Με αφορμή την σημερινή συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν ας κάνουμε μερικές σκέψεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όλα αυτά τα χρόνια και ενώ η ελληνική γλώσσα είναι πλούσια, το λεξιλόγιο των ελληνικών ΜΜΕ όταν καταπιάνονται με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις περιορίζεται σε τρεις προτάσεις: «νέα τουρκική πρόκληση», «απομονωμένη η Τουρκία» και εσχάτως λόγω Ουκρανίας «επιτήδειος ουδέτερος».

Ads

Ως προς το πρώτο προφανώς υπάρχουν τουρκικές προκλήσεις, αυξομειούμενες ανάλογα με το εκάστοτε επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα στις δυο χώρες. Δεν συνιστά βέβαια κάθε τουρκική κίνηση πρόκληση, αλλά ας δεχθούμε ότι πρέπει να δικαιολογήσουμε μια υπερβάλλουσα πατριωτική και δημοσιογραφική πλειοδοσία.

Τα αλλά δυο όμως εκφεύγουν μιας ανεκτής υπερβολής ενώ και τα τρία μαζί μπορεί να αποτελέσουν τον ορισμό της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Να παγιδεύσουν, δηλαδή, τους πολίτες σε τέτοιο βαθμό σε μια λάθος εκτίμηση ώστε να παραδοθούν σε αυτή και να λειτουργούν με βάση αυτήν. Με αποτέλεσμα λόγω της αμφίδρομης σχέσης πολιτών –  πολιτείας να καθηλώνεται η εξωτερική πολιτική της χώρας και να χάνονται ευκαιρίες για επίλυση των διαφορών μας με την γείτονα.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκάλυψε το εσφαλμένο αυτών των εκτιμήσεων. Ιδιαίτερα του μύθου της απομονωμένης Τουρκίας. Η Τουρκία ουδέποτε ήταν απομονωμένη. Ούτε όταν λόγω της αγοράς των S – 400  οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ εκτραχύνθηκαν. Σε αυτή την περίπτωση η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της – αυτή που με μεγάλη ευκολία υποβαθμίζουμε σε επιτήδεια ουδετερότητα – της έδωσε βαλβίδα αποσυμπίεσης.

Ads

Στην Ελλάδα πήραμε πολυ στα σοβαρά την συμπεριφορά των γερουσιαστών Μενέντεζ και Ρούμπιο που καλούσαν σε σκληρά μέτρα και απομόνωση της Τουρκίας (παρεμπιπτόντως είναι αυτοί που με άγνοια κινδύνου παγκόσμιας ανάφλεξης ενορχήστρωσαν την πίεση στον Πρόεδρο Μπάιντεν για αποστολή μέσω Πολωνίας πολεμικών αεροσκαφών στην Ουκρανία). Δεν βλέπαμε την προσεκτική αντίδραση του Στειτ Ντηπάρτμεντ που έπρεπε να συνυπολογίσει την στρατηγική θέση της Τουρκίας στα Στενά, την παρουσία της στην Συρία και την Λιβύη, την πώληση drones στην Ουκρανία και άλλα πολλά.

Παγώσαμε, λοιπόν, τον διάλογο με την γείτονα σε επίπεδο άκαρπων διερευνητικών, υποκαταστήσαμε την πολιτική της επαρκούς άμυνας με αυτή των υπερεξοπλισμών και ανιχνεύσαμε τρόπους αποκλεισμού της Τουρκίας από την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου. Στην ίδια κατεύθυνση η ελληνοκυπριακή πλευρά στο Κραν Μοντανά  εγκατέλειψε την αναζήτηση πολιτικής λύσης με βάση την διζωνική δικοινοτική Ομοσπονδία και αφέθηκε στην άκαρπη πολιτική των εξορύξεων και τριμερών συνεργασιών χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα.

Ήδη προ του πολέμου είχαν φανεί τα επικίνδυνα αδιέξοδα για την χώρα μας από αυτήν την πολιτική με πρώτη προειδοποίηση την εγκατάλειψη του αγωγού East med. Όσοι λίγοι  επισημαίναμε την λάθος κατεύθυνση θεωρηθήκαμε μειωμένου πατριωτισμού αν όχι κρυπτουποστηρικτές του Ερντογάν. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τώρα όποιος τολμά πέραν της απερίφραστης καταδίκης της ρωσικής εισβολής να υπενθυμίζει και τις ευθύνες της Δύσης, κατηγορείται ως υποστηρικτής του Πούτιν. 

Ήρθε βέβαια ο πόλεμος με τις μεγάλες ανατροπές και δεν έμεινε τίποτε από τον ελκυστικό, πλην κατασκευασμένο μύθο. Αυτή η βδομάδα ήταν για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας εξαιρετικά αποδοτική. Εμείς ως συνήθως επικεντρωνόμαστε στην συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν. Δεν μπορούσαμε βέβαια να μην σημειώσουμε την συνάντηση στην Αττάλεια των ΥΠΕΞ Ρωσίας και Ουκρανίας λόγω του παγκόσμιου ενδιαφέροντος.

Εξίσου όμως σημαντική και με μεγαλύτερες ίσως πρακτικές επιπτώσεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν η επίσκεψη του Προέδρου του Ισραήλ στην Άγκυρα και το τέλος της δεκαπενταετούς ρήξης ανάμεσα στις δυο χώρες. Η επείγουσα ανάγκη απεξάρτησης της Ευρώπης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας οδηγεί σε αναζήτηση εναλλακτικών πηγών και αντιστοίχων οδών μεταφοράς τους.

Η Τουρκία αποκτά αναβαθμισμένο ρόλο και καθε εμμονή για συγκρότηση τριμερών ή πολυμερών συμμαχιών που θα την απέκλειαν είναι πλέον εκτός συζήτησης. Άρα η Ελλάδα πρέπει να αναπροσαρμόσει την στάση της με ότι αυτό συνεπάγεται και για το Κυπριακό και για άλλες πτυχές των Ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Στις 30 Οκτωβρίου 1930, 8 μόλις χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή, Βενιζέλος και Κεμάλ υπέγραψαν το ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας και Σταθερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας.

Το 2003 η κυβέρνηση Σημίτη μετά από εργώδεις διαπραγματεύσεις είχε φτάσει μισό βήμα πριν την συμφωνία για τα χωρικά ύδατα, που θα έλυνε και το ζήτημα της εναρμόνισης του εναέριου χώρου έτσι ώστε να επιλυθεί ή να παραπεμφθεί στην Χάγη η βασική μας διαφορά του ορισμού υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Μετά ήρθαν Καραμανλής και Μολυβιάτης και αρνήθηκαν – κάτω από την εθνικιστική πίεση και την θέση ότι ο χρόνος τρέχει υπέρ του αδρανούντος – να ολοκληρώσουν την συμφωνία. Μια μεγάλη ευκαιρία χάθηκε.

Στις 24 Απριλίου 2004 οι Τουρκοκύπριοι με την ενθάρρυνση ή την ανοχή της Τουρκίας ψήφισαν υπέρ του Σχεδίου Ανάν ενώ οι Ελληνοκύπριοι με την ευμενή προς το αποτέλεσμα αδιαφορία της ελληνικής κυβέρνησης καταψήφισαν. Άλλη μια μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε. Και στην επιτυχημένη περίπτωση του ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας και στις δυο άλλες αποτυχημένες απόπειρες επίλυσης των προβλημάτων προκύπτουν δυο αδιαμφισβήτητα συμπεράσματα.

Πρώτον ότι οι ευκαιρίες δεν υπάρχουν πάντα στο τραπέζι, αν δεν τις αρπάξεις την ώρα που μπορείς, αργότερα και να θέλεις δεν θα μπορείς.

Δεύτερον ότι πρέπει να υπάρχει αμοιβαίο όφελος και κίνητρο για να προσέλθουν τα δυο μέρη σε μια συμφωνία που αναπόφευκτα θα αποτελεί ένα προωθητικό συμβιβασμό. Ο Βενιζέλος εγκαταλείποντας την Μεγάλη Ιδέα ήθελε ηρεμία για να προωθήσει τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Ο Κεμαλ αντίστοιχα ήθελε να σταθεροποιήσει το κοσμικό κράτος και να το φέρει πλησιέστερα προς την Ευρώπη. Άρπαξαν έτσι την ευκαιρία και οδηγήθηκαν οι δυο χώρες σε win win αποτέλεσμα.

Στις άλλες δυο αποτυχημένες απόπειρες η Τουρκία είχε κίνητρο, την προοπτική ένταξης στην ΕΕ. Η κυβέρνηση της ΝΔ αντί να αξιοποιήσει την συγκυρία και το έδαφος που είχε προετοιμάσει η κυβέρνηση Σημίτη, οπισθοχώρησε. Η ευνοϊκή συγκυρία χάθηκε, ισχυρές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με προεξάρχουσα την Γαλλία του Σαρκοζί αντέδρασαν στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και η τελευταία σκλήρυνε την στάση της. Βαθμιαία η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επανήλθε και κορυφώθηκε τα τελευταία χρόνια.

Τώρα οι εξελίξεις ίσως ανοίγουν πάλι ένα παράθυρο ευκαιρίας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός με την προτροπή του Αλέξη Τσίπρα θα ανιχνεύσει τις δυνατότητες διαλόγου με τον δύσκολο γείτονα. Σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον στην ευρύτερη περιοχή μας. Με αναβαθμισμένη την Τουρκία η οποία σε αντίθεση με εμάς επέλεξε να μην παίξει τον ρόλο του επισπεύδοντας προθύμου αλλά του εξισορροπούντος μεσολαβητή. Ίσως πλέον να γίνει κατανοητό ότι διάλογος και αναζήτηση οδών οικονομικής συνεργασίας θωρακίζουν μαζί με την επαρκή άμυνα καλύτερα την χώρα μας.