Με μία τυχαία σποραδικότητα επανέρχονται στη δημόσια συζήτηση τα «εθνικά θέματα» προκαλώντας πάθη και εντάσεις.

Ads

Πάθη και εντάσεις που συνδέονται όχι με τη συνήθη διαδικασία μιας ανοιχτής και, άρα, δημοκρατικής έκφρασης αντίθετων ή παραπληρωματικών απόψεων, αλλά που εδράζονται στην υπόνοια ότι κάποια άλλη άποψη τόλμησε να διατυπωθεί: Τα «εθνικά θέματα» έχουν ένα στενό και δεδομένο πλαίσιο θέσεων συγκροτημένων αξιωματικά, που δεν επιδέχονται αποκλίσεις.

Οι μεταβολές δε της θεματολογίας και του περιεχομένου, που μπορεί να επέλθουν στην πορεία του χρόνου, χαρακτηρίζονται από μεγάλη δυσκαμψία και αντιστάσεις, αν συσχετιστούν με τις ευρύτερες μεταβολές των ιδεών και των απόψεων που διεύρυναν την ποιότητα και την κινητικότητα της ελευθερίας στην ελληνική κοινωνία κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Η αντίσταση και οι προκαθορισμένες στάσεις στα συγκεκριμένα ζητήματα συνέχονται με το εθνικό φαινόμενο όπως αυτό διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μέσα από τις ισχυρές και αμοιβαίες εξαρτήσεις μεταξύ του έθνους και του κράτους.

Ads

Η ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΡΙΖΙΚΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ

Ο όρος «εθνικό θέμα» ή «εθνικό ζήτημα» παραπέμπει ακαριαία σε μία θεματική η οποία τίθεται σε ένα μη κανονικό πλαίσιο συζήτησης.

Αυτομάτως, η ελευθερία της έκφρασης γνώμης φιλτράρεται από ειδικά κριτήρια προστασίας, όχι του υποκειμένου που εκφράζεται, αλλά του επίδικου ζητήματος προς συζήτηση.

Έτσι, το θέμα που υπάγεται στην κατηγορία του «εθνικού» υπόκειται σε περιορισμούς, αν όχι στην επιβολή, μιας μονοδιάστατης, πατενταρισμένης και προκαθορισμένα αποδεκτής ερμηνείας η οποία επιδέχεται ελάχιστες αποκλίσεις.

Το παράδοξο είναι ότι δεν χρειάζεται πλέον η κρατική επιβολή ή καταστολή για την καθοδήγηση της «ορθής» άποψης. Σε ατομικό επίπεδο, ο κάθε Έλληνας στρατεύεται σε αυτήν ως υπερασπιστής των «εθνικών δικαίων».

Συχνά, παθητικά και αντανακλαστικά, με το φόβο των συνεπειών που ενέχει η όποια συζήτηση θα αμφισβητούσε την εθνική ορθότητα.

Άλλες φορές, ενεργητικά, με τη φωνή και τη γραφίδα του έχοντος το καθήκον και την «αρμοδιότητα» για την επιβολή της εθνικής ορθότητας.

Εδώ προκύπτει το εξής οξύμωρο: Η αυταρχική επιβολή δεν προέρχεται αποκλειστικά από την απόφαση μιας ολοκληρωτικής κυβέρνησης ή κάποιου αυταρχικού ελέγχου.

Απεναντίας, προέρχεται κυρίως από την αυτόβουλη ενεργοποίηση μεγάλης πλειονότητας των πολιτών, που τάσσονται ενεργητικά ή παθητικά στην προάσπιση του εθνικού συμφέροντος.

Ποια, όμως, είναι αυτά τα εθνικά θέματα, τα οποία έχουν αναδειχτεί ως «αγαθό» προς προστασία, και πώς έχουν συγκροτηθεί; 

Ασφαλώς, τα «εθνικά θέματα» προέκυψαν μέσα από τη συγκρότηση μιας ριζικής αντίθεσης: του εθνικού εαυτού και αντανακλαστικά του εθνικού άλλου, του «εχθρού» και της «εθνικής απειλής», εκείνου που αντιπροσωπεύει το τι δεν είμαστε εμείς.

Βρίσκεται απέναντί μας με αυξομειώσεις έντασης και εναλλαγές υποκειμένων, ανάλογα με τη συγκυρία.

Συχνά, η καλλιέργεια της απειλής τρέφεται από πραγματολογικά στοιχεία που προσφέρονται από τον «εχθρό», ικανοποιώντας τις αντίστοιχες ανάγκες για μία απειλή που θα προέρχεται από την αντίπερα πλευρά των συνόρων ή ακόμα και εντός της επικράτειας του κράτους.

Έτσι, η διαδικασία αυτή μπορεί να αναλυθεί μέσω του σχήματος εχθρός-φίλος και τις συμμαχίες που δημιουργούνται με τη χρήση της απειλής και του φόβου1,  αναδιατάσσοντας πολιτικές προτεραιότητες και εγκιβωτίζοντας ουσιοκρατικά και τους εχθρούς και τους φίλους.

Ο «φίλος», βέβαια, που θα αμφισβητήσει αυτή την απειλή θα τοποθετηθεί αυτομάτως στην αντίπερα όχθη με τη ρετσινιά του προδότη. Η διαδικασία αυτή αναπαράγεται, βέβαια, και σε άλλους εθνικισμούς. Ο ηγεμονικός τουρκικός εθνικισμός στη Θράκη, για παράδειγμα, επιβάλλει τη δική του εθνική ορθότητα απέναντι στους «άλλους» και τους «δικούς μας»: Έτσι, οι Πομάκοι δεν μπορούν να υπάρξουν έξω από την τουρκική εθνική ιδέα, και κάθε αναφορά σε πομακική γλώσσα ή ταυτότητα είναι αυστηρά κατακριτέα εντός του αδιάβροχου κοινοτισμού της μειονότητας.

Η Ελλάδα έχει συσσωρεύσει πολλά τέτοια εθνικά ζητήματα, ορισμένα από τα οποία συχνά βρίσκονται σε ύπνωση, ενώ άλλα σε συνεχή ενεργοποίηση: «Κυπριακό», «Σκοπιανό», ελληνοτουρκικά (μειονότητες, ζώνες κυριαρχίας και ζώνες εκμετάλλευσης στο Αιγαίο), μειονότητες στην Ελλάδα, Πόντιοι.

Κάποια άλλα, όπως ο «βουλγαρικός κίνδυνος» και ο εσωτερικός «κομμουνιστικός κίνδυνος», έχουν απομακρυνθεί στον ορίζοντα της Ιστορίας, με την έννοια που είχαν προσλάβει κατά τον 20ό αιώνα.

Άλλα, όπως οι πολιτικές για τις ελληνικές παροικίες της Αιγύπτου, απλώς δεν προσελκύουν τα φώτα του ενδιαφέροντος, ενώ η σύνδεση της ελληνικότητας με άλλες γλώσσες, όπως η τουρκική (βλ. Γκαγκαούζοι, Τσαλκαλήδες, Καππαδόκες), η αραβική (ορθόδοξοι της Αντιόχειας) ή η βλαχική (στην Αλβανία), που δυσκολεύει την οριοθέτηση του «εμείς», συνήθως αποφεύγεται ή περιορίζεται σε έναν πρόσκαιρο εξωτισμό (βλ. Καλάς του Αφγανιστάν), αν δεν κατασκευάζεται2

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ

Η συγκρότηση των εθνικών ζητημάτων εδράζεται στη μεροληπτική ανάγνωση της ιστορίας των βίαιων συγκρούσεων με το γειτονικό κράτος ή στην απειλή που συνιστά ο εκάστοτε εξωτερικός ή εσωτερικός εχθρός. Ο θεματοφύλακας της εθνικής ορθότητας προβάλλει εμμονικά τη μία και μοναδική αλήθεια, και αποσιωπά και καταστέλλει οποιαδήποτε άλλη εκδοχή.

Εντέλει, η εθνική ορθότητα επιβάλλεται για λόγους αυτοπροστασίας: Εκείνος που γνωρίζει την εθνική αλήθεια επιβάλλει πατερναλιστικά τη μη συζήτηση για το καλό του εθνικού συνόλου, δηλαδή των υπόλοιπων μελών της κοινότητας των πολιτών.

Καθώς η αλήθεια είναι μία και μοναδική, και το περιεχόμενο καθορίζεται από τους κλειδοκράτορες του πύργου των εθνικών θεμάτων –συνήθως ιεράρχες, δημοσιογράφους και πολιτικούς όλου του πολιτικού φάσματος–, η απόκλιση από την εθνική ορθότητα αντιμετωπίζεται με σφοδρή αμεσότητα, η οποία ούτε η ίδια δεν χωρεί αμφισβήτηση ως μέθοδος απάντησης: Λεκτική βία, απειλή, βιαιοπραγία υποκαθιστούν κάθε διάλογο που θα ήταν το πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων σε κάθε άλλη θεματική της δημόσιας συζήτησης.

Το δημοκρατικό περιβάλλον που έχει οικοδομηθεί στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες έχει προαγάγει μία πλούσια, αν μη τι άλλο, γκάμα ιδεών, που προήλθε μέσα από τον δημόσιο διάλογο, έντονο, άστοχο ή επιδερμικό, αλλά πάντως διάλογο. Στα εθνικά θέματα, όμως, η επαπειλούμενη αντίδραση των φυλάκων της εθνικής ορθότητας οδηγεί στην αυτολογοκρισία και συχνά στην αποφυγή του ίδιου του θέματος.

Εξάλλου, ποιος ο λόγος να συζητάμε αν συμφωνούμε απολύτως και γνωρίζουμε τις προκαθορισμένες απαντήσεις; Ποιος θα ήθελε να μπλέξει με τις καθολικές αντιδράσεις που θα προκαλούσε, αν τυχόν κινούνταν εκτός γραμμής;

Η εθνική ορθότητα έχει διαχυθεί σε όλο το φάσμα της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, και αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα εξορθολογισμού και εκδημοκρατισμού. Παραμένει αναλλοίωτη και ανθεκτική στο χρόνο και υπαγορεύει λεκτικές συμπεριφορές και στερεότυπα ακόμα και όταν η πραγματικότητα έχει αναδείξει (και) άλλες εκδοχές της αλήθειας3

Εντέλει, δεν επιτρέπει –προληπτικά– να εκφραστούν οι όποιες άλλες ορολογικές επιλογές, οι οποίες φαντάζουν αποκλίνουσες, μη φυσιολογικές, και, σε κάθε περίπτωση, επιζήμιες για το κοινό εθνικό καλό. Η εθνική ορθότητα, σε δεύτερη φάση, γίνεται τιμωρητική, χωρίς καμία ανοχή για την άλλη άποψη.

Οι όροι αποτελούν πολιτικό όπλο, διαμορφώνοντας ένα πολιτικό πεδίο δοκιμασίας, ίσως και μία προϋπόθεση για τη δυνατότητα συμμετοχής στα πολιτικά πράγματα. Η εθνική ομοφωνία κυριαρχείται ιδεολογικά από εκείνους που κατέχουν τα κλειδιά της επιβολής: το φραστικό και σωματικό μπούλινγκ, την κατακραυγή από τα ΜΜΕ και τον αδιάκοπο έλεγχο από τον κοινωνικό περίγυρο, ακόμα και μέσα στο φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον.

Θα έλεγε κανείς ότι η υποδόρια πανταχού παρούσα εθνική ορθότητα διαπερνά τις βασικές αρχές της δημοκρατίας μας εκεί που τελικά καταδεικνύει την αδυναμία της. Ότι το πολιτικό μας σύστημα την έχει ενστερνιστεί χωρίς καμία διάθεση αναστοχασμού.

Ότι δημιουργεί άρρητα προνόμια: Ο κάθε ευαγγελιστής της εθνικής ορθότητας διατηρεί την εξουσία να αναγορεύει συγκεκριμένα ζητήματα ως εθνικά και να υπαγορεύει τη λεκτική ορθότητα ως μηχανισμό κοινωνικής υποταγής μέσα από μία άκαμπτη και αδιάλλακτη μηχανική της ευθυγράμμισης.

Έτσι, και η οποιαδήποτε λύση ή πρόοδος μέσα από τον ανοιχτό διάλογο και τις πολιτικές αντιθέσεις απομακρύνεται αενάως, αφού κανένα νέο επιχείρημα δεν μπορεί να συζητηθεί.

Η κυριαρχία της κατάστασης αυτής, που είναι φαινομενικά σε εκκρεμότητα, επιβάλλει ακριβώς το αντίθετο της δημοκρατικής ανεκτικότητας και κινητικότητας των ιδεών: μία παγιωμένη κατάσταση πραγμάτων που αρνείται οποιαδήποτε μεταβολή και οποιαδήποτε άλλη άποψη. Και για το λόγο αυτόν είναι πολιτικά επικίνδυνη.

image

Απόσπασμα – το πλήρες κείμενο στη νέα έκδοση «Η Λογοκρισία στην Ελλάδα».

Επιμέλεια: Πηνελόπη ΠετσίνηΔημήτρης Χριστόπουλος

Έκδοση: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, παράρτημα Ελλάδας 2016. 

Διαθέσιμο εδώ: https://rosalux.gr/publication/i-logokrisia-stin-ellada

Το συνέδριο και η έκδοση 

Ο συλλογικός αυτός τόμος επιχειρεί να αναδείξει για πρώτη φορά την ιστορία της λογοκρισίας στην Ελλάδα σε μία αυτοτελή ενιαία αφήγηση μέσα από ετερόκλητα στιγμιότυπα λόγου, από τις εικαστικές τέχνες ως τη δημοσιογραφία και από τον κινηματογράφο ως τη λογοτεχνία ή τη φωτογραφία.

Περιέχει επεξεργασμένες αρκετές από τις εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν στο ομώνυμο συνέδριο που διοργάνωσε το Τμήμα  Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και το γραφείο Αθηνών του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, καθώς και μία σειρά δοκιμίων τα οποία αξιολογήθηκαν ότι προσθέτουν στην προβληματική του φαινομένου.

Ποια είναι η θέση της λογοκρισίας σε μία εδραιωμένη δημοκρατία;

Ποιες είναι οι κρίσιμες διαφορές μεταξύ της λογοκρισίας παλαιότερα και σήμερα;

Ποιες είναι οι μορφές της, πώς ταξινομούνται και πώς περιοδολογούνται;

Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στη λογοκρισία και την κριτική;

Πόσο η «κρίση» οξύνει τον λογοκριτικό πειρασμό των κρατούντων;

Αυτά υπήρξαν τα κρίσιμα επίδικα, ψηφίδες στη διαμόρφωση ενός γνωστικού αντικειμένου που βρίσκεται στα αρχικά στάδια της ερευνητικής του μορφοποίησης.

Η προσδοκία αυτού του συλλογικού τόμου είναι να αποτελέσει ένα άξιο λόγου στιγμιότυπο σε αυτή την πορεία διαμόρφωσης του γνωστικού αντικειμένου «λογοκρισία» στην Ελλάδα.

Γράφουν οι:

Χάρης Αθανασιάδης, Γιώργος Ανδρίτσος, Κωνσταντίνος Μ. Βαφειάδης, Ιουλιανή Βρούτση, Γιάννης Γκλαβίνας, Ευδοκία Δεληπέτρου, Δημήτρης Δημούλης, Λεωνίδας Εμπειρίκος, Μαρία Ζουμπούλη, Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Κωστής Καρπόζηλος, Ορσαλία-Ελένη Κασσαβέτη, Κώστας Κατσάπης, Γιώργος Κοκκώνης, Άννα Μοσχονά-Καλαμάρα, Θανάσης Μουτσόπουλος, Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Στρατής Μπουρνάζος, Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, Γεράσιμος-Σοφοκλής Παπαδόπουλος, Πηνελόπη Πετσίνη, Νίκος Ποταμιάνος, Μαρία Ρεπούση, Δέσποινα Σκούρτη, Ειρήνη Στάθη, Μάνος Στεφανίδης, Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, Θεόφιλος Τραμπούλης, Τάσος Τυφλόπουλος, Μαρία Χάλκου, Δημήτρης Χριστόπουλος, Χριστίνα Χρονοπούλου

Η συγκεκριμένη έκδοση, όπως και όλες οι εκδόσεις του Ιδρύματος, διατίθεται δωρεάν.

Για αντίτυπα στο Παράρτημα Ελλάδας ([email protected], τηλ. 210-3617769).
————————————
[1] Ευρυγένης, Γ. (2014). Αντίπαλον δέος. Έξωθεν φόβος και συλλογική δράση. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

[2] Τσιτσελίκης, Κ. – Χριστόπουλος, Δ. (2003). «Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας. Στιγμιότυπα αβεβαιότητας ως εθνικές αλήθειες». Στο Τσιτσελίκης, Κ. – Χριστόπουλος, Δ. (επιμ.) (2003). Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας. Αθήνα: Κριτική, σσ. 17-44. Μπαλτσιώτης, Λ. (2009). «Η ανακάλυψη των νέων Ελλήνων. Η περίπτωση των Γκαγκαούζωνκαι των “Ποντίων” της Τουρκίας». Στο Παύλου, Μ. – Σκουλαρίκη, Α. (επιμ.) (2009). Μετανάστες και Μειονότητες. Αθήνα: Βιβλιόραμα, σσ. 41-193. Μπαλτσιώτης, Λ. (2013). «Ομογενείς ή αλλογενείς: Η περίπτωση των ορθοδόξων της Αντιοχείας στην Τουρκία». Στο Βεντούρα, Λ. – Μπαλτσιώτης, Λ. (επιμ.) (2013). Το έθνος πέραν των συνόρων. Αθήνα: Βιβλιόραμα, σσ. 407-437.

[3] Βλ. την κατακραυγή που ξεσήκωσε η δήλωση του Δημήτρη Χριστόπουλου, υποψήφιου με τον ΣΥΡΙΖΑ στις Ευρωεκλογές τον Απρίλιο του 2014, ότι «η μειονότητα της Θράκης είναι ένα ενιαίο συμπαγές τουρκικό πράγμα».