Ήθελα να βγω στον καθαρό αέρα. Πρέπει να ήταν έντεκα όταν έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Κατέβηκα στο ισόγειο. Κατηφόρισα προς τη Φωκίωνος Νέγρη. Προσπέρασα το δημοτικό μου σχολείο. Στο ύψος της Επτανήσου έστριψα αριστερά. Κατευθύνθηκα προς το παλιό μου γυμνάσιο. Στην οδό Χανίων….
Ένιωθα τρομερή έξαψη, καθώς προχωρούσα στο δρόμο, εκείνη τη νύχτα του Νοεμβρίου – μια έξαψη που επιθυμούσα το συντομότερο κάπου να τη διοχετεύσω, με κάποιον να τη μοιραστώ…”
Πέτρος Τατσόπουλος

Ads

“…Αυθόρμητα επέλεξα την τότε φιλενάδα μου, ένα συνομήλικό μου κορίτσι από τη Λακωνία, δίχως να πολυψειρίσω τις πιθανές παρενέργειες. Διέμενε μαζί με το θείο της και τη μητέρα του θείου της σ’ ένα διαμέρισμα επί της οδού Χανίων, λίγο πιο κάτω από το παλιό μου γυμνάσιο. Παρέβλεψα ότι ο θείος της αγνοούσε το δεσμό μας και ότι η ώρα ήταν μάλλον περασμένη για δεκαεννιάχρονες Σπαρτιάτισσες. Παρέβλεψα τα πάντα. Της τηλεφώνησα από ένα θάλαμο να κατέβει στην είσοδο της πολυκατοικίας κι έπειτα πήγα γραμμή στο σπίτι της.

Εκεί, μέσα στην πολυκατοικία, μόλις ένα δυο μέτρα από την είσοδο, η φιλενάδα μου έμαθε το μεγάλο μυστικό. Δεν είχε συνέλθει ακόμη από την έκπληξή της, όταν αντίκρισε το θείο της να προβάλλει από την πόρτα του ασανσέρ. Ολοφάνερα ο θείος δεν έδειχνε ευδιάθετος.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε απότομα. «Γιατί μας ανησυχείς τέτοιαν ώρα;»
«Συγγνώμη για την ώρα» ψέλλισα. «Ήθελα να πω κάτι στην ανιψιά σας. Ειλικρινά, δεν ήθελα να σας ανησυχήσω».

Ads

«Τι πράγμα;» επέμεινε.
Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου.
«Συγγνώμη και πάλι. Θα προτιμούσα να μην σας το πω. Είναι άλλωστε κάτι που δεν έχει σχέση μ’ εσάς».

Με κοίταξε παγερά. Θα έλεγε κανείς ότι είχα ξεστομίσει την πιο εξωφρενική παραδοξολογία.
«Είναι κάτι» επανέλαβε αργά αργά, στην προσπάθειά του να το κατανοήσει, «που αφορά την ανιψιά μου και δεν αφορά εμένα;»
«Φαντάζομαι ότι θα είναι ελάχιστα αυτά, τα πράγματα» τόλμησα να σχολιάσω «αλλά έτσι είναι. Συγγνώμη».

Αγνόησε παντελώς την τρίτη μου συγγνώμη στη σειρά. Μου έδειξε την εξώπορτα.
«Βγες έξω» πρόσταξε.
Υπενθυμίζω ότι δεν ήμουν μέσα στο διαμέρισμά του. Ήμουν απλώς μέσα στην πολυκατοικία. Μου μιλούσε εξ ονόματος ολόκληρης της πολυκατοικίας και, απ’ όσο ήμουν σε θέση να γνωρίζω, δεν ήταν καν ο διαχειριστής.

«Κοιτάξτε» δήλωσα κατευναστικά «ειλικρινά, δεν θέλω να το τραβήξουμε».
«Βγες έξω αμέσως!»
«Εντάξει» συναίνεσα απρόθυμα «αφού επιμένετε… Σήμερα λοιπόν, απόψε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, έμαθα πως είμαι υιοθετημένος».

Περίμενα να τον σοκάρω με την ευθύτητά μου και να του σπάσω τον τσαμπουκά. Αντ’ αυτού μου έριξε ένα απλανές βλέμμα, λες και αυτή η παραδοξολογία ήταν πιο εξωφρενική και από την προηγούμενη.
«Κι εμένα» ρώτησε «τι με αφορά;»

Είμαι αδύναμος άνθρωπος. Ανέκαθεν ήμουν αδύναμος άνθρωπος. Δεν επισκέφτηκα ποτέ γυμναστήριο. Δεν ενόχλησα ποτέ τον παραμικρό μυώνα. Τότε μάλιστα – πάνε πια είκοσι οκτώ χρόνια- ήμουν και ασύγκριτα ελαφρύτερος. Κλαράκι στον άνεμο. Ένας μίσχος. Εξάλλου, παρότι διασκέδαζα όταν η Σίσι Σπέισικ, στην Kάρι, μετακινούσε με τη σκέψη της μαχαιροπίρουνα και τα κάρφωνε στις μοχθηρές συμμαθήτριές της ή όταν παρακολουθούσα τα αντίστοιχα καμώματα του Γιούρι Γκέλερ, δεν πίστεψα ποτέ στις ψυχοκινητικές σαχλαμάρες.

Εντούτοις, εκείνη τη στιγμή, βρισκόμουν ένα μόλις βήμα, όχι πριν τις πιστέψω απλώς, αλλά πριν τις βάλω σ’ εφαρμογή. Όλη η έξαψη της βραδιάς είχε συμπυκνωθεί και είχε συγκεντρωθεί στα ακροδάχτυλά μου. Ήμουν σίγουρος πως, έτσι και άγγιζα το θείο της φίλης μου, θα εκσφενδονιζόταν στον απέναντι τοίχο. Πρέπει να μετέδωσα και στο βλάκα ένα μέρος από αυτή την ενέργεια, διότι ενστικτωδώς άρχισε να οπισθοχωρεί προς το ασανσέρ.

Καθώς οπισθοχωρούσε έντρομος, τον έλουζα με κάθε είδους βρισιές. Δεν ήταν κοινές βρισιές. Ήταν ο Αντίχριστος στα μεγάλα του κέφια. Θυμίζαμε σκηνή από τον Εξορκιστή. Όπως ήταν αναμενόμενο, σηκώσαμε την πολυκατοικία στο ποδάρι.

Θορυβημένοι νοικάρηδες και ιδιοκτήτες κατέβαιναν στο ισόγειο και αντίκριζαν τον δαιμονισμένο. Κανένας δεν τολμούσε να με πλησιάσει. Στοιχίζονταν όλοι πίσω από το θείο. Αυτός ήταν ο Αϊ-Γιώργης που θα κάρφωνε το δράκο.

Μόνο μια γριά γυναίκα κότησε να σταθεί στο πλάι του.
«Τι συμβαίνει, παιδάκι μου;»
Ο θείος την κοίταξε με απόγνωση.

«Μαμά, με είπε μαλάκα».

Αυτό ήταν. Η οργή μεταμορφώθηκε μεμιάς σε ευφορία. Δάκρυα γέλιου ανέβλυσαν από τα μάτια μου. Ο άνθρωπος ήταν ευλογημένος. Πιο αδιαπέραστος κι από σιδηροπαγές σκυρόδεμα. Δεν θα πέθαινε ποτέ. Θα έτρεπε τον καρκίνο σε άτακτη φυγή. Θα ρύθμιζε τις αρρυθμίες. Ακόμα και τη δική μου διάθεση είχε καταφέρει να διορθώσει. Έφυγα από την πολυκατοικία του ανακουφισμένος.

Τι υιοθεσίες και κουραφέξαλα; Πάντοτε θα υπάρχουν και χειρότερα.

Πέτρος Τατσόπουλος

image

(Απόσπασμα από το βιβλίο Η καλοσύνη των ξένων”, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2011. Η πρώτη του έκδοση ήταν τον Νοέμβριο του 2006)

Tvxs – Επιμέλεια: Κρυσταλία Πατούλη

image

Άλλα άρθρα του Πέτρου Τατσόπουλου στο tvxs.gr:
Φαντασία και Πολιτική ορθότητα. Του Πέτρου Τατσόπουλου
Π. Τατσόπουλος στο tvxs.gr: Η τεχνολογία στην υπηρεσία των… αναλφάβητων
Κοροβέσης, Μακριδάκης, Μίσσιος, Τατσόπουλος, Φάρος για τη φοροδιαφυγή της εκκλησίας
Ο Π. Τατσόπουλος μιλά στο tvxs για… το 1821
Τι πρέπει να κάνουμε; Απαντά ο Πέτρος Τατσόπουλος
Πέτρος Τατσόπουλος: Λίγο ακόμη και θα το πιστέψουν
Η ατάκα της ημέρας
Ο Π. Τατσόπουλος για Μ. Ψωμιάδη και οικογένεια Μητσοτάκη