Αυτό είναι το μεγάλο δημοψήφισμα για την παγκοσμιοποίηση. Παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον η υπερδύναμη που έδινε τον τόνο, όπως συνέβαινε μέχρι πριν από δέκα χρόνια, η σημερινή ψηφοφορία είναι αποφασιστικής σημασίας για τον πλανήτη. Ο χαμηλού επιπέδου εθνικισμός θα υπερισχύσει άραγε με τον Ντόναλντ Τραμπ στην ηγέτιδα χώρα του δυτικού κόσμου; Ή θα συνεχίσει να επικρατεί το ανοιχτό πνεύμα, που εκπροσωπούν οι δυνάμεις που συντάσσονται με την Χίλαρυ Κλίντον; (Μετάφραση – Επιμέλεια: Γεωργία Πρωτογέρου)

Ads

Το εν λόγω δημοψήφισμα δεν είναι το πρώτο και τα προηγούμενα δεν είναι καθησυχαστικά. Στην Μεγάλη Βρετανία με το Μπρέξιτ, στην Ουγγαρία με τον Βίκτωρ Ορμπάν, στην Πολωνία με μια αντιδραστική πλειοψηφία, στην Αυστρία όπου η άκρα δεξιά λίγο έλειψε να κερδίσει την Προεδρία, στην Γερμανία με την διείσδυση του κινήματος Pegida σε πολλά κρατίδια, στην Γαλλία με τις αλλεπάλληλες επιτυχίες του Εθνικού Μετώπου, το κύμα υπερτόνισης των εθνικών χαρακτηριστικών και η εσωστρέφεια προξενούν ρήγματα ακόμη και στα πιο καλά θεμελιωμένα φράγματα.

Παντού, ως αντίδραση ενάντια στις ελεύθερες συναλλαγές, τον πολιτιστικό κοσμοπολιτισμό και την μετανάστευση, επενεργούν οι ίδιες θεματικές : εθνικισμός με έντονα ξενοφοβικά χαρακτηριστικά και επιθετική απόρριψη των παλαιών δημοκρατικών ελίτ. Αυτή η παλίρροια της μισαλλοδοξίας ξυπνά τις χειρότερες φαντασιώσεις.

Χρειάζεται μήπως να υπενθυμίσουμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ πρότεινε κουτσά-στραβά να σπάσουν οι συμφωνίες της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (COP 21) λόγω “κλιματολογικού” σκεπτικισμού, να νομιμοποιηθούν τα βασανιστήρια, να δολοφονηθούν οι οικογένειες των τζιχαντιστών, ώστε να αποτραπούν από την διάπραξη τρομοκρατικών επιθέσεων, να υψωθεί ερμητικός τοίχος στα σύνορα με το Μεξικό, να απελαθούν περί τα 11 εκατομμύρια αλλοδαποί “χωρίς χαρτιά” ή ακόμη και να απαγορευτεί η είσοδος των μουσουλμάνων στις Ηνωμένες Πολιτείες;

Ads

Βέβαια, πολλές από τις παραπάνω προτάσεις, που είναι εμφανώς αντισυνταγματικές, στην συνέχεια προσαρμόστηκαν. Γνωρίζουμε όμως ότι η προεκλογική εκστρατεία τού Τραμπ συνίστατο κατ’ουσίαν στο να υποδεικνύει με τα πιο προσβλητικά λόγια τις μειονότητες των αφροαμερικανών και των λατινοαμερικανών, ως τους αποδιοπομπαίους τράγους για όλες τις δυσκολίες  που υπάρχουν στην Αμερική. Με τον Τραμπ, ο Λευκός Οίκος που επί οκτώ χρόνια κατοικούνταν από έναν μιγά πρόεδρο, θα αποδιδόταν στον προορισμό που του επιφυλάσσει το εκλογικό σώμα που στηρίζει Τραμπ, θα ξαναγινόταν δηλαδή ο Οίκος των Λευκών.

Είτε κερδίσει, είτε χάσει ο Τραμπ, θα δημιουργήσει αίσθηση. Η άξεστη ιδεολογία του δεν θα εξανεμιστεί σαν κακό όνειρο και η ηθική αγανάκτηση δεν θα αρκέσει για να απομακρυνθεί ο κίνδυνος. Για να αντιμετωπιστεί, πρέπει να ανατρέξουμε στις βαθύτερες αιτίες αυτής της βίαιας εισβολής της καρικατούρας. Πρώτα απ΄όλα, πρόκειται για το φιλελεύθερο δόγμα.

Το «laissez-faire», το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας, των ελεύθερων συναλλαγών με όσο το δυνατόν μικρότερη κρατική παρέμβαση, το οποίο ανήχθη σε χρυσό κανόνα,  αναμενόταν να ωφελήσει τους πάντες. Διότι ο πλούτος θα μετακυλιόταν και θα διοχετευόταν άνωθεν, στο σύνολο της κοινωνίας. Συνέβη όμως ακριβώς το αντίθετο, καθώς μόνο οι ανώτερες τάξεις επωφελήθηκαν από την φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, μέσω ενός χωρίς όρια, πλουτισμού. Στις ανεπτυγμένες χώρες, το εισόδημα των μεσαίων και των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων παρέμεινε στάσιμο. Στην παραδοσιακή Αμερική πλανάται το φάσμα της κοινωνικής έκπτωσης. Οι ελίτ γεύονται την απόρριψη, ενώ οι δημαγωγοί εκτινάσσονται στα ουράνια.

Στην οικονομική ανασφάλεια προστέθηκε η πολιτισμική τρομοκρατία. Απειλούμενη στην ίδια της την ευημερία, βλέποντας τις αξίες της να τσαλακώνονται, η αμερικανική μεσαία τάξη οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η συρροή των ξένων ― που στην Αμερική συμβαίνει από αμνημονεύτων χρόνων ― συνδυαζόμενη με τις διεκδικήσεις των μειονοτήτων, μετέτρεπε την «Main Street», την κεντρική οδό των αμερικανικών κωμοπόλεων σε πολιορκημένο φρούριο.

Σε αυτό το μέτωπο, οι προοδευτικοί ηγέτες δυσκολεύονται να βρουν τον βηματισμό τους. Όσο κι αν αντιλαμβάνεται κανείς ότι μια πιο ισότιμη πολιτική θα μπορούσε να διορθώσει το κακό ― αυτό είναι εξάλλου, το νόημα των επιτυχιών που σημείωσε ο Μπέρνυ Σάντερς κατά τις προκριματικές εκλογές ― τόσο το θέμα της ταυτότητας, το τόσο ξένο στην πολιτική του κουλτούρα, αφήνει το στρατόπεδο της προόδου χωρίς φωνή. Μόνο ο Μπαράκ Ομπάμα, με την υποστήριξη της συζύγου του Μισέλ, βρήκε τα λόγια που έχουν ακόμη απήχηση στην γενναιόδωρη Αμερική. Πρόκειται όμως για τον λόγο ενός απερχόμενου προέδρου, με μέτριο απολογισμό. Θα είναι αρκετός;

Πηγή: Libération