«Πεθαίνει με τιμή αυτός που δεν μπορεί να ζήσει με τιμή»! Τα τελευταία σπαρακτικά λόγια της Μαντάμ Μπατερφλάυ. Η κορύφωση του δράματος της συγκλονιστικής όπερας του Τζ. Πουτσίνι. Σύμπτωση άραγε η επιλογή της συγκεκριμένης όπερας με την οποία η νεοσύστατη Λυρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στις 25 Οκτωβρίου 1940 εγκαινιάζει τη χειμερινή της περίοδο με ερμηνεύτρια στον ομώνυμο ρόλο τη σπουδαία υψίφωνο Ζωή Βλαχοπούλου;

Ads

Παρόντες στην παράσταση, όλος ο «καλός κόσμος» της εποχής, η κυβέρνηση του Μεταξά, ο ίδιος ο δικτάτορας, ο βασιλιάς Γεώργιος με την οικογένειά του, η ηγεσία της ιταλικής πρεσβείας, ενώ προσκεκλημένος της κυβέρνησης παραβρέθηκε στην παράσταση και ο γιος του Πουτσίνι,  Αντώνιο, με τη σύζυγό του.

Το επόμενο βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, προς τιμήν του ζεύγους Πουτσίνι η ιταλική πρεσβεία έδωσε θερμή και μεγαλοπρεπή δεξίωση, στην οποία είχε προσκληθεί μαζί με την διοίκηση του ιδρύματος, και  τους δύο θιάσους, δραματικό και λυρικό του Εθνικού Θεάτρου, σχεδόν όλος ο «καλός κόσμος» της προηγούμενης βραδιάς.  Εντούτοις, η πολιτική εκπροσώπηση της χώρας περιορίστηκε στις παρουσίες του μόνιμου υφυπουργού Εξωτερικών Νικ. Μαυρουδή και του υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού Θ. Νικολούδη. Ο δικτάτωρ Ι. Μεταξάς είχε δηλώσει: «Ας είναι να γίνει η εορτή. Να ξέρει ο κ. Γκράτσι ότι εγώ δεν θα παραστώ». Η δεξίωση, ακολουθώντας τις ελληνικές συνήθειες, ξεκίνησε αργά το βράδυ και κράτησε ως τα ξημερώματα. Στο κεντρικό μεγάλο τραπέζι της αίθουσας με τα εδέσματα οι καλεσμένο είδαν τις δυο σημαίες αδελφωμένες των αντιστοίχων χωρών.

Η εικόνα και των δύο εκδηλώσεων άφηνε την εντύπωση πως οι σχέσεις των δύο χωρών δεν αντιμετώπιζαν άμεσα την απειλή κάποιας ρήξης, πίσω από τη βιτρίνα όμως, η πραγματικότητα φάνταζε σκληρή και αδυσώπητη.

Ads

Να πώς περιγράφει ο ακαδημαϊκός Άγγελος Τερζάκης στην πανηγυρική ομιλία του με θέμα: Η ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΑ ΩΣ ΕΝΝΟΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ, την προσωπική του εμπειρία, στην Ακαδημία Αθηνών στις 27 Οκτωβρίου 1974 (34 χρόνια μετά) προσκεκλημένος τότε στην δεξίωση ως διοικητικός διευθυντής του τότε Εθνικού Θεάτρου.

«H ευφορία που επικρατούσε ήταν σπάνια εκείνο το βράδυ. Ο πρεσβευτής Γκράτσι, βάζοντας κατά μέρος κάθε εθιμοτυπία, περιποιόταν τους καλεσμένους του μ΄ενθουσιασμό  και τους σερβίριζε ο ίδιος. Κάποια στιγμή περιφερόμενος  αφρόντιστα στις πάμφωτες αίθουσες ,ο ομιλών ένοιωσε να καθηλώνεται από μία αλλόκοτη εικόνα.

Μέσα σε μίαν αίθουσα συμπτωματικά λιγοσύχναστη εκείνη την στιγμή, μπροστά του σε απόσταση τριών βημάτων, βλέπει ακίνητο τον πρεσβευτή Γκράτσι. Ηταν αγνώριστος. Καμμιά σχέση με τον πριν, αλά και σε λίγο πάλι, τόσο  πρόσχαρο διπλωμάτη. Ολομόναχος εκείνη τη στιγμή, κοντόχοντρος καθώς είταν, είχε σταθεί λοξά, με χαμηλωμένα μέτωπο καθώς του ταύρου, και κάρφωνε έντονα στον αποψινό ομιλητή ένα βλέμμα σκοτεινό, βαρύ, επίμονο. Δεν το απέσυρε ούτε αφού είδε πώς τον κοιτάζουν. Άμεση προσωπική γνωριμία μεταξύ μας, δεν υπήρχε, η τυπική μονάχα.  Δεν ήμουν ο επικεφαλής του καλεσμένου Καλλιτεχνικού Οργανισμού. Η εντύπωση από το βλέμμα εκείνο του Γκράτσι, παρακολούθησε τον ομιλητή όλη τη νύχτα και τα επόμενο εικοσιτετράωρο. Δεν αποσαφηνίστηκε-και πάλι όχι εντελώς-παρά μόνον όταν, χαράματα της 28ης , ένα τηλεφώνημα ήρθε να μου αναγγείλει την άγνωστη ακόμα την ώρα εκείνη στην ελληνική πρωτεύουσα ιταλική εισβολή.

Στο διάστημα που οι έλληνες καλεσμένοι κυκλοφορούσαν αμέριμνα στις αίθουσες υποδοχής της ιταλικής πρεσβείας, πέρα στους σκοτεινούς διαδρόμους της, κλεισμένοι στα γραφεία, δύο γραμματείς, αποκρυπτογραφούσαν το τελεσίγραφο που ερχόταν κατά δόσεις, τηλεγραφικώς, από τη Ρώμη για να επιδοθεί από τον Γκράτσι στον Έλληνα πρωθυπουργό, την 28η, στις 3 το πρωί.

Τι δήλωνε το αινιγματικό εκείνο βλέμμα του Γκράτσι; Έντονη αυτοσυγκέντρωση; Εσωτερική αγωνίας; Ενοχή; Τύψη; Αν το συσχετίσουμε με τα τιμητικά για το ήθος του ιταλού διπλωμάτη Απομνημονεύματα που εκείνος έγραψε αργότερα, πρέπει να συμπεράνουμε κάτι τέτοιο. Άλλωστε τι να έβλεπε ο Γκράτσι στον καλεσμένο του, τον τόσο νέο; Το πολύ-πολύ έναν εκπρόσωπο της γενιάς που μεθαύριο θα επιστρατευόταν για να αντιμετωπίσει την εισβολή. Ειταν βλέμμα από τα έγκατα, εξωτερικά τυφλό, που φανέρωνε ακούσια το βάρος μιάς ψυχής. Μόνον η εφιαλτική διαίσθηση του Ντοστογιέφσκι έχει συλλάβει κάτι τέτοιες εικόνες, φορτωμένες με βουβή εφιαλτική ευγλωττία. Θεωρώ πως θα φωτίσουμε αναδρομικά τη στιγμή εκείνην,  αν πούμε πως η φασιστική επίθεση ετοιμαζόταν-για μερικούς τουλάχιστον αξιωματούχους της γειτονικής μας χώρας- μέσα σε μίαν επίγνωση ντροπής…»

«Πεθαίνει με τιμή αυτός που δεν μπορεί να ζήσει με τιμή», ήταν και η απάντηση εκείνων που στο δικό τους αξιακό σύστημα, η ελευθερία ήταν υπέρτατο αγαθό και το υπερασπίστηκαν έως θανάτου στο “μέτωπο”  το 1940-41.

* H Χριστίνα Ν. Φίλιππα είναι σύμβουλος Δημ.Κοιν. Φιλοθέης