Το γεγονός ότι η βιωσιμότητα του χρέους είναι πλέον στο επίκεντρο της διαχείρισης της ελληνικής κρίσης είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη. Βέβαια, πιο σημαντικό είναι το τι τελικά θα γίνει και το ζήτημα αυτό έχει δύο διαστάσεις: Η πρώτη αφορά το «τι πρέπει να γίνει» με κριτήριο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Ελλάδας. Η δεύτερη αφορά το «τι μπορεί να γίνει ή τι θέλουν οι δανειστές να γίνει».

Ads

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας θυμίσω ότι το ΔΝΤ στην Έκθεση του Ιουνίου του 2013 είχε αναφέρει με ωμή ειλικρίνεια ότι η διαχείριση της ελληνικής κρίσης χρέους γινόταν κάθε φορά βάσει του τι ήταν πολιτικά εφικτό για τους δανειστές.

Κάτι αντίστοιχο νιώθουμε ότι συμβαίνει ξανά το τελευταίο χρονικό διάστημα. Παρά τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης για μια ουσιαστική λύση στο θέμα του χρέους, οι δανειστές αναζητούν αυτό που είναι πολιτικά επιθυμητό και εφικτό για εκείνους. Οι προτάσεις τους που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μας δημιουργούν στην καλύτερη περίπτωση προβληματισμό ως προς τις προθέσεις τους.

Βρισκόμαστε όμως πλέον στο τέλος του 2016 και γνωρίζουμε −και θα έπρεπε να γνωρίζουν και οι δανειστές− ότι αυτό που ήταν πολιτικά εφικτό για εκείνους ήταν δημοσιονομικά, αναπτυξιακά, κοινωνικά και πολιτικά ανέφικτο για την Ελλάδα.

Ads

Με μια άλλη διατύπωση, η μέχρι σήμερα διαχείριση της ελληνικής κρίσης χρέους, η οποία εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των δανειστών, ήταν πέραν των δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας. Τα πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ο θεσμικός υπερδανεισμός και η αποφυγή ουσιαστικής αναδιάρθρωσης και απομείωσης του χρέους, που θα το καθιστούσε βιώσιμο, εγκλώβισε τη χώρα σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης-λιτότητας-παραγωγικής αποδόμησης και φτωχοποίησης ο οποίος διαιώνιζε το πρόβλημα φερεγγυότητας της οικονομίας.  

Στο ερώτημα «τι μπορεί να γίνει και τι θα γίνει» δεν νομίζω ότι μπορούμε να απαντήσουμε −βέβαια μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις−, βάσει των στοιχείων που ακούμε και διαβάζουμε.

Αυτό που θα προσπαθήσω να κάνω στην ομιλία μου είναι να απαντήσω στο ερώτημα «τι πρέπει να γίνει» ή ποια θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να είναι η προσέγγιση της Ελλάδας, ώστε το ελληνικό χρέος να είναι βιώσιμο. Πολύ συνοπτικά και δίχως να αναφερθώ σε ποσοτικά δεδομένα, η άποψή μου είναι η εξής:

Γιατί είναι σημαντικό το χρέος να είναι βιώσιμο. Γιατί ένα μη βιώσιμο δημόσιο χρέος δημιουργεί κρίση φερεγγυότητας της χώρας στις αγορές και ρίσκο χρεοκοπίας, το οποίο με τη σειρά του αυξάνει το πιστωτικό ρίσκο της χώρας και το κόστος αναχρηματοδότησης του δημόσιου, αλλά και του ιδιωτικού, χρέους. Η οικονομία εγκλωβίζεται σε κρίση ρευστότητας.

Επίσης ένα μη βιώσιμο χρέος αποτελεί θεμελιακή εστία μακροοικονομικής και αναπτυξιακής εμπλοκής, ειδικά όταν η διαχείριση της κρίσης χρέους γίνεται με τους νεοφιλελεύθερους μηχανισμούς της δημοσιονομικής προσαρμογής και της εσωτερικής υποτίμησης.

Η λιτότητα και η ύφεση μειώνουν την ικανότητα εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων προκαλώντας χρηματοπιστωτική αστάθεια και παγίδευση του τραπεζικού τομέα της οικονομίας σε κρίση φερεγγυότητας-ρευστότητας.

Αντίθετα, ένα βιώσιμο δημόσιο χρέος αφαιρεί την αβεβαιότητα, η χώρα ανακτά τη φερεγγυότητά της, μειώνει το πιστωτικό ρίσκο της και κυρίως σταθεροποιεί το σύστημα πληρωμών και χρηματοδότησης της οικονομίας. Το τελευταίο είναι πολύ σημαντικό για τον αναπτυξιακό σχεδιασμό της οικονομίας, πολύ περισσότερο για την παραγωγική ανασυγκρότησή της. Η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, για όσο χρόνο αυτό διαρκέσει, θα έχει θετική επίδραση σε αυτές τις εξελίξεις, καθώς μειώνει την αβεβαιότητα στη δευτερογενή αγορά χρέους.

Δεν υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία για τις θετικές επιπτώσεις της βιωσιμότητας. Πότε είναι όμως το χρέος βιώσιμο; Το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο όταν είναι εξυπηρετήσιμο. Στη σημερινή νομισματική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους προϋποθέτει την αναχρηματοδότησή του κυρίως από τις ιδιωτικές αγορές ομολόγων.

Το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος παίζει καθοριστικό ρόλο γιατί προσδιορίζει τη φερεγγυότητα της οικονομίας και συνεπώς τη δυνατότητα αναχρηματοδότησης του χρέους της. Συνεπώς, η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη βιωσιμότητα και τη διατηρησιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παρατηρήσω ότι δυστυχώς στον δημόσιο διάλογο η έμφαση δίνεται στη βιωσιμότητα του χρέους με όρους αναδιάρθρωσης ή απομείωσής του και όχι στη βιωσιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων, που είναι επίσης αν όχι πιο σημαντικό.  Επίσης, ο τρόπος επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων προσδιορίζει και την πολιτική ιδεολογία της μακροοικονομικής διαχείρισης της κρίσης χρέους.

Τι πρέπει λοιπόν να γίνει ώστε να είναι βιώσιμο το χρέος της χώρας μας; Σε πρώτο επίπεδο πρέπει να μειωθούν οι δανειακές υποχρεώσεις της, συνεπώς και οι μελλοντικές δανειακές της ανάγκες.  Τεχνικά αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Όλα τα σενάρια που διαβάζουμε, όπως επιμήκυνση ωριμάνσεων, «κλείδωμα» επιτοκίων, ανταλλαγή ομολόγων κ.λπ. οδηγούν στο αποτέλεσμα αυτό. Το μείζον στην εξέλιξη αυτή είναι βέβαια το πόσο πρέπει να μειωθούν οι δανειακές υποχρεώσεις ώστε να γίνει το χρέος βιώσιμο. Η απάντηση εξαρτάται από την επίδραση που θα έχει η μείωση στους εξής δύο παράγοντες:

Πρώτον, στις δημοσιονομικές απαιτήσεις που θα έχει ο νέος δανεισμός από τις αγορές. Η διάσταση αυτή δυστυχώς δεν συζητείται. Είναι όμως θεμελιακή. Η έξοδος της χώρας στις αγορές, όποτε γίνει, θα δημιουργήσει σωρευτικά μια νέα δομή χρέους, η οποία θα προσδιοριστεί από τη διαφορά μεταξύ των δανειακών υποχρεώσεων και συνεπώς αναγκών της χώρας, όπως θα έχουν προκύψει μετά την αναδιάρθρωση του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα συμφωνηθούν με τους σημερινούς θεσμικούς δανειστές. Τουλάχιστον για μια χρονική περίοδο, εύχομαι πολύ μεγάλη, θα πρέπει οι δημοσιονομικές απαιτήσεις της νέας δομής χρέους να μην απορροφήσουν το όφελος από τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και καταστήσουν δημοσιονομικά το συνολικό χρέος ξανά μη εξυπηρετήσιμο.

Δεύτερον, στο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος, που θα πρέπει να είναι τέτοιο που να το καθιστά βιώσιμο και διατηρήσιμο. Πότε όμως το πρωτογενές πλεόνασμα είναι βιώσιμο; Βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν να επιτευχθούν μέσω της συνέχισης της ίδιας πολιτικής δημοσιονομικής προσαρμογής και εσωτερικής υποτίμησης. Μια οικονομία και μια κοινωνία εξαντλημένες από την ύφεση, τη λιτότητα και την υπερφορολόγηση δεν δημιουργούν προσδοκίες διατηρήσιμης επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων.

Εδώ βρίσκεται η παράνοια των απαιτήσεων των δανειστών και κυρίως του ΔΝΤ και των Γερμανών. Ακόμη και 1,5% πρωτογενές πλεόνασμα που προτείνει το ΔΝΤ δεν είναι βιώσιμο αν πρέπει να επιτευχθεί με περισσότερη λιτότητα. Το 3,5% που φαίνεται ότι θέλουν οι Γερμανοί είναι εκτός οικονομικής λογικής, αλλά εντός της λογικής πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Η φερεγγυότητα μιας οικονομίας στις αγορές δύσκολα ανακτάται όταν οι τελευταίες εκτιμούν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα που θα αναχρηματοδοτήσει το δικό τους χρέος δεν είναι βιώσιμο. Εκτός και αν πολιτικά η χώρα μπορεί να ισορροπήσει σε ένα συνδυασμό υψηλής οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής αποδόμησης. Σε αυτή την περίπτωση το πρόβλημα θα το έχει η δημοκρατία.

Τα πλεονάσματα είναι διατηρήσιμα μόνο αν είναι αποτέλεσμα οικονομικής μεγέθυνσης με παράλληλη αύξηση της απασχόλησης, όταν καθορίζονται βάσει των πραγματικών αναπτυξιακών και κοινωνικών δυνατοτήτων της χώρας. Δυστυχώς όμως η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από διαφορετικά ύψη πλεονασμάτων χωρίς να υπάρχουν ακόμη εγγυήσεις ότι η χώρα θα μπει σε πορεία διατηρήσιμης μεγέθυνσης.

H καλύτερη δυνατή ποσοτικοποίηση της σχέσης μεταξύ των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας, των δημοσιονομικών επιπτώσεων της νέας δομής χρέους και των βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων θα έπρεπε να καθορίσει τη στρατηγική της Ελλάδας στο «τι πρέπει να γίνει» ώστε το χρέος της να είναι βιώσιμο. Η διαφορά με το «τι θα γίνει» θα κρίνει την πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια και το βιοτικό μας επίπεδο.

* Το κείμενο αποτελεί την ομιλια του Γιώργου Αργείτη στην ημεριδα του Παρατηρητηρίου Διεθνών Οργανισμών και Παγκοσμιοποίησης (ΠΑΔΟΠ) με θέμα: “Ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας τώρα!”