Έχει δίκιο ο Νίκος Ξυδάκης. Πρέπει να ανοίξει η κουβέντα για τη χρησιμότητα του ευρώ και την πιθανότητα/δυνατότητα επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Είναι ενοχλητικό ότι ο ίδιος, αναγκάζεται να αυτολογοκρίνεται και να παρουσιάζεται «εγκρατής» σε συνεντεύξεις του επειδή νιώθει και ξέρει ότι το συστημικό κομμάτι της κοινωνίας αλλά και το μιντιακό περιβάλλον ετοιμάζονται να τον κατασπαράξουν (όπως και οποιονδήποτε άλλο) αν θέσει ευθέως το θέμα.

Ads

Έχουμε έτσι δύο ζητήματα.  

Το ένα είναι το μείζον θέμα της επιβίωσης εντός ή εκτός του ευρώ. Αν πρέπει να μελετηθεί και να σχηματιστεί μια εθνική  στρατηγική εναλλακτικής λύσης, αυτό που εν συντομία αποκαλείται plan B. Η αυτονόητη αυτή συζήτηση (σε οποιαδήποτε κανονική χώρα) έχει απαγορευτεί  ως εχθρική προς την Ευρώπη και την πρόοδο. Πρόκειται (και) για απόδειξη της κυριαρχίας ενός άναρχου κοσμοπολιτισμού και για μια ακόμα όψη του θλιβερού νεοελληνικού μικρομεγαλισμού.

Το άλλο, το έλασσον, άπτεται μιας ιδιότυπης χούντας που έχει συγκροτηθεί στο όνομα του εκσυγχρονισμού και καταδυναστεύει τη χώρα καταδικάζοντας ως οπισθοδρομικό και καταστροφικό ότι κινείται εκτός πλαισίου του γερμανοκρατούμενου  διευθυντηρίου των Βρυξελλών.

Ads

Ήδη, από τις αρχές επιλογής της μνημονιακής λύσης με επακόλουθη την πρόσδεση στο άρμα των δανειστών και εύλογη απώλεια σημαντικού μέρους της εθνικής κυριαρχίας, γεννήθηκε στη δημόσια ζωή μια τάση υπεράσπισης της επιλογής αυτής. Η τάση αυτή εκφράστηκε από τα καθ’ έξιν κυβερνητικά κόμματα, το καλοβολεμένο κομμάτι της κοινωνίας που περιλαμβάνει λογής – λογής υψηλόβαθμα στελέχη ανάμεσα στα οποία και opinion makers, με αποτέλεσμα να ισχυροποιηθεί και στη συνέχεια να ελέγξει την πλειοψηφία των ΜΜΕ. Oι ιδιοκτήτες των οποίων τελούν εκ ορισμού ή εξ αποτελέσματος  σε συνθήκες σχέσεων διαπλοκής με την εξουσία. Η συνεχής καλλιέργεια και διασπορά πανικού  στη λαϊκή βάση για μηδενικό μέλλον εκτός ευρώ, οδήγησε στην καταγραφή του κοινού νομίσματος ως παράγοντα σταθερότητας και ισορροπίας, ακόμα και ψυχολογικής.

Πολιτικά, μεγάλο κομμάτι του κόσμου αντιστάθηκε στην κυριαρχία αυτής της τάσης επιλέγοντας σε ποσοστό 65% άλλα κόμματα εκτός των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ που κυβέρνησαν αδιαλείπτως από τα τέλη του 1974 και οδήγησαν τα πράγματα στις συνθήκες του 2010. Το 36% συγκεκριμενοποίησε την επιλογή του στον ΣΥΡΙΖΑ αναθέτοντας δύο φορές σε ένα χρόνο, με το ίδιο ποσοστό, ευθύνη διαφορετικής διακυβέρνησης σε ένα διαφορετικό κόμμα.

Όμως η «ποτοαπαγόρευση» της συζήτησης για το πόσο συμφέρει η παραμονή στο ευρώ δεν ήρθη. Συνεχίστηκε. Τα ίδια μέσα (κόμματα, οργανώσεις, ΜΜΕ, οικονομικοί παράγοντες, ευρωστρατευμένοι πανεπιστημιακοί κ.λ.π.) που έδωσαν μάχη για μην αλλάξουν τα κόμματα που ασκούσαν εξουσία (και την έχασαν) δίνουν μάχη (την οποία κερδίζουν) για να εξακολουθεί να θεωρείται καταστροφική και κατάπτυστη η συζήτηση για το νόμισμα.

Γι’ αυτό ακριβώς και το έλασσον μεταβάλλεται σε μείζον, ή ταυτίζεται με αυτό. Με αποτέλεσμα ο αποκληθείς από ορισμένους και «λαγός» Ξυδάκης να παρουσιάζεται πολιορκούμενος, κατηγορούμενος και ένοχος για τις σκέψεις του. Είναι εντυπωσιακό ότι  προσπαθεί να αρθρώσει στοιχειωδώς αυτό που θέλει για να μην νιώθει ταπεινωμένος απέναντι στη συνείδησή του, παραμερίζοντας την εκφραστική του ικανότητα και τα πανθομολογουμένως  καλά ελληνικά του.

Η ιδιότυπη αυτή χούντα δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ «στα πράγματα». Θα πάψει να υφίσταται μόλις η οικονομική κατάσταση των πολιτών θα απειλήσει τις ίδιες τις ζωές και την καθημερινότητά τους. Εντός ευρώ. Κάτι που ήδη συμβαίνει. Αστείο θα είναι τότε, να δούμε πόσοι και ποιοί θα συνωστίζονται στη γραμμή της νέας… ωριμότητας μιλώντας για ολοκλήρωση της πορείας και του ρόλου του ευρώ (!) ή (έτσι, στο …άκυρο, που λέει η νέα γενιά!) για «νέες ευρωπαϊκές στρατηγικές». 

Άραγε θα είναι ανάμεσά τους και κάποιοι ντελάληδες του «ευρώ με κάθε θυσία» διότι εκτός ευρώ «πάμε σε καταστροφή ανάλογη της Μικρασιατικής;» Διόλου απίθανο.