Η χειραγώγηση και η διαστροφή των εννοιών και της γλώσσας υπήρξε πάντα το προνομιακό πεδίο κάθε εξουσίας γιατί χωρίς το έλεγχο των εννοιών και της γλώσσας καμιά εξουσία δεν μπορεί να σταθεί. Γι’ αυτό οι κυρίαρχες τάξεις κρατούν την ουσιαστική μόρφωση για τον εαυτό τους και αφήνουν τους εξουσιαζόμενους να κατανοούν την πραγματικότητα με έναν τρόπο διαφορετικό και γλωσσικά φτωχό που χάνεται στους στρεβλωτικούς και τοξικούς λαβύρινθους των σκοταδιστικών μύθων και των κομματικών ιδεολογιών.

Ads

Σε όλες σχεδόν τις χώρες και σε όλες τις εποχές με αποτύπωμα εξουσίας οι εξουσιαστές μιλούσαν διαφορετική γλώσσα από τους εξουσιαζόμενους. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, στον αιώνα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, όπου οι εξουσιαστές μιλάνε στους εξουσιαζόμενους μια γλώσσα που δεν την γνωρίζουν και συνεπώς δεν μπορούν, στην μεγάλη πλειονότητά τους, να καταλάβουν τις παγίδες που κρύβει η γλώσσα της εξουσίας με αποτέλεσμα να την νομιμοποιούν με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους.

Η οικονομία είναι το κατ’ εξοχήν προνομιακό πεδίου του καπιταλισμού. Έχοντας καταφέρει το Κεφάλαιο να ελέγχει το μυαλό των εργαζόμενων μπορεί να ελέγχει και τον παραγωγικό εξοπλισμό και την Εργασία και συνεπώς και τον παραγόμενο πλούτο. Κατάφερε, δηλαδή, να έχει την εξουσία πάνω στους υλικούς όρους ύπαρξης της κοινωνίας, που σημαίνει ότι κατάφερε να ελέγχει και να εκμεταλλεύεται την εργαζόμενη κοινωνία, οδηγώντας την στην εξαθλίωση και στον αποδεκατισμό της μέσω της πείνας, των επιδημιών και των αχόρταγων ιμπεριαλιστικών πολέμων.

Οι συνέπειες αυτής της βαρβαρότητας αναγκάζουν, όλο και μεγαλύτερα στρώματα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού να αξιολογούν τις εμπειρίες τους και να συνειδητοποιούν τον δικό τους ξεχωριστό ρόλο στην κίνηση και στην ιστορία της κοινωνίας-ανθρωπότητας διεκδικώντας αποφασιστικότερα και μαζικότερα έναν καλύτερο κόσμο, τον κόσμο της κοινωνικής ισότητας, γιατί ακριβώς συνειδητοποιούν ότι το σύνολο των κακοδαιμονιών τους πηγάζει από την οικονομικοκοινωνική ανισότητα που επιβάλλει το κεφάλαιο πάνω στην οικονομία και στην κοινωνία.

Ads

Έτσι η χαώδης, σπάταλη, καταστροφική και απάνθρωπη καπιταλιστική οικονομία προκαλεί, όπως άλλωστε είναι φυσικό, έντονες διαμαρτυρίες, κοινωνικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις στον οικονομικά καχεκτικό και φτωχό Νότο και έντονες συζητήσεις στον ακόμα ‘αναπτυγμένο και πλούσιο’ Βορρά με αντικείμενο την τιθάσευση, ακόμα και την αντικατάσταση, της καπιταλιστικής οικονομίας. Ο καπιταλισμός είναι η κατ’ εξοχήν οικονομία της διαρκούς και αυξανόμενης μεγέθυνσης, της διαρκούς και αυξανόμενης σπατάλης των φυσικών πόρων και των κοινωνικών δυνάμεων, γιατί μέσω αυτής της διαδικασίας μεγιστοποιούνται τα κέρδη.

Όταν αυτή η διαδικασία της μεγέθυνσης, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, διακόπτεται ή σταματάει, τότε υπάρχει κρίση και τα κέρδη γίνονται ζημίες τις οποίες η κυρίαρχη τάξη μετακυλύει στην κοινωνία μέσω της μείωσης των μισθών και ημερομισθίων, του περιορισμού της όποιας κοινωνικής πρόνοιας, της αύξησης της άμεσης φορολογίας και τελικά με τον πόλεμο. Κάποιες φορές, μάλιστα, συμβαίνει ο καπιταλισμός να μπει σε κρίση στασιμότητας και ο κόσμος να πεινάει επειδή έχουν παραχθεί περισσότερα προϊόντα από όσα μπορούν να αγοραστούν ή έχουν συσσωρευτεί περισσότερα χρηματικά κεφάλαια από όσα μπορούν να επενδυθούν. Το αποτέλεσμα αυτών των κρίσεων είναι συνήθως κάποιοι καταστροφικοί πόλεμοι με τους οποίους ο καπιταλισμός ξεπερνάει τις κρίσεις του με προγράμματα ‘ανασυγκρότησης’ των χωρών που κατέστρεψε.

Για τη μελέτη και τη ‘θεραπεία’ αυτής της παθογένειας του καπιταλισμού ιδρύθηκε το 1968 ένας αμφιλεγόμενος διεθνής οργανισμός, η Λέσχη της Ρώμης (Club of Rome), η οποία προέβλεπε στην έκθεσή της, που δημοσιεύτηκε το 1972, παγκόσμια οικονομική καταστροφή για το 2000 και πρότεινε, για τη ‘σωτηρία της ανθρωπότητας’, τη στρατηγική της «μηδενικής οικονομικής μεγέθυνσης»[1] στον Βορρά και στον Νότο, χωρίς φυσικά να αμφισβητήσει το καπιταλιστικό σύστημα, πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού οι δημιουργοί του ήταν βιομήχανοι, αμερικανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα και αχυράνθρωποι του μεγάλου διεθνούς κεφαλαίου; Ο Βορράς δεν πήρε στα σοβαρά αυτή τη στρατηγική γιατί ήθελε κι άλλη μεγέθυνση για να μη χρεοκοπήσει νωρίτερα από το 2000, και ο Νότος διαμαρτυρήθηκε γιατί είχε αρνητική οικονομική μεγέθυνση ενώ χρειαζόταν μεγάλη και θετική οικονομική ανάπτυξη[2].

Η συζήτηση συνεχίστηκε κάτω από τη δυναμική της ογκούμενης καπιταλιστικής κρίσης, την οποία το κεφάλαιο προσπαθεί να την ξεπεράσει μέσω της στρατηγικής της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, πράγμα που καθιστά αναγκαία την προσαρμογή της γλώσσας. Τα τελευταία χρόνια έκανε την εμφάνισή της η «θεωρία της απο-ανάπτυξης», όπως λανθασμένα αποδόθηκε στα ελληνικά ο όρος decroissance ή degrowth, που σημαίνει απομεγέθυνση, αφού όπως είναι γνωστό η μεγέθυνση αναφέρεται στην ποσοτική πλευρά της οικονομίας, η οποία ενδιαφέρει κύρια τους επιχειρηματίες, ενώ η ανάπτυξη αναφέρεται στην οικονομία ως ποιοτικό σύνολο και ως δίκαιη κατανομή του πλούτου που ενδιαφέρει την κοινωνία.

Κύριος εκφραστής αυτής της θεωρίας είναι ο Γάλλος θεωρητικός Σερζ Λατούς και αφετηρία του είναι η παραδοχή σύμφωνα με την οποία «η εξάλειψη των καπιταλιστών, η απαγόρευση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των αγαθών παραγωγής, η κατάργηση της μισθολογικής σχέσης ή του νομίσματος θα βύθιζαν την κοινωνία στο χάος και δεν θα ήταν δυνατές παρά με το αντίτιμο μιας μαζικής τρομοκρατίας. Κάτι τέτοιο δεν θα αρκούσε για να καταργήσει το καπιταλιστικό φαντασιακό και επιπλέον θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα»[3]

Η σοσιαλδημοκρατική οπτική του Λατούς είναι προφανής και για τον λόγο ότι αποσιωπά το γεγονός ότι η άρνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής προϋποθέτει ότι οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού ως το υποκείμενο της πέρα από τον όποιο ιδιωτικό ή κρατικό καπιταλισμό εξέλιξης της ανθρωπότητας, συνοδεύεται από την στρατηγική επιλογή της κοινωνικής ισότητας, η οποία βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της ως άμεση-αταξική-κοινωνική δημοκρατία που καταργεί την ατομική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, την άνιση ανταλλαγή και συνεπώς την οικονομική και κοινωνική ανισότητα, καθώς και την μισθωτή εργασία, την εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων και φυσικά την αγορά και το νόμισμα.

Οπότε το πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας δεν ορίζεται από τη σχέση μεταξύ ‘καπιταλιστικής μεγέθυνσης’ και ‘καπιταλιστικής ανάπτυξης’ και η λύση του δεν βρίσκεται στην κάποια ‘απομεγέθυνση’ ή ‘αποανάπτυξη’ του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά στην φύση και στην ποιότητα της ανάπτυξης. Μιας ήπιας και κοινωνικά ελεγχόμενης ανάπτυξης που θα καταργεί την κοινωνική ανισότητα και την εχθρότητα της παραγωγής απέναντι στην Φύση και στον άνθρωπο, που θα καταργεί τον καπιταλισμό. Το ζητούμενο, λοιπόν, για το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη και για το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού ήταν και παραμένει μια άλλη, μια διαφορετική ανάπτυξη με κοινωνικά χαρακτηριστικά και μέτρο τον άνθρωπο.

[1] Βλ. Meadows D. u. a., Die Grenzen des Wachstums. Bericht des Clubs of Rome zur Lange der Menschheit, Stuttgart 1972.

[2] Βλ. σχετικά Λάμπος Κώστας, Εξάρτηση, προχωρημένη υπανάπτυξη και αγροτική οικονομία της Ελλάδας. Μια συμβολή στη μελέτη του (ελληνικού) περιφερειακού καπιταλισμού και των εναλλακτικών στρατηγικών ανάπτυξης, ΑΙΧΜΗ, Αθήνα 1983, σ. 56 κ.ε.

[3] Λατούς Σερζ, Το στοίχημα της αποανάπτυξης, ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 231-232.