Τη συνάντησα τυχαία, εκεί που προχωρούσα στενάζοντας σε μαύρα φαράγγια και χαράδρες. Στεκόταν στη μέση από ένα ξέφωτο, μ’ ένα ντουμάνι από αρωματικά να τη θυμιατίζει και μόλις με είδε μου είπε, «Έλα εδώ, παιδί μου, θα πλαντάξεις πια. Κάτσε κάτω να τα πούμε.»

Ads

«Ναι, αλλά μη μ’ αρχίσεις στα ήξεις αφήξεις, να πεις δυο κουβέντες σταράτες, κι όχι απ’ τα μελλούμενα, απ’ αυτά που γίνονται και δεν καταλαβαίνω.»

Δεν της καλάρεσε, αλλά το δέχτηκε: «Ωραία, σ’ ακούω.»

«Πώς γίνεται να διαλύουν την κοινωνία μου, την πορεία δεκαετιών, τον κόπο γενιών που σακατεύτηκαν για μια προκοπή, και να το υπομένω;»

Ads

«Πόσων λαών και της πορείας τους σακάτεμα υπέμεινες όσο θυμάσαι τον εαυτό σου; Τα γνωστά, παιδιά να πεθαίνουν στην Αφρική για μια ασπιρίνη, ή ένα ποτήρι νερό, νάρκες βόμβες, άμαχοι ως παράπλευρες απώλειες. Ε. έχεις εκπαιδευτεί.»

 «Δεν είναι δίκαιο αυτό. Δε μπορούσα εγώ να αλλάξω τον κόσμο.»

«Αφού δε μπορούσες, λούσου τον.»

«Δε βοηθάς.»

«Ούτε εσύ.»

«Κοίτα, να το πάρουμε πιο συγκεκριμένα. Πώς είναι δυνατόν, σε δημοκρατικό πολίτευμα, να με κυβερνάν άνθρωποι που ούτε εμπιστεύομαι, ούτε εκτιμάω, κι όλο μου τη φέρνουνε κι όλο τους βρίζω;»

«Το παράδοξο δεν καταλαβαίνω. Εκείνοι σ’ έχουνε για ηλίθιο κι άχρηστο, εσύ τους έχεις γι απατεώνες ή ανίκανους, μια χαρά συμπεθεριάζετε.»

«Πυθία, θα με νευριάσεις. Απλά, βρε κυρά μου, πώς γίνεται να ζω μέσα σ’ έναν παράδεισο, να μοσχομυρίζει ο τόπος, να κελαηδάνε πετροκότσυφες, και να μ’ έχουν κάνει με τα λεφτά τους και τις απειλές τους να βαδίζω και να παραμιλώ;»

«Γιατί σου παίζουνε ταμπούρλο κι εσύ χορεύεις.»

«Τώρα, αυτό το λες σαφές εσύ;»

«Σαφέστερο δε γίνεται.»

«Ξέρεις τι είναι ν’ ανάβεις τη λάμπα και να σκέφτεσαι το λογαριασμό που θα’ ρθει; Να μπαίνει ο μήνας και να μην έχεις μια δραχμή – ευρώ, οτιδήποτε, μην πιαστείς από κει – για να πορευτείς;»

«Λοιπόν, δεν είσαι για προκοπή. Ζεις μια περιπέτεια. Και κολύμπι θέλει, και τσαμπουκά θέλει, και να πετάξεις την ψευτιά από πάνω σου θέλει. Ένα βλεφάρισμα του σύμπαντος είσαι, και μη με νευριάζεις άλλο. Αν περνάει κάτι από το χέρι σου, κάντο και τελείωνε. Αν δεν
περνάει, σώπα και πάλι τελείωνε.  Ή πήγαινε άκου τους πετροκότσυφες. Καλύτερα θα περάσεις – κι εσύ και το δάσος κι εγώ.»

Όνειρο ήταν (χτες βράδυ το είδα) και… πηγαίνει

Πηγή: aeginalight.gr