Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεται καλά κάποιος στις εκθέσεις βιβλίου είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που ενώ τρέχουν τα σάλια τους πάνω από ένα τίτλο δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να τον αποκτήσουν. Συνήθως πρόκειται για συγγραφείς και βιβλιοφάγους.

Ads

Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης πολλοί απ’ τους ανθρώπους με τις παραπάνω δύο ιδιότητες (… μαζί ή από μία) έχασαν την οικονομική τους δύναμη. Συνηθισμένοι στο λιτό βίο, αυτοί οι άνθρωποι τώρα καλωσορίζουν τον φτωχό βίο. Και η πρώτη τους καταναλωτική ανάγκη, η απόκτηση βιβλίων, είναι αυτή που χτυπιέται περισσότερο συρρικνώνοντας και την σχετική με το χώρο αγορά. Ας μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, στην Ελλάδα ο συγγραφέας σπανιότατα προσπορίζεται τα προς το ζην από την τέχνη του. Συνήθως κάνει κι άλλες δουλειές που όμως του αποφέρουν ελάχιστα κέρδη. Βλέπετε είναι άνθρωπος ταγμένος θυσιαστικά στη συγγραφή και την ανάγνωση. Και αυτές οι ενασχολήσεις θέλουν τον χρόνο τους. Στο άρθρο μου αυτό γράφω για περιπτώσεις μοναχικών συγγραφέων και βιβλιόφιλων.

Θα συνεχίσω το κείμενο απ’ την εικόνα της αρχής του. Ο βιβλιόφιλος που τρέχουν τα σάλια του πάνω από ένα βιβλίο. Και τί δεν κάνει για να νιώσει για λίγο την (ψευδ-) αίσθηση ότι το βιβλίο του ανήκει. Σηκώνει το αντικείμενο του πόθου του απ’ το ράφι του. Μυρίζει τις σελίδες του και τις ξεφυλλίζει διαβάζοντας όσο γίνεται απ’ το περιεχόμενο τους. Το ξαναμυρίζει και το αντιμετωπίζει ως αισθητικό συμβάν. Το βλέπει πιο πολύ σαν κάποιο εικαστικό επίτευγμα. Τα σχέδια στο εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο , η φωτογραφία του συγγραφέα στο αυτάκι του βιβλίου και ό,τι άλλο, συναπαρτίζουν αυτό που αρχικά δεν λειτουργεί παρά σαν αισθητηριακό σκίρτημα. Όταν ο διακαής πόθος του βιβλιόφιλου τον βουρλίζει, η ανάγκη της απώλειας-απώθησης του αντικειμένου είναι ζωτικής σημασίας. Δεν μπορείς  να εσωτερικεύεις κάτι που για πολύ καιρό ακόμη θα αντί-κειται στις βουλές σου, αποτελώντας αρνητή της επιθυμίας σου για μεταξύ σας διεπίδραση.
 
Για τον βιβλιόφιλο ή το συγγραφέα υπάρχουν κάποιες εναλλακτικές λύσεις. Το πρόβλημα είναι πως αυτές  δεν ανοίγονται  σε βιβλία όλων των θεμάτων.  Οι λύσεις αυτές δεν αυγατίζουν τον αριθμό των βιβλίων στις παλίμψηστες βιβλιοθήκες των αναγνωστών. Κακά τα ψέματα, ο ναός τον οποίο ο βιβλιόφιλος επισκέπτεται με απαράμιλλη ευλάβεια είναι το μεγάλο βιβλιοπωλείο. Στο μεγάλο βιβλιοπωλείο, μπροστά στα μάτια του ρέκτη της αναδίφησης στα κείμενα, ξεδιπλώνεται σε όλο το κλέος της η πνευματική παραγωγή όλων των εποχών. Θα μου πείτε υπάρχουν οι δανειστικές βιβλιοθήκες και τα αναγνωστήρια. Θα σας πω ότι για τον βιβλιόφιλο η βιβλιοθήκη είναι το μοναδικό κόσμημα που έχει να προσέχει και να φροντίζει ανελλιπώς.
 
Εξάλλου η απόκτηση ενός βιβλίου δεν υπόσχεται μόνο την αναγνωστική ηδονή αλλά και άλλες σημαντικές απολαύσεις. Γράφει ο Varlam Shalamov στο βιβλίο του Βιβλιοθήκες (εκδόσεις Άγρα): Πάντα, αγόραζα βιβλία, όχι πολλά, ένα το μήνα ή κάθε δύο μήνες.   Όταν παντρεύτηκα, νόμιζα ότι θα μπορούσα να μαζέψω αρκετά δικά μου βιβλία, να σημειώνω, να τσακίζω  τις σελίδες, να δένω, να κολλάω, να χαϊδεύω τα εξώφυλλα, ν’ ακούω τον – ακόμη πιο γλυκό κι απ’ το θρόισμα των φύλλων στο δάσος- ψίθυρο ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου. Αγόραζα βιβλία κάθε φορά που πληρωνόμουνα, ελάχιστα, και μόνο βιβλία γνωστά, αγαπημένα, οικεία, σημαντικά.
 
Η ανάγνωση σ’ ένα αναγνωστήριο είναι εξαιρετικά αγχωτική. Θα μπορούσα να τη συγκρίνω  με το σεξ σε κάποιο δημόσιο χώρο. Υπάρχει μια αγωνία να προλάβεις, να τελειώσεις, να αισθανθείς, να θυμηθείς, να αφομοιώσεις. Στο αναγνωστήριο οι επισκέπτες ρίχνουν ματιές λαθραναγνώστη ο ένας στο  βιβλίο του άλλου. Οι σκέψεις, οι συνειδήσεις εκπίπτουν στη δημιουργία συναισθημάτων ακόμη μεγαλύτερης περιέργειας και  χάνουν το αντικείμενο στο οποίο ήταν συγκεντρωμένες. Τα βλέμματα ρεμβάζουν επάνω στις μορφές των άλλων. Η ατμόσφαιρα φορτίζεται με μια δόση από ανακριτικές διαθέσεις και όλα χάνουν τελικά το στόχο τους μέσα σε άλλους πιο ελαφράς διάθεσης.  Όσες φορές και να επισκέφτηκα καφέ με μικρές βιβλιοθήκες ποτέ δεν μπόρεσα να βγάλω το έργο που ήθελα. Πάντοτε τέτοιες εφορμήσεις μου καταλήγουν στην απόλυτη βεβαιότητα για την ανημποριά μου να ξαναγίνω ο ωραίος αναγνώστης που ήμουν.
 
Μπορεί να περάσει αρκετός καιρός μέχρι ο βιβλιοφάγος να μπορέσει να αγοράσει ένα καινούργιο βιβλίο. Η προμήθεια νέου υλικού προς μελέτη επαφίεται πια στην καλή διάθεση κάποιων φίλων του και γνωστών. Μπορεί να περάσει τόσος καιρός μέχρι  την επόμενη ανάγνωση, κανείς ξεχνάει κι αυτή ακριβώς τη λέξη (ανάγνωση). Η τύρβη της βιοτής επαναπροσδιορίζει τις μάχες  και ο αναγνώστης χάνει για καιρό αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ταυτότητας του.  
 
Η ρήξη του δεσμού ανάμεσα στον αναγνώστη και το βιβλίο ενσταλάζει στον ενδιαφερόμενο την αίσθηση πως δεν ενημερώνεται, πως δεν ανανεώνει τις γνώσεις του, και τελικά καταρρέει στην απελπισία πως οι ιδέες του είναι παρωχημένες και δεν μπορεί να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο το νέο που κομίζουν απ’ τα γραπτά τους στον κόσμο οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες. Η πρόοδος είναι συνυφασμένη με την ελευθερία και τα φιλοσοφικοκαλλιτεχνικά ανοίγματα της ανθρώπινης συνείδησης. Αν η Ελλάδα μαστίζεται από  κάποια πράγματα περισσότερο από όλα την περίοδο της κρίσης, αυτά είναι η ανάδυση του συντηρητισμού και ο ανασταλτικός συλλογικός φόβος.


 
Πέρασε καιρός από τότε που θεώρησα πως τέλειωσα μ’ αυτό το άρθρο. Όμως να! Την πάτησα και ήθελα οπωσδήποτε να έχω και στην βιβλιοθήκη μου στην Αθήνα το πρωτοπόρο έργο του κόμη του Λωτρεαμόν τα Άσματα του Μαλντορόρ. Το είχα σε τρία αντίτυπα στο οχυρό μου στη πατρογονική Κω. Στην αρχή απλώς ήθελα να το έχω και στην πρωτεύουσα. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές είναι γιατί θέλω αυτή τη στιγμή το βιβλίο. Δυστυχώς δεν μπορώ. Δεν έχω ρευστό για να το αποκτήσω.  
 
Θεριεύει μέσα μου η ανάγκη για το μνημειώδες γέννημα της λοξής σκέψης του μοναδικού αυτού συγγραφέα.  Είναι πολύ αργά για να κωλυσιεργήσω με αποστολές από την Κω προς την Αθήνα του πολυπόθητου αντικειμένου.  Ο Λωτρεαμόν δεν έγραψε απλώς, έφτιαξε μια πινακοθήκη για τα ανθρώπινα πάθη και μας την παρέδωσε για να θαυμάζουμε και να αναγαλλιάζουμε  μέσα στις εικόνες της.  Έχει και η ασύδοτη πράξη την καταχωνιασμένη ομορφιά της.
 
Περνούν οι μέρες και θέλω τώρα το βιβλίο. Πάντοτε τώρα και πάντοτε γράφω για να ξεχνώ αυτό το ατέρμονο βασανιστικό «τώρα». Θυμήθηκα την μέθοδο του Κωστή Παπαγιώργη όταν έκλεβε για να ζήσει βιβλία από βιβλιοπωλεία στο Παρίσι. Φθινόπωρο είναι κι εκείνο το παλτό μου με τις μεγάλες τσέπες στέκεται και αδημονεί να το φορέσω. Βλακείες. Δεν είμαι θαρραλέος. Ευτυχώς που υπάρχει αδιάβαστο εκείνο το βιβλίο του Ουίλιαμ Μπλέηκ. Συμβιβασμός. 

Ads