Το ότι έπρεπε να συνοδεύσω την Έλλη ήταν  μια καλή πρόφαση για να δω το «Αν…» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Σε διαφορετική περίπτωση μάλλον θα έπρεπε να το κάνω ινκόγκνιτο. Εξάλλου ποιος σοβαρός σινεφίλ θεατής θα πήγαινε μόνος του να δει την ταινία του σκηνοθέτη των τηλεοπτικών σειρών με τις νεανικές παρέες που βολοδέρνουν από  τον Casa di Patsi καναπέ στην Άβαξ πολυθρόνα και τούμπαλιν, αλλάζοντας ερωτικούς συντρόφους σε μίνιμαλ διακοσμημένα καθιστικά και κουζίνες με κεντρικό απορροφητήρα, κατά προτίμηση στην Κηφισιά, την Πλάκα ή σε κάποιο νησί… Ευτυχώς, τα παιδιά, εκτός από τεκμήριο, κάποιες φορές αποτελούν και άλλοθι για κάθε υποφώσκουσα, σχεδόν ηδονοβλεπτική, διάθεση ελαφρότητας των ενηλίκων.

Ads

Η ταινία μπήκε με το Anitra’s dance από τη σουίτα Peer Gynt του Edvard Grieg και με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, ερωτευμένο φορτηγατζή, να προκαλεί θανατηφόρο ατύχημα οδηγώντας με μεγάλη ταχύτητα μέσα στα στενά της Πλάκας. Στο σημείο αυτό ο χρόνος μηδενίζεται και η υπόθεση αρχίζει. Η ταινία παρακολουθεί τη ζωή του Δημήτρη, ενός νεαρού εργένη που μένει στην Πλάκα. Μάλλον παρακολουθεί τα ενδεχόμενα της ζωής του Δημήτρη και τις διαφορετικές ζωές που προκύπτουν από την επιλογή άλλοτε άλλου ενδεχομένου. Ο Δημήτρης βγάζει ή δεν βγάζει βόλτα τη Μοναξιά του (τον σκύλο του).

Τα δύο ενδεχόμενα οδηγούν σε δύο διαφορετικές αλληλουχίες γεγονότων με τα ίδια πρόσωπα να οδηγούνται σε πορείες παράλληλες ή συγκλίνουσες, ζώντας τη μία και μοναδική τους ζωή σε επάλληλες σπονδυλωτές ιστορίες. Συνεκτικό ρόλο στις επάλληλες ιστορίες έχει το τηλεοπτικό ζευγάρι Γιώργου Κωνσταντίνου-Μάρως Κοντού, που λες και έχουν ξεπηδήσει από την ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα Η γυνή να φοβήται τον άνδρα (προβάλλεται στην τηλεόραση, σε κάποιο αρχικό πλάνο της ταινίας) στη σύγχρονη πραγματικότητα και προσπαθούν να ερμηνεύσουν με τη σοφία της ηλικίας τα άλυτα ζητήματα της καρδιάς.

Ομολογώ ανερυθρίαστα ότι βρήκα άκρως ευρηματική την σκηνοθεσία του Παπακαλιάτη. Νευρώδης, ατμοσφαιρική, με τα γνωστά κοντινά πλάνα που φθάνουν στα όρια ναρκισσισμού, αλλά δεν παύουν να είναι άρτια τραβηγμένα. Ακόμα και το σενάριο δείχνει να είναι λίγο πιο κατασταλαγμένο από τα παλαιότερα. Έχει μεγαλώσει και ο ίδιος , έχουν αλλάξει και οι καιροί, κάτι έχει νιώσει στο πετσί του, κάτι πάει να βγάλει και στην ταινία του. Περνάνε από τα πλάνα της ταινίας, έστω και επιδερμικά, τα κλειστά μαγαζιά του κέντρου, οι γεμάτοι γκράφιτι τοίχοι, οι Πακιστανοί με τα σιδερικά, τα ενεχυροδανειστήρια. Η μουσική επένδυση της ταινίας, αν και προβλέψιμη, είναι ελκυστική και η φωτογραφία, όπως πάντα, εξαιρετική. Ιδιαίτερα χαριτωμένος είναι ο τρόπος που αλλάζουν οι εποχές στην αρχή της ταινίας, όταν το ζευγάρι ζει ακόμα το ερωτικό του πάθος. Σαν να περπατάνε μέσα στις εποχές, ανέμελοι, αδιάφοροι για τη ζέστη ή το κρύο.
 

Ads

Υπάρχουν βέβαια αδύναμα σημεία. Η τάση του Δημήτρη-και στις δύο εκδοχές του-να κάθεται κατάχαμα κάθε φορά που είναι στενοχωρημένος, καταντάει κλισέ προβλέψιμο, σχεδόν κωμικό. Η Θέμις Μπαζάκα υφίσταται καρδιακή ανακοπή σαν να παθαίνει λόξυγγα: ενώ κουβεντιάζει  κανονικά, γυρίζει το κεφάλι της και πεθαίνει. Οι γιατροί προσπαθούν να την επαναφέρουν μόνο με ηλεκτρική ανάταξη (χωρίς θωρακικές συμπιέσεις) μετρώντας ένα-δύο-τρία εν χορώ, σαν μικρή ορχήστρα που ετοιμάζεται να εκτελέσει βαλς του Στράους. Επιπλέον, είναι απίθανο να μπορεί να αναπτύξει ένα φορτηγό μεγάλη ταχύτητα στα στενά της Πλάκας.
 

Ο Παπακαλιάτης δεν είναι καλός ηθοποιός. Ούτε πολύ όμορφος. Καταφέρνει όμως να γράψει τον εαυτό του στον κινηματογραφικό χρόνο με τρόπο ελκυστικό. Συνολικά μου άρεσε η ταινία, δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ. Είχε κάτι από την κατηγορία εκείνη των ταινιών με άρωμα, μελωδία και γεύση στις σωστές αναλογίες (μου θύμισε αμυδρά τηνΑμελί). Δεν είναι η ταινία-ορόσημο για τον ελληνικό κινηματογράφο, όμως βλέπεται ευχάριστα και αξιοποιεί άρτια το σύνολο σχεδόν της διάρκειάς της.

Μια λεπτομέρεια-σύμπτωση: δύο φορές μέσα στην ταινία ακούγεται η φωνή του Χρόνη Μίσσιου να διατυπώνει σκέψεις για τη ζωή και την ύπαρξη, σαν ένα απροσδόκητο μνημόσυνο του συγγραφέα που χάθηκε λίγες ημέρες πριν την επίσημη πρώτη προβολή της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Πηγή: Liquid Days