Μια και κοντεύει η άνοιξη (δεν γράφω «ήρθε» για να μην την πάθω σαν τη γριά της παροιμίας) είπα να κάνω μιαν εκκαθάριση στα μπουκάλια με τα ποτά, και τα μάζεψα για μιαν αναμνηστική φωτογραφία, πριν τα πάω στην ανακύκλωση, σαν τους παλιούς συντρόφους που με τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας τους βγάζουν μια τελευταία φωτογραφία πριν αποσυρθεί ο καθένας στο χτηματάκι του. Όταν λέω εδώ ποτά, εννοώ εκείνα που έχουν μεγάλο οινοπνευματικό βαθμό, όχι κρασιά και μπίρες, που καταναλώνονται άλλωστε σε μια καθισιά ή σε λίγες καθισιές.

Ads

Στη φωτογραφία πλειοψηφούν τα μπουκάλια με μακρύ λαιμό, που είναι όλα τους αποστάγματα, τα πιο πολλά από φρούτα, με πρώτο το απόσταγμα μιραμπέλας που είναι το εθνικό μας φρούτο εδώ στη Λοθαριγγία -ένα είδος κορόμηλο είναι, πολύ όμοιο με το πράουστο της Σαμοθράκης.

Αλλά εδώ λεξιλογούμε, οπότε με αφορμή το ανοιξιάτικο ξεκαθάρισμα που έκανα θα γράψω μερικά ετυμολογικά και λεξιλογικά για τα αποστάγματα αυτά. Επίσης, για λόγους μεθοδολογικούς, ας πούμε, δεν θα αναφερθώ από ετυμολογική άποψη στα ελληνικά αποστάγματα, ρακή, τσίπουρο, τσικουδιά και ούζο, επειδή αξίζουν ξεχωριστό άρθρο. Βέβαια ρακή, τσικουδιά και τσίπουρο είναι ουσιαστικά το ίδιο ποτό (περιμένω σχόλια υπέρ και κατά της άποψης).

Ο τίτλος λέει «το νερό της ζωής», και πράγματι η γαλλική ονομασία των αποσταγμάτων είναι eau-de-vie, το οποίο αν μεταφραστεί κατά λέξη σημαίνει «νερό της ζωής». «Νερά της ζωής» υπάρχουν πολλά, ανάλογα με τον καρπό που χρησιμοποιείται για να ζυμωθεί και να αποσταχθεί: μιραμπέλα, κεράσι, μήλο, κυδώνι, δαμάσκηνο (όλα αυτά υπάρχουν στη φωτογραφία αλλά δεν φαίνονται). Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί κρασί για την απόσταξη ή δημητριακά, πατάτες, και γενικά οτιδήποτε ζυμώνεται -το ρούμι ας πούμε βγαίνει από μελάσσα ή χυμό ζαχαροκάλαμου. Tα αποστάγματα αυτά έχουν οινοπνευματικό βαθμό από 40 και πάνω -νομίζω ότι πρέπει να έχουν πάνω από 37,5 για να χαρακτηριστούν eau de vie, αλλά συνήθως έχουν πάνω από 40.

Ads

Η γαλλική ονομασία eau de vie είναι μεταφραστικό δάνειο από το λατινικό aqua vitae, νερό της ζωής και πάλι. Λατινικά, αλλά όχι της κλασικής εποχής -πρόκειται για μεσαιωνικά λατινικά των αλχημιστών, διότι οι αλχημιστές του Μεσαίωνα ανέπτυξαν πολύ την τεχνική της απόσταξης, που ήταν γνωστή και από παλιότερα βεβαίως (στο άρθρο για τον λαμπίκο είχαμε αναφερθεί στον περίφημο Ζώσιμο τον Πανωπολίτη). Το οινόπνευμα που έβγαινε από την απόσταξη κρασιού, το είπαν, ανάμεσα στ’ άλλα, aqua vitae (νερό της ζωής) και aqua ardens (φλογερό νερό). Από το aqua vitae προέκυψε το γαλλικό eau-de-vie αλλά και άλλες ονομασίες ποτών, ας πούμε το σκανδιναβικό aqvavit. Aπό το aqua ardens είχαμε το ιβηρικό και λατιναμερικανικό aguardente.

Καμιά φορά η λέξη αλλάζει πολύ, σε σημείο να γίνεται αγνώριστη. Θα θυμάστε από τον Λούκι Λουκ πως οι Ινδιάνοι αποκαλούσαν «νερό της φωτιάς» το ουίσκι, όμως και το whiskey/whisky, ετυμολογικά, είναι νερό της ζωής. Eννοώ ότι η λέξη προέρχεται από το γαελικό uisge beatha, που θα πει κατά λέξη «νερό της ζωής» και που είναι και αυτό μεταφραστικό δάνειο από το μεσαιωνικό λατινικό aqua vitae. Το ουίσκι γίνεται από δημητριακά: κριθάρι, βύνη, καλαμπόκι στην Αμερική.

Από δημητριακά ή πατάτες γίνεται η βότκα. Αυτή κατά λέξη σημαίνει «νεράκι», αφού το voda είναι το νερό -εξού και τα Βοδενά, η Έδεσσα, η πόλη με τα πολλά νερά. Το μπράντι, πάλι, είναι σύντμηση του brandywine και είναι δάνειο από το ολλανδικό brandewijn, καμένο κρασί κατά λέξη, επειδή προκύπτει από απόσταξη κρασιού. Βρίσκω με την ευκαιρία ότι και το τσέχικο palenka (pálinka στην Ουγγαρία), που είναι το γενικό όνομα για τα αποστάγματα φρούτων, προέρχεται από το ρήμα paliti, που σημαίνει ‘καίω’, και πάλι αναφορά στο καζάνι της απόσταξης. (Στα δικά μας καζανέματα λέμε για ‘ματαβρασμένη ρακή’).

Σε αντίθεση με όλα τα παραπάνω, το κονιάκ έχει προέλευση τοπωνυμική, αφού υπάρχει γαλλική πόλη Cognac (από το λατινικό Comniacum, κάποιος Cominius βρίσκεται στην αρχή του τοπωνυμίου) . Σε κάποιο διήγημα του Τσιφόρου εμφανίζεται ένας Ρώσος που ζητάει Σασνιάκ, «ένα ελαφρύ γκαλλικό κρασάκι που το λένε Σασνιάκ», διότι έτσι πρόφερε το Cognac ρωσοπρεπώς και επειδή οτιδήποτε δεν διέλυε το μάρμαρο του πάγκου το θεωρούσε ελαφρύ. Τοπωνυμική προέλευση έχουμε και στο καλβαντός (Calvados), μπράντι από μηλίτη. Το Καλβαντός είναι περιοχή της Γαλλίας, στα δυτικά.

Άλλα αποστάγματα ονοματίζονται, πολύ λογικά, από τον καρπό που συμμετέχει στην παρασκευή τους. Θα αναφέρουμε το Kirschwasser, από κεράσια, τις διάφορες σλιβόβιτσες (σλίβα το δαμάσκηνο στις σλάβικες γλώσσες των Βαλκανίων) ή το τζιν. Το τζιν ετυμολογικά είναι δάνειο από το ολλανδικό genever και ανάγεται στο λατινικό juniperus, σημερινό αγγλικό juniper, που είναι ένα δέντρο, άρκευθος ή αγριοκυπαρίσσι, που οι καρποί του χρησιμοποιούνται για να αρωματίζεται το ποτό αυτό.

Παλιότερα έπινα τζιν (με τόνικ βέβαια), αλλά το θεωρώ καλοκαιρινό ποτό -εδώ στους βαριούς δυτικούς χειμώνες προτιμώ τα κονιάκ και τα αποστάγματα, τα νερά της ζωής. Πείτε με αδιαφώτιστο, αλλά το άλλο νερό της ζωής, το ουίσκι εννοώ, ποτέ δεν μου άρεσε πολύ. Να σημειωθεί ότι δεν αναφέρω εδώ ποτά που τα πίνεις σαν συνοδεία σε μεζέ ή φαγητό, κρασί δηλαδή ή ούζο ή τσίπουρο. Αν και τώρα τελευταία βρήκα κάτι «παλαιωμένα» τσίπουρα που μια χαρά πίνονται και μόνα τους, χωρίς φαγητό.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο sarantakos.wordpress.com