Στις αναμνήσεις του από τον Ισπανικό εμφύλιο ο Όργουελ γράφει κάπου τι ήταν αυτό που παρά την ήττα τον έκανε ακόμη να ελπίζει. Οι «ταλαντούχοι» αργά ή γρήγορα εξαγοράζονται, γράφει, όμως οι απόκληροι, παρά την οργή και την βαρβαρότητα και την ημιμάθεια στα οποία τους αφήνουν να έχουν προνομιακή πρόσβαση, μοιάζουν με το φυτό που αργά ή γρήγορα, ιδίως όταν τους στερείς το φως (την ζωή), από την ίδια τους την ανάγκη στρέφουν το κεφάλι προς τον ήλιο. Προς την σύνθεση της χλωροφύλλης, δηλαδή προς την «εξέγερση».

Ads

Παρά την σημαντικότητα του ιστορικού πλαισίου δεν έχει απόλυτη σημασία εάν αυτό γράφτηκε σε εποχή που οι δίχως γη και δίχως φωνή δούλευαν άπειρες ώρες, υποσιτίζονταν φριχτά και πέθαιναν νέοι. Και δεν έχει απόλυτη σημασία γιατί η απελεύθερη ύαινα της αγοράς, τώρα που ξέφυγε από το κλουβί του κοινωνικού κράτους, ορμά στα κορμιά με τα δόντια προτεταμένα. Κι αργά και σταθερά επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη, σηματοδοτώντας αυτό που ο κλασσικός κυρίως Μαρξισμός ονόμαζε ως αντινομίες ενός συστήματος τόσο ανθεκτικού που μονάχα το ίδιο μπορεί να καταστρέψει τον εαυτό του. Και τον πλανήτη…

Ήδη η όλο και πιο οριακά επικίνδυνη ανισορροπία μιας φύσης της οποίας  καταβροχθίζουμε λαίμαργα τα σπλάχνα, αλλά κι ο αυξανόμενος κανιβαλισμός μιας κοινωνίας της οποίας το ολοένα και πιο μινιμαλιστικό κράτος αποσύρεται από κάθε ευθύνη για την παροχή μιας μίνιμουμ κοινωνικής προστασίας (ακόμη και των σκληρά εργαζόμενων -και μονίμως υποπληρωμένων- διώκοντας ουσιαστικά την έννοια του «συμπολίτη») μιλά για την επιστροφή σε μια πολύπλοκη ζούγκλα που θα δημιουργεί τα ‘σωστά’ προβλήματα ώστε να εφευρίσκει τις κατάλληλες λύσεις…

Με άλλα λόγια, θα περισσεύει πάντα το εύφορο για κάθε χειραγώγηση έδαφος της ανάγκης, (αυτής  που δημιουργεί μα και σκάβει κάθε σχεδιασμό στον χρόνο), και θα αποσύρεται/ξεπουλιέται (ακριβά, ξεγελώντας πάνω από όλα τον εαυτό του) το ταλέντο, (αυτό που θα μπορούσε εαν φυτευόταν στην εντιμότητα, αυτόν τον σχεδιασμό να τον ολοκληρώσει.)

Ads

Είναι θα ’λεγες μια κατάρα της ανθρωπότητας να εξαρτά  κάθε ουσιαστική αλλαγή από αυτό με βάση το οποίο οι Αυστραλοί χλεύαζαν τους Αβορίγινες. «Δεν έχετε τίποτε που να χρειαζόμαστε»… Τίποτε που να αξίζει να αγοράσουμε ή να εξαγοράσουμε δηλαδή… Ακόμη και την ιστορική καταγραφή, την αντιπροσώπευση της εξέγερσης, την έχουν αναλάβει μεσο και μικρο αστικά στρώματα ώστε να ναρκισσεύονται και να αποενοχοποιούνται δημιουργώντας και μια αντίστοιχου τύπου ταλαντούχα ‘αριστερά’, που όταν έρθει η ώρα θα πουλήσει με το αζημίωτο τα ταλέντα της υπέρ της καθεστηκυίας τάξης…

 Στην πραγματικότητα διώκονται  μέσα από τις διαφορετικές στρατηγικές κάθε χώρου  οι άνθρωποι/φορείς όλων των ακατάλληλων προσόντων: Λίγη περισσότερη ευαισθησία, λίγη περισσότερη αξιοπρέπεια, λίγη περισσότερη δύναμη για να τα κρατήσεις, δυνητικά ακόμη επικίνδυνα ώστε να χλευάζονται όταν βέβαια συνδυάζονται με εξυπνάδα για να τέμνεις τους ανθρώπους πίσω από τα χαμόγελα και τους φορείς πίσω από την επίπλαστη σπουδαιότητα τους. Φτάνουμε έτσι σε νέα επίπεδα αυτό που έχει αποκαλεστεί ως ψυχολογιοποίηση της αλλοτρίωσης, μιας εξαιρετικά πρόστυχης (ναι, αυτή είναι η λέξη…) προσέγγισης των ανθρώπινων αναγκών και χαρακτηριστικών που αποπειράται να αποδώσει ‘προσωπικές’ ψυχολογικές ευθύνες, αποκρύβοντας ή αποσιωπώντας τις δομικές, σε φαινόμενα όπως της έλλειψης προσαρμογής σε έναν σφαγιαστικό κόσμο ή ακόμη και της εργασιακής εξουθένωσης… Φαινόμενο που έχει ιδιαίτερη επιστημονική, αλλά και πολιτική, βαρύτητα το ότι προκύπτει σε μια ιστορική περίοδο όπου ριζοσπαστικές θεωρίες και παρεμβάσεις αφομοιώνονται στο κυρίαρχο σύστημα… (Βλ. Κ. Μπαϊρακτάρης, Κοινωνία και Ψυχική Υγεία).

Και το τραγικό είναι πως δεν διώκονται επειδή κάποια αόρατη αρχή συνομωσίας έχει αποφασίσει «έτσι» αλλά γιατί ακόμη και το πολύπλοκο δίκτυο μικροδυνάμεων κι άρα και των προσωπικών μας μικροσυμφερόντων αναπαράγει μηχανιστικά, το κυρίαρχο πρότυπο της κοινωνικής εξουσίας, που εκτιμά όσο τίποτε την σικέ «ανισορροπία» μεταξύ της ιεραρχίας και των ‘κριτών της’, εφευρίσκοντας πάντοτε για τις δομές μα και για τον εαυτό μας δικαιολογίες κατ’ επίφασην «σπουδαίες».

«Αμέτρητα παράθυρα. Δίχως ούτε ένα πρόσωπο πίσω τους». Γράφει ο Πίντερ κάπου στους Νάνους. Πολλές λύσεις δίχως μια διέξοδο στο Φως. «Σχεδόν λογικό» στην εποχή των «νάνων».  Όταν η οικονομική μα και ηθική ακρότητα βιώνεται, η πολιτικο-κοινωνική ακρότητα συγκροτείται. Από τα καθεστώτα της Σαρία που ονειρεύονται μια παγκόσμια επικράτηση μέσα από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, και την Αμερικάνικη λαϊκή δεξιά που ντύνει τα γυμνά αγάλματα στο Καπιτώλιο, και μέσα από την επικράτηση του Trump ετοιμάζει έναν ολοκληρωτισμό στα μέτρα της Δύσης, μέχρι την ακύρωση μέσα μας της ιδιότητας του συνανθρώπου και του πολίτη μα και την ύπουλη εκδοχή μιας αριστεράς που ταυτίζει τόσο βολικά την σοβαρότητα με την πλήρη ακύρωση της και τον (ως  επίπλαστο ανάχωμα εναντίον της) κάφρικο απολιτίκ αριστερισμό που ναρκισσεύεται με θρησκευτικού τύπου πολιτικές απολυτότητες, αφήνοντας απέξω μια  κοινωνία που έχει έτσι κι αλλιώς αφήσει απέξω τον εαυτό της …. Όλα ‘βοούν’ για το άκυρο των παλιών αναλύσεων και για την συντριπτική μα όμως κι έντιμη ανάγκη να βρεθεί επειγόντως κάτι νέο. Κάτι πέρα από τους προσωπικούς ή συλλογικούς, και πάνω από όλα τους ιδεολογικούς μας ναρκισσισμούς, που (καθώς το κεφάλαιο βρίσκει πια νέους τρόπους αναπαραγωγής του μακριά από την παραγωγική διαδικασία κι άρα θα υπάρχουν όλο και πιο πολλά ταλέντα που θα περισσεύουν) θα μπορέσει να ανατρέψει την πικρή παρατήρηση του Όργουελ, που τόσο επιτυχημένα περιγράφει μέρος του ανθρώπινου αδιεξόδου: Να έχεις την σοβαροφανή αφέλεια να ελπίζεις σε ό,τι εξαγοράζεται, ενώ έχεις μόνο να περιμένεις από ό,τι δεν μπορεί να δημιουργήσει κάτι καλό ώστε να αξίζει να εξαγοραστεί…   

   Και θα φέρει στην επιφάνεια την εξίσου πικρή ρήση ενός άλλου σημαντικού μυαλού, που κι αυτός κυνηγήθηκε και πέθανε πολύ νέος ως φορέας όλων των ‘ακατάλληλων προσόντων’: ‘Ενώ το να σχεδιάζεις να γίνεις καλύτερος άνθρωπος είναι ένας αντιεπιστημονικός φαρισαϊσμός, το να γίνεις πιο βαθυστόχαστος (κι άρα τουλάχιστον να κοροϊδεύεις λιγότερο τον εαυτό σου) είναι το προνόμιο αυτού που έχει υποφέρει» (Όσκαρ Ουάιλντ).