Στάθης Ν. Τσοτσορός – Στάθης. Ε. Λιδωρίκης, Τεχνολογική αλλαγή και οικονομική ανάπτυξη, 4 τόμοι, εκδόσεις Παπαζήση, 2014.

Ads

Σε μια εποχή όπου το επιστημονικό έργο ιδίως στις οικονομικές λεγόμενες επιστήμες και τις τεχνολογίες ισούται με paper ελάχιστων σελίδων αλλά πολλών συντακτών μαζί που εναλλάσσονται σε άλλα paper  με τα ίδια μοτίβα, ο Στάθης  Τσοτσορός καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ο Στάθης Λιδωρίκης μηχανικός, έρχονται να μας προσφέρουν τέσσερις απαιτητικούς τόμους για την αλυσίδα εκείνη των σχέσεων μεταξύ επιστήμης, τεχνολογίας και οικονομικής ανάπτυξης. Επίκεντρο αυτής της ανάλυσης είναι η σχέση της επιστήμης της χημείας με την βιομηχανία διεθνώς από τα μέσα του 19ου αιώνα έως σήμερα. Ο άξονας της όλης ανάλυσης είναι η ιστορία και η εκβολή της στο παρόν.

Ο πρώτος τόμος ξεκινάει με τις πολύ ενδιαφέρουσες γενικές θεωρήσεις του θέματος, περνά στα ζητήματα της σχέσης με το περιβάλλον και καταλήγει σε μια εκτεταμένη όσο και διαφωτιστική ανάλυση του ελληνικού παραδείγματος. Η περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί θέμα ανάλυσης για τους συγγραφείς κυρίως τόσο για όσα έγιναν στο κλάδο της χημικής βιομηχανίας και της έρευνας αλλά και για όσα δεν έγιναν σε σύγκριση με τα διεθνή δεδομένα των ανεπτυγμένων χωρών, ευρωπαϊκών και αμερικανικών.

Παρά τις τεχνολογικές αιχμές σε κάποιες λίγες μεγάλες ελληνικές χημικές βιομηχανίες, που οι συγγραφείς τονίζουν και αναλύουν με ενδελεχή στοιχεία, θα πρέπει να θυμίσω κάπως ιμπρεσιονιστικά ότι κατά την περίοδο της γνωσιακής αναδιοργάνωσης των βιομηχανιών μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σε όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες χώρες, στην Ελλάδα τα δίκτυα υποδομών στις μεγάλες πόλεις, για παράδειγμα, ανοίγονταν με το κασμά και το φτυάρι και ολίγα γκρέιντερ. Μετά ήρθαν τα πολύπλοκα μηχανήματα, όλα εισαγόμενα, αλλά των οποίων οι επισκευές πραγματοποιούνταν στη χώρα. Αυτοί οι τεχνίτες και τα συνεργεία ενίοτε βιοτεχνίες τους ξαναγέννησαν μια παράδοση Ελλήνων τεχνιτών και βιοτεχνών του επισκευαστικού τομέα, εξαιρετικών ικανοτήτων, που μπορούσαν να λύσουν στο παραμικρό κομμάτι κάθε μηχανής και να την επανασυναρμολογήσουν ενίοτε με δημιουργικές μετατροπές. Για ποιο λόγο η αντίστοιχη βιομηχανία μηχανών δεν αναπτύχθηκε στη χώρα;

Ads

Το «μυστικό» των βιομηχανικά ανεπτυγμένων κοινωνιών δεν οφείλεται σε αυτό που ο Σουμπέτερ όριζε ως ένα είδος πιονέρου επιχειρηματία. Το ερμηνευτικό αυτό υπόδειγμα δεν φαίνεται να έχει κάποια αξία για τους συγγραφείς, και ορθώς. Αντίθετα τονίζουν πως μια όψη του μυστικού των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών βρισκόταν στο πολιτικό και κρατικό περιβάλλον αλλά και στο πολιτιστικό και το εκπαιδευτικό. Ή αλλιώς στο σχετικά λογικό και δημοκρατικό πολιτικό τους σύστημα, τα ελεύθερα από ιδεολογήματα παλαιά πανεπιστήμια και τεχνικές σχολές υψηλού επιπέδου.  Αλλά η καρδιά αυτού του μυστικού, ο κυκλοφορητής της ανάπτυξης, όπως αποδεικνύουν στη μελέτη τους είναι οι επενδύσεις στη βασική επιστημονική έρευνα και ακολούθως στον εφαρμοσμένο τομέα της Έρευνας και Ανάπτυξης. Θα πρόσθετα και τη φιλοδοξία των κρατών αυτών να έχουν ρόλο ηγετικό, και πάντως ρόλο μεταξύ των ισχυρών της βιομηχανικής οικονομίας διεθνώς.

Οι συγγραφείς τονίζουν διαρκώς τη παράμετρο της επιστημονικής έρευνας, βασικής και εφαρμοσμένης, τόσο με τις αναλύσεις όσο και με τα πολύ συστηματικά στοιχεία που παραθέτουν χωρίς στατιστικές εκζητήσεις. Αν σκεφτούμε πως σήμερα ο κορεατικός γίγαντας Samsung επενδύει στην Έρευνα και Ανάπτυξη ποσά που αντιστοιχούν στον προϋπολογισμό οκτώ ετών στον αντίστοιχο τομέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή ότι οι ΗΠΑ πρωτοστατούν διεθνώς εδώ και χρόνια στις επενδύσεις αυτές, τότε γίνεται αντιληπτή η θέση των συγγραφέων για την επιστημονική έρευνα και το ειδικό βάρος που έχει στην γενική ερμηνεία τους.

Οι συγγραφείς, σε αντίθεση με πολλές άλλες μελέτες που πενθούν επειδή η Ελλάδα δεν βρέθηκε και αυτή παρά στις άκρες παρυφές αυτού του τεράστιου διεθνούς ιστορικού ρεύματος βιομηχανικής ανάπτυξης με επίκεντρο τη χημεία, δεν γκρινιάζουν για την τύχη της χώρας. Άλλωστε τα μεγέθη μεταξύ Ελλάδας και των ισχυρών βιομηχανικών χωρών καθιστούν κάθε σύγκριση άκρως ιδεολογική. Απλά συνεχίζουν την μελέτη τους σε ένα ευρύτατο ορίζοντα. Έτσι, στο δεύτερο τόμο αναζητούν τις ιστορικές και ακολούθως τις επιστημονικές προϋποθέσεις ανάπτυξης της χημείας φτάνοντας, όπως είπαμε, έως τους αρχαίους μεταλλουργούς, αλλά ρίχνοντας εδώ το βάρος στην ανάπτυξη της χημικής τεχνολογίας περίπου από το 1850.

Η χημεία ίσως να είναι η πιο καλά ενσωματωμένη επιστήμη στην παραγωγή. Θα διευρύνει το πεδίο των βιομηχανικών δραστηριοτήτων για τον επόμενο ενάμιση αιώνα διαρκώς, και μάλιστα με ρυθμούς γεωμετρικούς∙ θα αποτελέσει το νέο εφαλτήριο οικονομικής παραγωγικής ανάπτυξης πλάι στο κάρβουνο και τον χάλυβα όπως ακριβώς αργότερα η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες –αυτές με εντονότερα ανατρεπτικούς όρους. Στους δύο επόμενους τόμους της μελέτης ο αναγνώστης παρακολουθεί όλο το διεθνές πανόραμα της χημικής βιομηχανίας και της ανάπτυξής της σε όλο σχεδόν τον πλανήτη από το 1850 έως το 2008 και τον ρόλο επιταχυντή που έπαιξαν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Ο κλάδος αυτός από ενιαίος αρχικά πολυμερίζεται καθώς βιομηχανίες εξειδικεύονται σε αγροχημικά, χρωστικά, φαρμακευτικά, βιομηχανικών αερίων και άλλες δέσμες προϊόντων που τροφοδοτούν όχι μόνο τους τελικούς χρήστες, αλλά άλλες βιομηχανίες.

Φυσικά, οι συγγραφείς δεν ξεχνούν τα ποικίλα και ενίοτε πολύ σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα που έχει προκαλέσει η χημική βιομηχανία, ιδίως εκείνοι οι επικίνδυνοι κλάδοι χημικών προϊόντων που εγκατεστημένοι σε χώρες του τρίτου κόσμου προκειμένου να έχουν την ελευθερία να αυθαιρετούν, οδήγησαν συχνά σε σημαντικές ανθρώπινες και περιβαλλοντικές καταστροφές.

Η μελέτη αυτή, από το εύρος της ανάλυσης και τον πλούτο των αποδεικτικών στοιχείων της, δείχνοντας τόσο μεθοδικά και καθαρά το διεθνές ρεύμα και την ιστορία αυτής της βιομηχανίας, γεννάει δημιουργικά ερωτήματα. Πρώτα από όλα ο βαθμός αποβιομηχάνισης σχεδόν όλων των κλάδων χημικής βιομηχανίας την περίοδο της οικονομίας καζίνο με την μετατροπή ενός σημαντικού τμήματος του κεφαλαίου αυτού σε χρηματοπιστωτικό όπου οι αποδώσεις ήταν ασύγκριτα υψηλότερες, όπως λένε και οι συγγραφείς. Αλλά και στα καθ’ ημάς οι συγγραφείς παρουσιάζουν τους κλάδους της χημικής βιομηχανίας που δημιουργήθηκαν στη χώρα μας τηρουμένης της διαφοράς μεγεθών με τους βιομηχανικούς γίγαντες.

Ένας από τους δύο συγγραφείς ο Σ. Τσοτσορός, σε άλλη μελέτη του για την Ελληνική βιομηχανία, έχει αποδείξει ότι αναπτύχθηκαν ελληνικές χημικές βιομηχανίες στις αρχές του 20ου  αιώνα που γρήγορα όμως βρέθηκαν στην πνιγηρή αγκαλιά του τραπεζικού κεφαλαίου. Όπως αναλύουν οι συγγραφείς στην μελέτη που συζητάμε, η ελληνική χημική βιομηχανία ανασυγκροτήθηκε μετά το ’45. Ωστόσο, από την αρχή της κρίσης στα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι βιομηχανίες εν γένει, και ειδικότερα όσων η παραγωγή είχε διαρκείς υψηλές τεχνολογικές και επιστημονικές απαιτήσεις, περιθωριοποιήθηκαν στην Ελλάδα συγκρινόμενες με τις παρασιτικές δραστηριότητες των κρατικοδίαιτων κεφαλαιούχων επειδή αυτούς τους τελευταίους επέλεξαν να στηρίξουν οι πολιτικές ηγεσίες. Οι συγγραφείς του έργου, όταν απορρίπτουν το Σουμπετεριανό ατομικό κεφαλαιούχο είναι για να τονίσουν μια ερμηνεία κατά πολύ πολυπλοκότερη και ρεαλιστικότερη.

Πρόκειται για το ρόλο των ισχυρών εθνικών κρατών στην ανάπτυξη όλων των κλάδων της χημικής βιομηχανίας διεθνώς. Η χημική βιομηχανία γεννήθηκε και κυριάρχησε διεθνώς, δημιούργησε εθνικά μονοπώλια και διεθνή καρτέλ, δευτερευόντως χάρη στην ανταγωνιστικότητά της και πρωτίστως χάρη στην πολυσχιδή και ιστορικά διαρκή στήριξη των εθνικών κρατών, υποστήριξη με πολλά και ισχυρά μέσα. Ας θυμίσω με την ευκαιρία, πως με άλλα μέσα και σε άλλο πλαίσιο αλλά στην ίδια ακριβώς προστατευτική λογική, αναπτύχθηκε ο προπάτορας της βιομηχανίας, ο ευρωπαϊκός εμπορικός καπιταλισμός από τον 16ο αιώνα: δηλαδή χάρη στην αμέριστη και με όλα τα μέσα στήριξη των απολυταρχικών κρατών προς το εμπόριο, ακόμη και εκείνο των σκλάβων.

Η ιστορία είναι μακρά, και μελέτες όπως των Σ. Ν. Τσοτσορού και Σ. Ε. Λιδωρίκη μας δίνουν τα μέσα να μάθουμε και να σκεφτούμε τον κόσμο μας και την ζωντανή ιστορία του.