεις κοινοβουλευτικού ελέγχου, επιχειρήσεις τύπου «Ξένιος Δίας» και στρατόπεδα κράτησης μέχρι θανάτου.
 
Αυτή η δυσάρεστη πραγματικότητα πρέπει σήμερα, σε πείσμα της κυβέρνησης που υπέθαλψε το νεοναζισμό ως εθνικό μυστικό, να μην ξεχαστεί. Κυρίως, όμως, αυτή η πραγματικότητα μπορεί πια, σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, να αλλάξει. Αυτό θέλει να επισημάνει η εκδήλωση που διοργανώνει σήμερα στις 6 μ.μ. στην ΕΣΗΕΑ το Τμήμα Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ («Η κοινωνία και ο νόμος απέναντι στους νεοναζί. Η απάντηση της Αριστεράς»). Μια εκδήλωση στο πλαίσιο των αντιφασιστικών κινητοποιήσεων των ημερών που, ευτυχώς, τελευταία ολοένα και πυκνώνουν.
 
* Τα παραθέτει ο Γερμανός ιστορικός Πήτερ Φρίτσε στο βιβλίο του «Ζωή και Θάνατος στο Τρίτο Ράιχ» (μετ.: Β. Αβραμίδου-Κ. Δεσποινιάδης, εκδ. Θύραθεν 2013).